- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Red Lion Pub: Ο Παντελής Αμπανούδης σερβίρει όλη την Αθήνα εδώ και 50 χρόνια
Στη θρυλική pub του Παγκρατίου σερβίρονται μπίρες εδώ και μισό αιώνα
Συνέντευξη με τον Παντελή Αμπανούδη, τον άνθρωπο πίσω από τη θρυλική Red Lion Pub που φέτος κλείνει τα 50 χρόνια λειτουργίας
Aπό το 1972, που άνοιξε η Red Lion Pub, δεν έχει αλλάξει ούτε πινέζα. Ο κατάλογος, το ντεκόρ, τα ποτήρια. Είναι όλα ίδια. Είμαι βέβαιος ότι δεν είναι απλή υπόθεση να αντέξει ένα μαγαζί στον χρόνο. Και αυτό συζητάμε με τον ιδιοκτήτη Παντελή Αμπανούδη και τον γιο του, Δημήτρη, από την πρώτη στιγμή που συναντιόμαστε ένα μεσημέρι που η Pub είναι κλειστή και μπορούμε να συζητήσουμε με ησυχία.
«Θυμάμαι τη φυσιογνωμία κάθε πελάτη, αλήθεια σου λέω! Πέρασα 50 χρόνια μέσα εδώ. Φύγανε τόσο γρήγορα και όμορφα που δεν το κατάλαβα. Και αν ξαναγεννιόμουν πάλι το ίδιο θα έκανα».
Ο Παντελής Αμπανούδης είναι ένας ευγενικός άνθρωπος, πραγματικός επαγγελματίας, με μια όρεξη για τη ζωή που σπάνια συναντάς. «Είμαι 75 και αισθάνομαι 20! Νιώθω πολύ νέος». Διψά για καινούριες εμπειρίες, έχει συνηθίσει την ένταση μιας Pub για μισό αιώνα και έχει αναρίθμητες ιστορίες να διηγηθεί.
Πριν λίγα χρόνια μπήκε στο μπαρ μια κοπέλα 18 χρονών περίπου και μου λέει «ο κύριος Παντελής;», λέω «ναι», με φίλησε και μου είπε ότι η γιαγιά της της είχε πει ότι αν ο κύριος Παντελής είναι ακόμα μέσα να του δώσεις ένα φιλάκι. Ήταν μια από τις παλιές αγάπες μου, τις παλιές φιλενάδες μου. Ήταν κάτι πολύ συγκινητικό και ευχάριστο.
«Έχω σερβίρει τον Frank Sinatra, τον Sammy Davis Jr., σεΐχηδες, την Αλίκη Βουγιουκλάκη με τον θίασό της που έρχονταν πολύ συχνά εδώ, τον Φρέντυ Γερμανό, τον Μάνο Λοΐζο, την Αρλέτα. Είχαμε την ελίτ κοινωνία της Αθήνας και αρκετούς καλλιτεχνικούς θιάσους. Οποιοσδήποτε όμως και να ερχόταν τον σεβόμουν, δεν είχα πρόβλημα, ποτέ δεν ξεχώριζα τους πελάτες».
Όσο με ξεναγεί στον χώρο βλέπω πίσω από το μπαρ σπιρτόκουτα και χαρτονομίσματα. «Είναι από τις χρυσές εποχές των αεροπορικών εταιρειών και τα χαρτονομίσματα είναι μαρκαρισμένα. Κάποιος τα έχει αφήσει εκεί πριν από πολλά χρόνια, έχει υπογράψει από πίσω, και όταν θα έρθει εδώ ο γιος ή ο ανιψιός του θα τα κατεβάσουμε για να τα υπογράψει και εκείνος». Πιο εκεί προσκλητήρια γάμων από ανθρώπους που γνωρίστηκαν μέσα στην Pub, όπως μου λέει. Στην άκρη διακρίνεται ένα πακέτο από τα θρυλικά ελληνικά τσιγάρα Santé. «Αυτό το έχει αφήσει εδώ ένα ζευγάρι με δύο τσιγάρα μέσα, υποσχέθηκαν ότι μετά από χρόνια θα περάσουν για να τα καπνίσουν». Τα περισσότερα αντικείμενα τα έχουν φέρει πελάτες όπως μια σημαία της Χαβάης απ’ όταν ήταν υπό την κατοχή των Εγγλέζων. Τέλος, στημένα πίσω είναι τα βραβεία που έχει λάβει ο ίδιος για την αναγνώριση, την αφοσίωση και την προσφορά του στο επάγγελμα.
Καθόμαστε στο μπαρ εκείνος πίνει ούζο και εγώ απολαμβάνω μια παγωμένη Sparta Lager. Παρέα μας και ο γιος του, ο Δημήτρης, που έχει πλέον αναλάβει την Pub. Κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας αδειάζουμε κάμποσα μπολ με ξηρούς καρπούς όσο ξεδιπλώνει την ιστορία του ζωντανού αυτού μουσείου.
Πώς ξεκίνησαν όλα
Γεννήθηκα στη Χίο και μεγάλωσα στον Καναδά. Οι γονείς μου ήταν μετανάστες εκεί. Πάντα ήθελα να γυρίσω γιατί άκουγα για την Ελλάδα από τους γονείς μου και από διάφορους Έλληνες στο Χάλιφαξ, που το θεωρώ δεύτερη πατρίδα. Ήθελα όμως να γυρίσω για να κάνω κάτι δικό μου. Το 1970 επιστρέψαμε στην Αθήνα και έπιασα δουλειά στο Χίλτον. Πήρα πολύ καλό πόστο, ήμουν υπεύθυνος για τα κοκτέιλ πάρτι που έκαναν για τους Αμερικάνους πρέσβεις, όπως ο Χένρι Τάσκα. Δούλεψα πολύ, έμαθα πολλά, ήταν πανεπιστήμιο για εμένα.
Ήταν τολμηρό να δοκιμάσω να ανοίξω κάτι τόσο πρωτότυπο και μοναδικό. Ήμουν τότε 25 χρονών, δούλευα από τα 22, αλλά εκείνη την εποχή μεγαλώναμε γρήγορα. Ήξερα όμως ότι αν έχεις θέληση πετυχαίνεις τα πάντα. Δεν φοβήθηκα το ρίσκο γιατί δεν υπήρχε τέτοιο μαγαζί στην Ελλάδα. Τότε έτσι και αλλιώς μετριόνταν στα δάχτυλα τα μαγαζιά.
Η περισσότερη πελατεία μας στην αρχή ήταν ξένοι. Πρέσβεις, πρόξενοι, πιλότοι, αεροσυνοδοί από αεροπορικές εταιρείες, εργαζόμενοι από τις βάσεις στη Γλυφάδα και τη Νέα Μάκρη. Οι διπλωμάτες ήταν Αμερικάνοι και Ρώσοι. Και αυτό, σκέψου, την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Εδώ μέσα όμως συμπεριφέρονταν πολύ καλά, ήταν όλοι κύριοι, κοιτούσαν να κάνουν δημόσιες σχέσεις.
Δεκαετία ’80
Είχαμε 16 άτομα προσωπικό και δουλεύαμε πρωινή, μεσημεριανή και βραδινή βάρδια. Εγώ ήμουν πάντα εδώ, συνήθως μόλις άνοιγε η κουζίνα στις 15:00 έκανα ένα διάλειμμα και ερχόμουν το απόγευμα. Έμπαινα και στην κουζίνα και στο μπαρ, όπου υπήρχε ανάγκη. Την περίοδο 1974-1990 το μαγαζί εξυπηρετούσε καθημερινά γύρω στα 500 άτομα. Το βράδυ, για να καταφέρεις να πας από την πόρτα στο μπαρ χρειαζόσουν ένα τέταρτο. Δεν υπήρχε ωράριο, κοιμόμουν και ξύπναγα για να ξαναπάω στο μαγαζί. Τις Κυριακές ήμασταν κλειστά. Έλεγα πάντα «παιδιά, όλα καλά και άγια αλλά να υπάρχει και μια ημέρα για τον εαυτό μας».
Όταν γεννήθηκαν τα παιδιά μου σταμάτησα την πρωινή βάρδια και ανοίγαμε στις 16:00. Είχαμε happy hour, χτυπούσαμε καμπανάκι και φωνάζαμε «last οrder!». Αυτό γινόταν μέχρι το 1985 και αναβίωσε με τις απαγορεύσεις του κορωνοϊού που το χτυπάγαμε στις 23:20 για τελευταία παραγγελία. Τσακωμοί ευτυχώς δεν υπήρχαν, μόνο λίγες παρεξηγήσεις κυρίως από φοιτητόκοσμο για τα πολιτικά το ’70-’80. Αλλά όχι κάτι ανεξέλεγκτο, ποτέ δεν αφήναμε κανέναν να πάρει τον αέρα του μαγαζιού. Πρέπει να μπορείς να «διαβάζεις» την κατάσταση. Αν ξέρεις ότι ο ένας είναι ευέξαπτος δεν θα τον βάλεις δίπλα στον άλλον που έχει πιει ή δεν έχει τα κέφια του. Πλέον είναι σαν εκκλησία.
Φαγητό & Ποτό
Φεύγανε άφθονες μπίρες. Πολλή Fix, ο Κάρολος Φιξ ήταν ένας φοβερός άνθρωπος. Έπινε ο κόσμος πολλή μπίρα, είχαμε οκτώ κάνουλες. Δεν υπήρχε η ποικιλία που υπάρχει σήμερα. Τώρα έχουμε 150-200 είδη μπίρας, μικρά ζυθοποιεία. Τότε δίναμε πολύ Carlsberg, Tuborg, John Davis, Paulaner, Maizel, Duvel, Guinness, Murphy’s.
Σερβίραμε και φαγητό το οποίο θα επαναφέρουμε. Φτιάχναμε fish n’ chips μέσα σε μεγάλα καζάνια γιατί έτρωγαν πολλοί. Χρησιμοποιούσαμε λαρδί που έπαιρνα από την αγορά, ρίχναμε μαζί το κοτόπουλο και τις πατάτες που ήταν φρέσκες και διπλοτηγανισμένες για να παίρνουν ένα ωραίο χρυσαφί χρώμα. Προσφέραμε τρεις ωραίες σαλάτες, όπως του Καίσαρα, με μπέικον, κρουτόν, μαρούλι, ένα κομμάτι αντζούγιας, έναν κρόκο αυγού και worcesterchire sauce. Ύστερα συκώτι με κρεμμύδι τσιγαρισμένο, μπέικον και πατάτες τηγανητές σε μια τεράστια πιατέλα που χόρταιναν τέσσερα άτομα. Και φυσικά μακαρονάδες.
Είχαμε σπέσιαλ ποικιλίες που με 50 δραχμές μπορούσες να παραγγείλεις όσες θες και να φας όσο άντεχες. Και burger με χειροποίητο ψωμί, το bun, που το έφτιαχνε ένας φούρνος στο Παγκράτι για εμάς. Βάζαμε νωπό κιμά χωρίς καρυκεύματα, γιατί δεν άρεσαν στους ξένους, ούτε αλάτι ή ψωμί. Καθαρός κιμάς, μισό κιλό burger.
Πάντα ήθελα ο άλλος να είναι χαρούμενος όταν έρχεται. Γι’ αυτό και δεν διώχναμε ποτέ πελάτη. Και στο τέλος της βάρδιας να έμπαινε κανείς, ενώ είχαμε κλείσει μηχανές κι είχαμε μαζέψει, τον κερνούσαμε σφηνάκια λικέρ ή ουίσκι ώστε να είναι ευχαριστημένος και να ξαναέλθει όποτε θέλει.
Μου αρέσει η φιλοξενία και η περιποίηση. Ήθελα να εξυπηρετώ και τον πιο παράξενο πελάτη. Μαγείρευα σε κάποιους μέχρι και φασολάδα με φωταέριο. Πρέπει να αγαπάς τους ανθρώπους, και να θέλεις να μάθεις από τη ζωή. Μου στάθηκε πολύ η γυναίκα μου, 36 χρόνια μαζί, ποτέ δεν παραπονέθηκε. Πάντα μου έλεγε «το μαγαζί και η οικογένεια, και μετά εμείς». Είμαι πολύ τυχερός, ειλικρινά.
Διαγωνισμοί & Πάρτι
Ποιος μπορεί να πιει μια γιάρδα μπίρα; Αυτό λεγόταν yard of ale. Είναι ένα γυαλί, σαν ποτήρι, το οποίο χωράει τρία ποτήρια μπίρα. Το γεμίζαμε με μπίρα flat και περιμέναμε να καθίσει ο αφρός. Ξεκινάς να το πίνεις σιγά σιγά και στρίβεις το ποτήρι, πρέπει να το πιεις όλο με τη μία. Γινόταν κανονικό σόου. Έμπαιναν και κάποια στοιχήματα του τύπου «άμα το χάσεις θα κερνάς μπίρες για ένα μήνα». Δύσκολα το κερδίζεις αυτό, θέλει συγκεκριμένη τεχνική. Πρέπει να έχεις φάει και για να ζεσταθείς να έχεις πιει ήδη δυο μπίρες. Εάν χάσεις, ακολουθεί γιουχάρισμα. Παλιά αν αυτός που έχανε φορούσε γραβάτα είχαμε ένα ψαλίδι και του κόβαμε στα δύο τη γραβάτα. Κι όποιος το έπινε, καμάρωνε. Υπήρχε και το δίλιτρο, ένα πολύ βαρύ ποτήρι που χωράει 4 μπίρες. Μόνο Εγγλέζοι ή Σκωτσέζοι μπορούσαν να το πιουν. Έδεναν τη γραβάτα επάνω στο ποτήρι, φώναζαν. Γινόταν πανζουρλισμός.
Κάναμε Halloween και μασκέ πάρτι, εγώ ντυνόμουν Ινδιάνος, παπάς και διάφορα άλλα. Μια φορά που ήμουν ντυμένος Άραβας είχα τρακάρει έξω από το μαγαζί. Όταν με πήγαν στο τμήμα με ρώτησαν αν ήθελα να μου φέρουν διερμηνέα γιατί νόμιζαν ότι είμαι πραγματικός Άραβας! Και τους λέω «παιδιά, ο Παντελής είμαι από το Red Lion».
Να κάνεις αυτο που γουστάρεις
Πρώτα για τον πελάτη και μετά για εσένα. Γι’ αυτό πιστεύω ότι το μαγαζί άντεξε τόσα χρόνια. Δεν χρειαζόταν ανακαίνιση ή αλλαγές, άντεξε η αυθεντικότητά του, και θα αντέξει άλλα τόσα χρόνια.
Είμαι λίγο παλαιών αρχών, τα πράγματα σήμερα ίσως έχουν αλλάξει. Πίστευα ότι πρέπει να πηγαίνεις συχνά στον μπαρμπέρη, να είσαι ωραία ξυρισμένος, καθαρός, ατσαλάκωτος, καλό πουκάμισο, να φοράς παπιγιόν ή γραβάτα. Δεν πίνεις ποτέ πίσω από το μπαρ, όταν τελειώσει η βάρδια μπορείς να πιεις όσο θέλεις. Είναι αντιεπαγγελματικό, όπως και το να καπνίζεις. Παρ’ όλο που κάπνιζα πολύ, ποτέ μπροστά στον πελάτη. Πήγαινα έξω και έκανα δυο λεπτά ένα τσιγαράκι.
Πάντα προσπαθούσα να τους αντιμετωπίζω όλους ξεχωριστά και με σεβασμό. Και πιστεύω έχω μεταφέρει το ίδιο μικρόβιο στον γιο μου. Όταν έβλεπα ότι ο πελάτης έπινε παραπάνω και ζαλιζόταν, έβρισκα ταξί, τους το πλήρωνα και πήγαιναν σπίτι τους. Συχνά τους πήγαινα κι εγώ με το αμάξι μου.
Ποτέ μην δεις τον πελάτη σαν χαρτονόμισμα
Ενδιαφερόμαστε να ευχαριστηθεί ο άλλος, ποτέ δεν κοιτάω πόσα θα βάλω στην τσέπη. Ηθικά αισθάνομαι άψογα απέναντι στον πελάτη. «Τι τα θες τα χρήματα αφού υπάρχουν μνήματα;», λίγο μακάβριο αλλά είναι η αλήθεια. Οπότε δεν το μετανιώνω. Ο άνθρωπος δεν θέλει πολλά για να είναι ευχαριστημένος. Άμα δεν σου φτάνουν τα φυσιολογικά τότε δεν σου φτάνει τίποτα. Μπορεί να έχεις ένα κότερο και μετά μπορεί να θέλεις υπερωκεάνιο.
Από την κρίση του 2010 στο σήμερα
Το 1972 το Johnnie Walker έκανε 185 δραχμές. Οι τιμές μας ήταν πάντα λογικές. Περάσαμε μια δεκαετή κρίση και δεν ανεβάσαμε ποτέ τις τιμές. Και δεν χρησιμοποιούμε μεζούρες. Σου φέρνουμε το ποτό και σου δίνουμε το μπουκάλι της coca cola ή το tonic. Δευτέρα έχει στάνταρ πελατεία, μεγάλες παρέες που παίζουν βελάκια. Τρίτη έχουμε τους αρχαιολόγους που έρχονται επί 26 χρόνια. Είναι από την αρχαιολογική υπηρεσία, μεταπτυχιακοί ή υποψήφιοι διδάκτορες, που κάνουν ανασκαφές στην Ελλάδα, από Αμερική, Αγγλία, Καναδά, Δανία, Σουηδία. Άμα έχω και κανένα καλό τσιπουράκι θα τους κεράσω, εννοείται, και θα τους βγάλω και γραβιέρα ή ντολμαδάκια. Έρχονται παρέες και ζευγάρια, έχουμε πολλούς από Erasmus. Και επειδή είμαστε υπέρ της καλοπέρασης και κατά του χρήματος είτε τους κερνάμε όλους από ένα ποτό είτε τους κάνουμε μια γενναία έκπτωση. Η πολλή δουλειά πλέον έχει μεταφερθεί Παρασκευή και Σάββατο αλλά γενικά έχουμε καλό κόσμο.
Νέα γενιά
Δεν ήθελα να αποχωριστώ το μαγαζί. Τα τρία τελευταία χρόνια το έχει αναλάβει ο Δημήτρης, οι πολλές δυνάμεις άρχισαν να με εγκαταλείπουν. Αλλά δεν μπορώ να μείνω στο σπίτι, τι να κάνω; Έρχομαι εδώ. Κι επίσης βλέπω όνειρα ότι μιλώ με κόσμο και τους σερβίρω. Αν μου έκαναν ένα ωραίο ρεκτιφιέ, άνετα έμπαινα πίσω από την μπάρα!
Δημήτρης: Παρακολουθούμε τις εξελίξεις, αλλά παραμένουμε σταθεροί στις αρχές μας και στο ανθρωποκεντρικό στοιχείο. Στην καραντίνα κάναμε το «On The Go». Μ’ έναν συνεργάτη μου και φίλο γυρίσαμε όλη την Ελλάδα, σε διάφορα ζυθοποιεία. Γνωρίζαμε τον ζυθοποιό, μαθαίναμε την ιστορία του, φέρναμε μπίρες στην Αθήνα, τις δοκίμαζαν οι θαμώνες και μετά στον επόμενο και πάει λέγοντας. Πήγαμε Σπάρτη, Μάνη, Πάτρα, Ιωάννινα, Βόλο. Μπορώ να πάω σε μια κάβα, να πάρω μια μπίρα και να τη φέρω στο μαγαζί. Όταν ξέρω την ιστορία και όλο αυτό που περιγράφω, τότε μπορώ προτείνοντάς σου να σου πω και μια ιστορία, να ανασύρω αναμνήσεις και να σου προωθήσω την μπίρα από καρδιάς. Πιστεύουμε ότι η ανθρώπινη επαφή είναι πολύ σημαντική. Κρασιά, οινοποιεία, τυροκομεία, έτσι το κάνουμε.
50 χρόνια Red Lion Pub
Η ζωή έχει μικρή διάρκεια. Φεύγεις και ορισμένα πράγματα που έπρεπε ή ήθελες να κάνεις δεν τα πρόλαβες. Μετά από 50 χρόνια, που θα φτάσεις στα 70, θα με θυμηθείς. Και κυρίως θα καταλάβεις τι εννοώ γιατί τώρα είσαι νέος, δεν μπορείς να το καταλάβεις. Φέτος κλείνουμε 50 χρόνια λειτουργίας και τον χειμώνα, που είναι η δυνατή μας σεζόν, θα έχουμε για ένα τρίμηνο πολλές εκδηλώσεις για να το γιορτάσουμε. Θέλω να έρθουν όλοι. Θέλω να ξαναδώ τους παλιούς, έχω πελάτες 85 χρονών και έρχονται να πιουν ένα ουισκάκι ή ένα λικεράκι. Πελάτες 30 και 40 χρόνων. Γι’ αυτό προσκαλώ όσους διαβάσουν αυτή τη συνέντευξη να έρθουν, θα τους περιμένω με αγκαλιά ανοιχτή!
The Red Lion Pub, Δευτέρα-Σάββατο, 20:00-02:00, Κυριακή κλειστά, 2107228149, Νηριήδων 16