- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Άραγε πότε μαθαίνεις να τρως σαν άνθρωπος;
Μερικοί (άνθρωποι) τρώνε κανονικά από τα γεννοφάσκια τους, ενώ άλλοι περνάνε από 40 κύματα μέχρι να στρώσουν
Οι διατροφικές συνήθειες των ανθρώπων ανάλογα με την ηλικία τους.
Όταν πήγα να δω για πρώτη φορά τον μεγάλο γιο μου ως φοιτητή, συναντηθήκαμε σε ένα φαστ-φουντάδικο και παράγγειλε μπέργκερ με αναψυκτικό-βάζο του λίτρου: πράγματα που δεν είχαμε ποτέ στο σπίτι, στο οποίο σπίτι μαγειρεύαμε κάθε μέρα, για να τρώει υγιεινά το παιδί. Δεν είχα σχολιάσει το γεύμα. Με τι μούτρα, άλλωστε; Πέρασα τα δικά μου 20s τρώγοντας κρακεράκια με γάλα, γιαούρτι και τσιπς, ή τούρτα αμυγδάλου για μεσημεριανό-βραδινό, κάποτε που έμενα απέναντι από ζαχαροπλαστείο (γιατί όχι; Η τούρτα μπορεί να είναι κυρίως γεύμα όταν πηδάς εντελώς το κυρίως γεύμα…)
Ο φοιτητής είναι εξ ορισμού κάποιος που τρώει σαβούρα, σάχλες, μπούρδες, πολλά πατατάκια για να σηκώνουν τις μπίρες, γκοφρέτες, συσκευασμένα κρουασάν και άλλα πλαστικο-ειδή σνακ. Είναι ο νούμερο ένα πελάτης του φαστ-φουντάδικου – τρώει βιαστικά κάτω από άσπρα σκληρά φώτα και δυνατή μουσική, για να τρέξει στις άπειρες δραστηριότητές του, βασικά στο σεξ που είναι αγαπημένη δραστηριότητα όταν είσαι 20-κάτι. Ποιος σκέφτεται να φάει, ή τι να φάει, όταν έχει σεξ στο πρόγραμμα; Κανένας, τουλάχιστον όχι σε αυτές τις ηλικίες τρελού καρναβαλιού.
Φίλη η οποία πέρασε φοιτητικά χρόνια στο Παρίσι εξηγούσε πως, μόλις παραλάμβανε το «συνάλλαγμα» (πόσο πίσω μας πάει τώρα!), έτρεχε να αγοράσει εισιτήρια για μεγάλες και μικρές συναυλίες. Ζήτημα να της έμεναν πέντε δεκάρες, και με αυτές έπρεπε να βγάλει τον μήνα. Θυμάμαι να κάνω το αντίστοιχο για συναυλία του Λου Ρηντ, που μου στοίχισε μεγάλη πείνα για έναν ολόκληρο μήνα. Αλλά αντέχεις, όταν είσαι 20κάτι, σιγά μη σκάσεις για κάτι τόσο μπανάλ όπως το φαγητό…
Τέλος πάντων, έμεινα έγκυος στα 30κάτι και εκεί ανακάλυψα κατάπληκτη τη χρησιμότητα των τροφίμων: ήθελα με μανία να δω μπροστά μου κρέας κοκκινιστό ξαφνικά, πράγμα απίστευτο, προσκυνούσα ένα συκώτι ψητό (!), χρειαζόμουν κάθε μέρα ψάρι, γαρίδες, σολομό, σπανάκι, μελιτζάνες και, όσο έφτιαχνε ο καιρός, πολλά παγωτά. Είχα την τρελή επιθυμία να φάω πατατοσαλάτα με φρέσκο κρεμμυδάκι και μαϊντανό, τσιροσαλάτα με μπόλικο άνηθο, μήλα ψητά στο φούρνο με μαύρη ζάχαρη και καρύδια, μπανάνες, ψαρόσουπες, κοτόσουπες, αυγά βραστά, κι άλλο σπανάκι. Εκτός που πεινούσα συνέχεια, ορίστε που έτρωγα σωστά, «υγιεινά» – πρωτεΐνες, λαχανικά και φρούτα. Εκεί απάνω έμαθα να φτιάχνω πέντε φαγητά, για να μην πεινάω, και επειδή ήθελα να ταΐζω σωστά το έμβρυο, όπως οι περισσότερες εγκυμονούσες. Μπήκα στην κουζίνα ως έγκυος – ήταν ένας χώρος που δεν τον δούλευα μέχρι τότε. Ο Άρης Παπαδόπουλος, φίλος δημοσιογράφος, είχε φέρει από την Αμερική ένα ψεύτικο λάχανο για να κρύβω μέσα τα λεφτά μου ή τίποτα μπιζού, και ως την πρώτη εγκυμοσύνη, ήταν το μοναδικό λαχανικό στο ψυγείο μου. Πλαστικό, αλλά καθησύχαζε τον μέσο διαρρήκτη, πείθοντάς τον ότι τρεφόμουν σωστά.
Μετά τη γέννα, έψαχνα συνταγές με θρεπτικά συστατικά και βιταμίνες που χρειάζεται ένα μωρό όσο θηλάζει, όπως και για να γίνει μπεμπάκι κι έπειτα παιδάκι και τέλος παιδί. Κανένα παιδί δεν χρειάζεται αναψυκτικά και μπέργκερ, για αυτό δεν τα έβαζα στη χρηστική πλέον κουζίνα μας – επιτρέπονταν «έξω», ευκαιριακά, αλλά όχι στο σπίτι. Τακτική που ακολουθώ μέσες άκρες από τότε, όχι πάντα με επιτυχία, μια και το τέικαγουεϊ, το «φαγητό απέξω», έχει μπει πια σε όλα τα σπίτια, ακόμα και σε αυτά που κλωτσάνε, καληώρα…
Στα πολλά χρόνια μαμαδοσύνης, τσίμπησα συνταγές από φίλους, συγγενείς και γνωστούς. Φτιάχνω κουλουράκια με τη συνταγή της θείας μας Άννας, που τα έστρωνε όμως πολύ όμορφα σε μισοφέγγαρα και μας τα έστελνε από την Καβάλα σε κουτιά ζαχαροπλαστείου. Έχω ένα τας-κεμπάπ με οδηγίες που άκουσα κάποτε από τον Ηλία Μαμαλάκη, σε συνδυασμό με αυτό που έφτιαχνε η γιαγιά και η μαμά μας. Μπουτάκια κοτόπουλου με κάρι όπως τα σκάρωνε ο Γιώργος Σταυριανός, του «Graffiti», όταν μας καλούσε για φαγητό. Κοτόπιτα της Δέσποινας Βανδή (φυσικά η Δέσποινα τη φτιάχνει καλύτερη…). Τα ψάρια τα κανονίζω όπως ο μπαμπάς μας, όσο γίνεται πιο απλά, το χταπόδι με οδηγίες φίλου Θανάση Τσιρταβή (αν και δεν το έχω πετύχει ποτέ όσο καραμελωμένο το φτιάχνει ο ίδιος, άρα σίγουρα κάτι μου κρύβει). Φτιάχνω πατατούλες μπεμπέ με δενδρολίβανο όπως τις είχε σκεφτεί η Όλγα Μαλέα σε κάποιο τραπέζι της. Οι συνταγές της Χρύσας Παραδείση, δώρο της γιαγιάς μας πριν τριάντα χρόνια, έχουν διπλασιαστεί με επιπλέον χαρτάκια, σημειώσεις, σελίδες περιοδικών και εκτυπωμένες οδηγίες για πράγματα που έφτιαξα μία φορά, ή καμία φορά, αλλά ποτέ δεν ξέρει κανείς, μπορεί να τα αναζητήσω όπου να ’ναι, όσα δεν είναι κέντημα με φραμπαλά και φιούμπες.
Ανάμεσα στην μία εγκυμοσύνη και στην άλλη, ή μάλλον ανάμεσα στα 90s, τα 00s και το Σήμερα, έφτασε στην Ελλάδα το fine dining, αναπτύχθηκε το gourmet, πήραν τα πάνω τους οι σεφ, το φαγητό έγινε continental, international, exotic cuisine, εκτός από την παραδοσιακή κουζίνα των γιαγιάδων μας την οποία ψάχνουμε αναζητώντας ρίζες. Πήγαμε όλοι σε ένα σκασμό εστιατόρια και δοκιμάσαμε πράγματα αρωματισμένα με τρούφα, κόλιανδρο, κουρκουμά, τζίντζερ, ή πιάτα που δεν υπήρχαν στα παιδικά μας χρόνια – κριθαρώτο, ριζότο (το λέγαμε «πιλάφι» παλιά), μάθαμε όρους όπως al dente, affogato, tagliatta, sous vide, amuse-bouche, antipasti, ceviche, wrap, tortilla, sushi, yakitori, samoza, gyoza… και περάσαμε ωραία τρώγοντας. Κυρίως, μάθαμε νέες γεύσεις, που συνδυάσαμε με τις παλιές και καταλήξαμε στον τρόπο που τρώμε. Μερικές φορές βαριόμαστε και τρώμε με άλλον τρόπο, ή δεν τρώμε, ή ξεφεύγουμε, ή κάνουμε γουρουνιές, ή ξεχνάμε – αλλά σε γενικές γραμμές, όσο μεγαλώνεις, τόσο καλύτερα τρως.
Μαθαίνουμε να τρώμε (ή «αποκτάμε διατροφικές συνήθειες») από γονείς, συγγενείς και φίλους όσο είμαστε παιδιά. Στην εφηβεία ανακαλύπτουμε την ελευθερία του χαρτζιλικίου – ότι μπορούμε να φάμε επιτέλους μια τυρόπιτα κι όχι λαχανοντολμάδες, που υπάρχουν στο σπίτι. Η τυρόπιτα δείχνει εξωτική, κι έχεις πήξει στον λαχανοντολμά, τον βαρέθηκες, θέλεις κάτι στο χέρι κι έξω από την πόρτα. Είσαι ήδη έξω από την πόρτα, απορείς γιατί η μαμά ή ο μπαμπάς σου ρωτάνε «Δεν θα φας κάτι…;» με ψιλή αγωνία στο μάτι, ενώ εσύ αρπάζεις ένα ταλιράκι από το μπουφέ και βγαίνεις. Για πέντε, δέκα ή δεκαπέντε χρόνια, θα ζεις με ακρίδες: με τις βλακείες που τρώμε όταν είμαστε πολύ νέοι και εντελώς αθάνατοι. Δεν παθαίνουμε αβιταμίνωση, δεν ενοχλεί το στομάχι μας, δεν έχουμε φουσκώματα, δυσπεψίες, κόψιμο, δεν χρειαζόμαστε έξτρα ασβέστιο, επειδή ο οργανισμός μας απορροφάει αυτά που χρειάζεται από τον κοπανιστό αέρα. Ή, από όσα έχουμε φάει ήδη, ως παιδιά. Έχουμε απόθεμα, αντέχουμε – τουλάχιστον μέχρι τα 30.
Σαν άνθρωπος που έμαθα να τρώω μετά τα 30, καταλαβαίνω τα παιδιά μου, που προτιμάνε «ένα wrap στο χέρι» από οτιδήποτε στο τραπέζι. Κι εγώ στην ηλικία τους στο χέρι έτρωγα, και στο πόδι, και μπούρδες – πολύ χειρότερα πράγματα από αυτά που τρώνε τα σημερινά παιδιά. Όσο για τον μεγάλο γιο, την επόμενη φορά που πήγα να τον δω και ρώτησα αν ήθελε να του μαγειρέψω κάτι, σήκωσε τους ώμους και απάντησε αδιάφορα, «Δεν φτιάχνεις καμιά φακή;» Και έφτιαξα μία ωραία παχιά φακή. Την οποία περιφρονούσα στα 15 και άρχισα να την προσκυνώ από τα 35 κι ύστερα, όπως κι άλλοι άνθρωποι που έμαθαν να τρώνε όταν έκοψαν τις πολλές-πολλές συναυλίες…