Θεματα

Ένα τρομπόνι στο πιάτο μου

Η κοινωνία της γεύσης από τον Κώστα Τσίγκα

Κώστας Τσίγκας
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Δεν είμαι από αυτούς που τους φοβίζει οτιδήποτε σε σχέση με το φαγητό. Θα δοκιμάσω τα πάντα και θα βρω κάτι ενδιαφέρον σε όλα. Κάποια κρυμμένη διαστροφή σε κάποιο σημείο του εγκεφάλου μου, ή μια παλιά καταπιεσμένη ψυχολογική διάσταση του εαυτού μου θα αποκαλυφθεί σατανικά μέσα από το φαγητό που θα δοκιμάσω, πιθανά όχι εξαιτίας του φαγητού αλλά γιατί αυτό είναι το εργαλείο μου να αναλύω τον εαυτό μου και τον κόσμο.

Όμως ακόμη κι έτσι, όταν νοιώθω πολύ χάλια ψυχολογικά και διαλέγω το περισσότερο διεστραμμένο βιβλίο μαγειρικής για να με οδηγήσει σε «αναλυτικές» διαστάσεις του εαυτού μου, και αυτό με «διατάσει» να μαρινάρω το κρέας με ηλεκτρικό ρεύμα, να καταναλώσω ένα ολόκληρο σαλάμι με nougat και σαρδέλες, να προσθέτω λίγη eau de cologne στη σαλάτα και ταυτόχρονα να παίζω το τρομπόνι που είναι στο κέντρο του πιάτου, τότε τα πράγματα γίνονται δύσκολα.

Μάλλον κάποιο πρόβλημα υπάρχει με το βιβλίο και δεν το έχω συνειδητοποιήσει. Ή μήπως όχι; Ίσως το φαγητό μου/ μας, να έχει φτάσει σε σημείο απόλυτης αισθητικοποίησης και δεν το έχω καταλάβει. Κι όμως το βιβλίο και οι συνταγές του πλησιάζουν πολύ σε αυτό που συμβαίνει σήμερα στο πιάτο μας κι έχει γραφτεί το Δεκέμβρη του 1930. Έχει τίτλο «Η Μαγειρική των Φουτουριστών», γράφτηκε από τους Marinetti και Fillia και πρωτοδημοσιεύτηκε στην Gazzetta del Popolo.

n

Θα ξεπεράσω τις πολιτικές διαστάσεις του βιβλίου και του κινήματος των Φουτουριστών για λόγους προσήλωσης στο θέμα, και θα σταθώ στη διαπίστωσή πως «οι άνθρωποι, (οι καθαρόαιμοι Ιταλοί δηλαδή), σκέφτονται, ονειρεύονται και πράττουν σύμφωνα με αυτά που τρώνε και πίνουν». Και αυτό σημαίνει πως το φαγητό και η μαγειρική θα πρέπει να εξυπηρετήσουν τη σωστή αισθητική εμπειρία της εποχής.

Κάτι μου θυμίζει αυτή η θεώρηση και μια ανατριχίλα διαπερνά όλο μου το σώμα (κι ας είμαι μέσα στην κουζίνα και ιδρώνω από τη φωτιά). Τα ζυμαρικά για τους φουτουριστές προκαλούν απαισιοδοξία και έλλειψη πάθους. Τα πιάτα θα πρέπει να έχουν μια σαφέστατη αισθητική διάσταση, γιατί η βασική πρόκληση του φαγητού έχει να κάνει με το μάτι και τη φαντασία και όχι με το στόμα, ενώ το μαχαίρι, το πιρούνι και το κουτάλι θα πρέπει να εξαφανιστούν από το τραπέζι, όπως και οι πολιτικές ή φιλοσοφικές συζητήσεις γιατί αμβλύνουν την εμπειρία ενός γεύματος.

Μια από τις συνταγές-εμπειρίες με τίτλο Αεροφαγητό μας καθοδηγεί να καταναλώσουμε με το δεξί χέρι μας ελιές, φινόκιο και κουμκουάτ ενώ την ίδια στιγμή με το αριστερό μας χέρι χαϊδεύουμε φύλλα από γυαλόχαρτο, βελούδο και μετάξι. Την ίδια στιγμή ένας τεράστιος ανεμιστήρας, (προτιμούν προπέλα αεροπλάνου) φυσάει αέρα πάνω στο τραπέζι και οι σερβιτόροι ρίχνουν σπρέι με άρωμα τριαντάφυλλου πάνω στο ρεύμα του αέρα για να έχουμε «καταπληκτικά αποτελέσματα» όπως λένε οι συγγραφείς. Ά, και η μουσική που συνοδεύει το γεύμα πρέπει απαραίτητα να είναι Βάγκνερ. Αν δεν σας θυμίζει κάτι το σκηνικό τότε δεν έχετε επισκεφτεί κάποιο από τα τριάστερα εστιατόρια της Ευρώπης τελευταία, ή πολλά άλλα που τα μιμούνται έντονα.

n

Η αισθητικοποίηση του φαγητού έβαλε στη ζωή μας πολλά ερωτηματικά. Πώς μπορεί η παράδοση να αντέξει μια συνεχή αναζήτηση του νέου; Πώς μπορεί να αντισταθεί ένα ψητό αρνάκι στις επιδράσεις και πιέσεις ενός κυκεώνα συνταγογράφησης και «εμπειρίας» γύρω από το φαγητό; Ειδικά σε μια εποχή που η συμμετοχή σε αυτές τις εμπειρίες μέσω της αισθητικοποίησης έβαλε το εγώ πάνω από το τραπέζι.

Η εκδοχή και διάσταση της «γεύσης» στη διατροφική μας εμπειρία έκανε το φαγητό στοιχείο διαφοροποίησης, με καθαρά πολιτικές διαστάσεις. Του έδωσε συμβολικές δυνατότητες που ξεπερνούν την απλή αναπαραγωγή, την κοινότητα και την ευχαρίστηση. Μετατράπηκε σε στοιχείο εθνικό, ταξικό και αισθητικό.

Η ενασχόληση του φασισμού και των νεωτεριστών της δεκαετίας του ‘30 με το φαγητό δεν ήταν τυχαία. Κι αν αυτό κάτι μας θυμίζει, έχει να κάνει με το γεγονός ότι το φαγητό είναι ένα παντοδύναμο εργαλείο ανάλυσης της κοινωνίας. Όπως δήλωσε και ο Dali μερικά χρόνια αργότερα, έντονα επηρεασμένος από τον Μαρινέτι, «το κάλλος θα είναι φαγώσιμο ή δεν θα είναι κάλλος».