Θεματα

Γιατί αγαπάμε τα cupcakes;

Η κοινωνία της γεύσης από τον Κώστα Τσίγκα

Κώστας Τσίγκας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η καθημερινότητά μας είναι από μόνη της μια «διατροφική διαταραχή». Χοντραίνουμε και αδυνατίζουμε ανεξέλεγκτα, μόνιμα ασχολούμαστε με το φαγητό, το λατρεύουμε και το σιχαινόμαστε από τη μια στιγμή στην άλλη και ακατάπαυστα καταναλώνουμε με παθολογικό τρόπο θερμίδες σε μια σισύφεια διαδικασία χωρίς τέλος ή αρχή.

Η γευστική μας προσέγγιση στο φαγητό μοιάζει πια να είναι επέκταση της «επιστημονικά» μηχανοποιημένης γεύσης της βιομηχανίας επεξεργασίας τροφίμων. Κι όλα αυτά βασισμένα σε μια καλά ορχηστρωμένη προσπάθεια δημιουργίας «τάσεων» στο φαγητό.

Αναρωτιέμαι ώρες-ώρες με ποιο τρόπο ή ποια διαβολική συγκυρία τα cup cakes ή τα cronuts ή τα donuts για παράδειγμα , έγιναν μόδα στην Ελλάδα. Γεύσεις σχεδόν αποκλειστικά ξένες στον εθνικό μας ουρανίσκο και στομάχι, γίνονται με «μαγικό» σχεδόν τρόπο κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Βέβαια στην εποχή μας το να αποζητάς αποκλειστικά «εθνικές» γεύσεις είναι παράλογο, αλλά μπορείς τουλάχιστον να βασιστείς σε μια ελεγχόμενη παράδοση και το cupcake σίγουρα δεν είναι κομμάτι της.

n

Η δημιουργία τάσεων στο φαγητό, ακολουθεί τις ίδιες τεχνικές που έχουν τα υπόλοιπα καταναλωτικά προϊόντα αλλά περιέχει σαφέστατα μεγαλύτερο κομμάτι συναισθημάτων απ' ότι ένα φόρεμα ή ένα ζευγάρι παπούτσια. Πρόκειται για ένα πολύπλοκο μηχανισμό εμπλοκής πολλαπλών συμφερόντων τα οποία συνδέουν το gourmet με το μοδάτο, το εστιατόριο με το supermarket, την τηλεόραση με τους γευστικούς αισθητήρες του στόματός μας και την κουζίνα μας με τα περιοδικά μαγειρικής.

Αιτία για όλες αυτές τις σκέψεις είναι ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν μερικούς μήνες με τίτλο The Tastemakers: Why We’re Crazy for Cupcakes but Fed Up With Fondu- «Οι δημιουργοί γεύσης:Γιατί θέλουμε cupcakes και βαρεθήκαμε το Fondue», γραμμένο από τον David Sax, αμερικανό δημοσιογράφο που ασχολείται συστηματικά με θέματα διατροφής και κουζίνας. Το βιβλίο του είναι αποκαλυπτικό για την προσέγγισή του στο θέμα της δημιουργίας τάσεων στο φαγητό και τους μηχανισμούς που κινούνται γύρω από αυτό.

Όπως εξηγεί ο ίδιος, η ιδέα ξεκίνησε από το γεγονός ότι στις επισκέψεις του σε καλά εστιατόρια συνειδητοποίησε πως τα ίδια συστατικά, τα ίδια φαγητά και λίγο ως πολύ οι ίδιες τεχνικές εμφανίζονταν παντού. Δηλαδή το ζήτημα δεν είναι μόνο στα εύκολα και γρήγορα φαγητά, αλλά μάλλον στα πάντα. Ακόμη και ο καφές που πίνουμε σήμερα, αναφέρει, είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν που πίναμε πριν από μια δεκαετία και δέκα χρόνια από σήμερα θα είναι πιθανά έντονα διαφοροποιημένος.

n

«Η επιρροή αυτής της μετάλλαξης είναι τεράστια τόσο οικονομικά όσο και πολιτισμικά. Σκεφτείτε την ίδια σας την γειτονιά. Πόσα καφενεία και τι είδους υπάρχουν σήμερα στη γειτονιά, ποιος έχει ανοίξει και λειτουργεί αυτά τα μαγαζιά και τι καφέ σερβίρουν.» Αυτό αν προσπαθήσουμε να το προβάλουμε σε μεγαλύτερη κλίμακα θα δούμε πως επηρεάζει την τιμή μιας συγκεκριμένης ποικιλίας καφέ, κατά συνέπεια τον τρόπο που καλλιεργείται και σε τελική ανάλυση την ίδια του τη γεύση. Όλος αυτός ο μηχανισμός εξαρτάται από τον τρόπο που πίνουμε τον καφέ μας σήμερα και το γιατί τον πίνουμε έτσι.

«Η βιολογία της γεύσης», συνεχίζει, «είναι πολύ ελαστική. Τρώμε σήμερα πολλά περίεργα πράγματα τα οποία πριν μερικά χρόνια ούτε θα τα πλησιάζαμε. Τρώμε με τα μάτια, τα αυτιά και τον εγκέφαλό μας πολύ περισσότερο απ' ότι με το στόμα μας. Πόσο εύκολα θα τρώγαμε παλαιότερα μεδούλι από μοσχάρι; Σήμερα το μεδούλι είναι trendy.».

Βέβαια είναι πολύ δύσκολο να δημιουργήσεις μια τάση με μέτρια γευστική υποστήριξη, αλλά εδώ έχουμε και το ερώτημα με ποιο τρόπο δημιουργείται αυτή η γεύση. Όπως έχει συμβεί τελευταία με τα καπνιστά χοιρινά και το μπέικον συγκεκριμένα. Το μπέικον συνδυάζει το γλυκό με το αλάτι, τον καπνό και τη λιπαρότητα. Είναι τέλεια σχεδιασμένο, «μηχανολογικά» σχεδόν για να το αγαπήσουμε.

n

Η «τάση» μπέικον παντού, εξηγεί στο βιβλίο του, ξεκίνησε όταν οι βιομηχανίες αλλαντικών βρέθηκαν αντιμέτωπες με την πτωτική τάση στις πωλήσεις τους εξαιτίας της low fat τρέλας που κυρίευσε την κοινωνία την προηγούμενη δεκαετία. Έτσι ξεκίνησαν μια καλά χρηματοδοτημένη προσπάθεια να πείσουν την κοινωνία για τα «καλά» του μπέικον. Διαφημίσεις, άμεσες ή έμμεσες, πληρωμένοι γνωστοί εκπρόσωποι να μιλούν για το μπέικον, νέα προϊόντα, «αθώοι» εκπρόσωποι στα media, στα τηλεοπτικά προγράμματα έμμεσες διαφημίσεις και δεκάδες άλλες τέτοιες ενέργειες. Αυτό συνοδεύτηκε με την προώθηση πολλών artisanale παραγωγών για να νομιμοποιηθεί το προϊόν και έτσι το μπέικον μπήκε ξανά με μεγάλη δύναμη στην αγορά.

Βέβαια, σύμφωνα με τον Sax, κάποιες από αυτές τις τάσεις έρχονται για να μείνουν, αλλά αυτό είναι ένα σπάνιο φαινόμενο. Φωτεινό παράδειγμα στο βιβλίο του είναι το ελαιόλαδο, ενώ αφιερώνει μεγάλο κομμάτι για την μαργαρίνη και πως μετατράπηκε από «τάση» σε μονιμότητα.

Το φαγητό μας έχει μια μεγάλη πολιτική διάσταση. Αυτή την έχουμε μετατρέψει σε συζήτηση γύρω από τη δύναμη της Quinoa και τις θεραπευτικές ικανότητες του Acai. To σημαντικό ερώτημα όμως είναι ποιος τρώει και πόσο, τι τρώει ο κάθε ένας από εμάς και γιατί. Αυτό το τεράστιο χάσμα που δημιουργείται ανάμεσα στη συζήτηση περί φαγητού και την -επί της ουσίας- έλλειψή του.