- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
4 κρυμμένα «διαμαντάκια» στη Μιχαλακοπούλου
Μια λεωφόρος που δεν φημίζεται για την ομορφιά της, όμως τα φαινόμενα απατούν!
Η Κρήτη, ο Άγιος, η Ελλάς και το Αγρίνιο είναι τα φαγοποτικά στέκια της Μιχαλακοπούλου για όσους ξέρουν καλά την περιοχή
Κάτω από την άσφαλτό της κυλά ένα ποτάμι. Η Μιχαλακοπούλου χτίστηκε πάνω ακριβώς στην κοίτη του Ιλισού, στις αρχές του περασμένου αιώνα και πήρε το όνομά της από τον πατρινό πρωθυπουργό και νομομαθή, Ανδρέα Μιχαλακόπουλο. Οι ελιγμοί της, ακόμη και σήμερα θυμίζουν τη φιδωτή ροή του ποταμού, ένα ποτάμι από αυτοκίνητα πάνω από τα αλλοτινά νερά. Κάποτε τις δυο όχθες του, χώριζε ένα γεφύρι: από τη μια μεριά το παλάτι και οι ευγενείς, στην απέναντι τα φτωχόσπιτα και ο λαουτζίκος. Αν την περπατήσεις -που δεν έχεις και πολλούς λόγους-, ακόμη και σήμερα θα νοιώσεις αυτό το μείγμα από φινέτσα και λαϊκή γειτονιά στην αύρα της. Η Μιχαλακοπούλου δεν είναι Σταδίου ούτε Βασιλίσσης Σοφίας. Με άλλα λόγια, δεν είναι ωραία. Είναι όμως, κομβική και καρα-κεντρική. Γκρίζα από το καυσαέριο, εφιαλτικά μονότονη, χαρακτηριστικό δείγμα γραφής μιας "τσιμεντούπολης", χωρίς αναφορές. Και όμως. Λίγα μόνο βήματα από την πρόσοψή της, ανοίγονται ομορφιές, γειτονιές γεμάτες ζωή, η υπέροχη αστική αρχιτεκτονική της δεκαετίας του '30 και του '50 των «κάτωθεν της πλατείας Μαβίλη», πιάτσες χαλαρές, η πλατεία Βραζιλίας, η Παπαδιαμαντοπούλου και η φτηνή αγορά της. Και κάποια μαγαζιά που αξίζουν το ταξίδι ως εδώ, καθένα για τον εντελώς προσωπικό του λόγο.
Η Κρήτη στο Γουδή
Στο ήσυχο, μικρό δρομάκι που ξεκινά από την πόρτα του Λαϊκού για να σβήσει στη βουή της λεωφόρου, κάθε μεσημέρι γίνεται κακός χαμός. Και να πεις πως δεν έχει τραπέζια το Ουζερί η Κρήτη; Άφθονα μέσα και έξω, κυανόλευκα σαν διακοπές, στο δροσερό πεζοδρόμιο που θυμίζει νησί, που λες και έσκασε σαν ηφαιστειακή έκρηξη μέσα από το τσιμέντο. Δυο δηλώσεις ορεκτικές και υποσχετικές, το «ουζερί» πουλάει, το ίδιο και η «Κρήτη». Όταν αυτά τα δυο ενώνονται στην ίδια ταμπέλα και η κουζίνα μαγειρεύει με μεράκι, τότε η συνταγή μαζεύει με ενθουσιασμό, όλους τους γιατρούς και νοσηλευτές των ολόγυρα νοσοκομείων, τους συγγενείς των ασθενών, φοιτητές και μερακλήδες της γειτονιάς σε ένα μεσημεριανό πάρτι στο οποίο ρέει άφθονη και αψόγως παγωμένη η καλή ρακή. Αν εσύ προτιμάς μια πιο ήρεμη στιγμή, θα έρθεις βράδυ, παίρνοντας πάνω σου το ρίσκο να έχουν τελειώσει οι νοστιμότατοι κοκκινιστοί χοχλιοί με την πλούσια, κρεμμυδάτη σάλτσα.
Ο Σταύρος Μανουσιαδάκης, από το 1990 που άνοιξε, ψάρι κατεψυγμένο δεν βάζει στο μαγαζί του. Και ξέρει να μεταχειριστεί με αβρότητα στο τέλειο τηγάνι του την ολόφρεσκη αθερίνα, το καλαμαράκι, τον γαύρο και τη σπαρταριστή κουτσομούρα. Αν είχε μόνον τούτα, θα ήταν ένα καλό ουζερί. Όταν όμως, στο μεζεδο-τραπέζι μπαίνει και το κρητικό ντολμαδάκι, το καλτσούνι, η μαραθόπιτα και η σφακιανή πίτα, παρέα με έναν περιποιημένο, πλούσιο ντάκο, τότε τα ελέη γίνονται πλούσια και περιεκτικά. Αξίζει να δοκιμάσεις τη σαρδέλα που φιλεταρισμένη ψήνεται ζουμερή στο φούρνο με ντοματούλα, το θράψαλο που γεμίζει με ρύζι και μυρωδικά στο φούρνο, τα σκορδάτα μύδια, τις μελανάτες σουπιές. Αν αντέχεις, τα συνδυάζεις με απάκι, σταμναγκάθι, αθότυρο, κρητικό λουκάνικο και το πιάτο που σε γυρίζει στα παλιά μαγεριά, μακαρόνια με σάλτσα. Η γοητεία και αυτό το γενναιόδωρο τραπέζι της Κρήτης, εκεί όπου δεν το είχες φανταστεί. Αγ. Θωμά 18, Γουδή, 2107715265
Παραδοσιακό Καφενείον «Ο Άγιος»
Από την απέναντι όχθη της Αγίου Θωμά, ο Άγιος είναι το στέκι της περιοχής που φέρνει φανατικούς θαυμαστές και ορκισμένους λάτρεις ως εδώ, περισσότερο από κάθε μαγαζί της περιοχής. Γιατί ο Άγιος αυτός ξεμυαλίζει σαν σατανάς, κολλάς πάνω του σαν παιδάκι διψασμένο για κέφι, τρελό και χαλαρό συνάμα, είναι η απάντηση του νέου καφετζή στον παλιότερο, είναι η Αθήνα όπως θα τη θέλαμε τη νύχτα, έτοιμη να ξεφαντώσει, να χορέψει και να φλερτάρει και να πιάσει κουβέντα με το διπλανό τραπέζι και ας είναι και Τρίτη και ας έχει να ξυπνήσει το πρωί. Απέξω, μπορεί και να το προσπεράσεις, ένας κλασικός παππουδίστικος καφενές, με τις αλουμινένιες τζαμαρίες του. Θα σε παραξενέψουν, όμως, τα πολύχρωμα τραπεζάκια στο γωνιακό, στενό πεζοδρόμιο, η ταμπέλα με το μενού της ημέρας, τί γυρεύει, παραξενεύεσαι μια "veggie casserole" αγγλιστί γραμμένη και σε ποιά παππούδια απευθύνεται; Το εσωτερικό κρατάει τα άπαντα του παλιού καφενέ, το παλιό ψυγείο, την ταμπέλα τον πάγκο τον καθρέφτη με τη διαφήμιση Sante αλλά εδώ τελειώνει και κάθε ομοιότητα με το παρελθόν. Ή μάλλον, γίνεται ακόμη πιο παρελθόν, ένα εσωτερικό σαν να βρίσκεσαι σε παλιατζίδικο-παλαιοπωλείο-αντικερί, ό,τι παλιό αθηναϊκό ρυθμό σε καναπέ και καρέκλα, εδώ θα τον βρεις. Και ένα μεγάλο πιάνο και ντισκόμπαλα στις τουαλέτες.
Ο Θοδωρής Ντόντης, είναι μουσικός. Παλιά. ερχόταν να παίξει σε βραδιές του παλιού καφενέ. Και κάπως έτσι, αγόρασε το καφενείο. Το στόλισε με το γούστο και το πάθος του συλλέκτη για ό,τι παλιό, το έκανε όπως το λέμε όσοι το αγαπάμε, μεταξύ μας: «στου Ντόντη». Και άρχισαν τα όργανα. Οι λάιβ βραδιές από τζαζ μέχρι το οτιδήποτε, οι νύχτες της κάθε μέρας με μουσικές του ξεσηκωμού, «Απόψε θέλω σαματά», Μπέμπα Μπλανς και Χιώτης, Τόνυ Μαρούδας και Σάρα Βον, Μάιλς Ντέιβις και «40 παλληκάρια από τη Λειβαδιά». Ψυχή του μαγαζιού η πληθωρική θεότητα Άννα Μαρία, το πιο επικοινωνιακό σέρβις της πόλης, χρυσό κορίτσι με ηλιόλουστο χαμόγελο, κερνά τις ρακές στα παλιά ποτηράκια του λικέρ της γιαγιάς, όλοι εδώ είναι μια παρέα και έτσι παρεϊστικα μπαίνουν όλοι μαζί στην κουζίνα, μαγειρεύοντας έναν εναλλακτικό, δημιουργικό μεζέ-φαγητό σε μεγάλο πιάτο. Μαγικές τηγανητές, τραγανές πατάτες με πάπρικα και κακουλέ, έναν γιγάντιο ντάκο πάνω σε ρόκα, πλουσιότατο σε ξινομυζήθρα, φακές με ξηρούς καρπούς, σταφίδες, καρότο και δυόσμο, μαύρη φακή με ξινομυζήθρα. Θεσσαλός ο Θοδωρής, τυγχάνει ανιψιός του κυρίου Δήμου, του πρωτοπόρου εκτροφέα μαύρου χοίρου, στα Τρίκαλα. Από κει έρχονται τα φιλετάκια-λουκούμι που σερβίρονται με πιτούλες και μια νοστιμότατη λευκή σάλτσα, το κεμπάπ και το λουκάνικο. Δοκιμάσαμε και ένα νόστιμο μπριάμ με μπόλικο φρέσκο μαϊντανό και ξινομυζήθρα και μανιτάρια σοτέ, σερβιρισμένα με φρέσκια ρόκα, σουσάμι και μαυροκούκι. Μια κουζίνα που θα περίμενες σε άλλου είδους εστιατόριο, μαγειρεμένη σαν από υποψιασμένους, οικιακούς μάγειρες μιας νέας γενιάς. Aγίου Θωμά 7, 2155600320
Ελλάς, μια ιστορία παλιά, σχεδόν όσο η Ελλάς
Το Ελλάς, θα μπορούσε να είναι το πιο σημαντικό έκθεμα σε ένα Μουσείο Εθνικής Γαστρονομίας, αν ποτέ αποφασίζαμε να κάνουμε κάτι τέτοιο στη νόστιμη πατρίδα μας. Και όμως, σχεδόν όλοι μας, διασχίζοντας είτε τη Μιχαλακοπούλου είτε την Μεσογείων -καθότι διαμπερές μεταξύ δυο λεωφόρων-, το έχουμε προσπεράσει χιλιάδες φορές, χωρίς να του δώσουμε σημασία. Το δικό μου μάτι χρόνια τώρα είχε σκαλώσει στη '50s ταμπέλα του, που θυμίζει αφίσες του παλιού ΕΟΤ και χρόνια μου πήρε να προσπεράσω το κατώφλι του, να μπω στον ιδιαίτερο πλανήτη του και να κάνω το πιο παράξενο ταξίδι στο χωρόχρονο, από το Τώρα στα πιο μικρά της παιδικής μου Ελλάδας. Μέχρι και οι μυρωδιές ερχόντουσαν ατόφιες, να με ταξιδεύουν από τα σπίτια θείων και γιαγιάδων, περνώντας μέσα από κάθε ελληνική ταινία, μέχρι να δοκιμάσω ένα νουά κατσαρόλας με σάλτσα ψητού, ένα μπιτόκ α λα ρους και ένα κυδώνι ψημένο στο φούρνο. Τεράστια αίθουσα, με τη σκάλα που έχουμε δει σε κάθε γκρικ μούβι να σκαρφαλώνει σε έναν άλλο όροφο, κλειστό πια, αφού δεν γίνεται πια η ίδια κοσμοπλημμύρα του πάλαι ποτέ. Εδώ λοιπόν, στη δεκαετία του 1920, ήταν κάποτε η λαοφιλής ταβέρνα «Πράσινη Αράχνη». Το 1971 η Αθήνα αλλάζει, η ταβέρνα γκρεμίζεται για να γίνει πολυκατοικία, συνεχίζει στο ισόγειό της ως εστιατόριον πόλης, κλίμα αστικό, καλό σέρβις, φαγητό ελληνικό, καλομαγειρεμένο, όπως το αγαπούσε μια τότε αστική έξοδος. Από εδώ έχουν περάσει όλοι: Ο μεγάλος Καραμανλής, ο Παπανδρέου, ο Μητσοτάκης, ο Μάικλ Ντάγκλας με την Κάθριν Ζέτα Τζόουνς, ο Μανώλης Αγγελόπουλος καθημερινά και ανεξαιρέτως, ο Αλέκος Φασιανός, ο Μάνος Λοϊζος.
Σιγά-σιγά ο κόσμος αλλάζει, η παλιά διεύθυνση γερνά, το μαγαζί περνά στα χέρια του Θόδωρα Δουζένη από τον Πύργο, που δούλευε εδώ σαν σερβιτόρος όταν ήταν φαντάρος και του Μίμη -έτσι σκέτα μου είπε να σας γράψω το όνομά του. Οι παλιές κατσαρόλες, οι πάγκοι μιας άλλης εποχής, μια προθήκη με τα άπαντα -κυριολεκτώ- του Τσελεμεντέ και της παραδοσιακής κουζίνας, όλα μια συγκίνηση. Στα τραπέζια άνθρωποι μοναχικοί, οι εργένηδες της γειτονιάς, φοιτητές και νέα παιδιά που περνούν να πάρουν το πακέτο τους. Το σικάτο πάρτι της εποχής του Λάμπρου Κωνσταντάρα έχει σιωπήσει, οι «καλοί Αθηναίοι» δεν έρχονται στο Ελλάς για τη βραδινή τους έξοδο, όμως, οι νέοι ιδιοκτήτες -που έχουν πια γεράσει- μαγειρεύουν καθημερινά την Άρτα και τα Γιάννενα, συνειδητά θεωρώντας πως επιτελούν έργο κοινωνικό, για όποιον ακόμα εκτιμά την κουζίνα της μαμάς. Διότι ο κάθε μοναχικός ταξιδιώτης της γειτονιάς οφείλει να βρει ό,τι λείπει από το διαιτολόγιό του, να μπορεί στο πακετάκι της κάθε μέρας να χωρέσει την παλιά, σωστή διατροφή, της εποχικότητας, της νηστείας, τη μέρα για το ψάρι, τη μέρα της φασολάδας και τη μέρα για το γιουβέτσι. Από το μενού δεν έχει αλλάξει ποτέ τίποτα. Στη θέση της και η σπιτική κρέμα καραμελέ και το ψητό μήλο ή το κυδώνι και οι φράουλες με σαντιγί στην εποχή τους. Μιχαλακοπούλου 203, 2107783618
Ένα ψητό από το «Αγρίνιο»
Το μικρό, παλιό σπιτάκι που στεγάζει το «Αγρίνιο» από το 1968, είναι σαν πεισματάρικο, κακιωμένο παιδί μιας άλλης, πολύ παλιάς δεκαετίας. Σφηνωμένο και σαν ετοιμόρροπο ανάμεσα στον καινούργιο κόσμο με τις πολυκατοικίες, αναγκάζει τον δρόμο να αλλάξει πορεία για να το αφήσει στη θέση του, προκλητικά κουκλίστικο, με τις φιστικί καρέκλες, τις παλιές φωτογραφίες, τα παλιά ραδιόφωνα και τους κατρούτσους κρεμασμένους στη σειρά, μια καλύβα των θαυμάτων που σαν να μην ανήκει στη σοφιστικέ γειτονιά της Σινώπης. Το «Αγρίνιο», όμως, για τους γνώστες είναι κάτι σαν μασονία και στέκι αξεπέραστο. Κλειστό το βράδυ, το μεσημέρι προς απόγευμα λειτουργεί σαν στέκι των πολλών του εραστών, γιατροί των γύρω νοσοκομείων, αστοί, διανοούμενοι και λαϊκοί μερακλήδες του τσίπουρου και της σούβλας, πιάνουν στασίδι κυρίως στα έξω σταντ και όλη η Σινώπης μεταμορφώνεται σε πλατεία του χωριού, με τα κοκορέτσια, τα κοντοσούβλια, τα παλαιού τύπου κεφτεδάκια, παρέα με βουνά από τηγανητές πατάτες, τζατζίκια και τυροκαυτερές στο πιο ρουστίκ πάρτι της περιοχής.
Οι Αγρινιώτες ξέρουν από καλό κρέας, ξέρουν και από ψήσιμο. Η ψητοκατάσταση εδώ σου θυμίζει πανηγύρι στο χωριό, με τα ψητά σερβιρισμένα στη λαδόκολλα, πασπαλισμένα με ρίγανη, πλάι τα χόρτα της εποχής, η ωραία χωριάτικη, τσαλαφούτι και ρώσικη. Πανσέτες και λουκάνικα, παϊδάκι προβατίνας τώρα που έγινε μόδα, καλαμάκια προβατίνας με ψωμί -διότι αυτό πρεσβεύει η παράδοση της ενδοχώρας που αγνοεί τη σουβλακίσια πίτα-, αλλά και πίτα με κεφτέ και μοσχαράκι φιλέτο-γιατί παλιά αυτό ήταν το κρέας για τον πλούσιο. Φτιάχνει και φρυγαδέλι άμα είσαι τυχερός και το βρεις και παϊδάκι και τηγανιά. Και σερβίρει και Μαλαματίνα. Και κυρίως, είναι το μόνο μαγαζί που θα βγάλει από το σπίτι του τον θεό Γιώργο Μαργαρίτη. Ο οποίος Μαργαρίτης αγνοεί επιδεικτικά το φαγητό εν γένει και τρέφεται μόνο με τοστ. Αν είναι να φάει, όμως, θα 'ρθει μόνο στο Αγρίνιο. Και η γνώμη μιας αγνής, λαϊκής ψυχής είναι η μόνη που μετράει. Σινώπης 18, Αμπελόκηποι, 2107718384