Θεματα

Μόνοι στο σπίτι: Τι μας πιάνει και τρώμε βλακείες;

Όταν είμαστε πολλές ώρες μέσα στο σπίτι, χειμώνα καιρό, έρχονται μερικές μέρες που τρώμε τα πάντα. Και νύχτες, επειδή είναι τόσο κοντά με τις μέρες.

Μανίνα Ζουμπουλάκη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γιατί τις νύχτες του χειμώνα μένουμε στο σπίτι και τρώμε ό,τι δεν έχει καμία θρεπτική αξία;

Μιλώντας με δύο φίλες στο τηλέφωνο ένα τυχαίο βράδυ Τρίτης ανακαλύψαμε ότι έχουμε φάει συνολικά όλη μέρα περί τις 500.000 θερμίδες. Και ούτε καν χρήσιμες, δεν μιλάω για καλές θερμίδες με Ωμέγα, βιταμίνες, ιχνοστοιχεία και μέταλλα. Είναι ζήτημα αν έφαγα ένα ιχνοστοιχείο μέσα στη μέρα, κι αυτό τυχαία, επειδή θα ήτανε κρυμμένο σε μισό πακέτο πατατάκια.

Το «μισό πακέτο» δεν είναι ως περιοριστικό μέτρο, απλώς είχε ξεμείνει μισό πακέτο από παλιότερη μάζωξη των εφήβων (παιδιών μου), κλεισμένο με λαστιχάκι για να μην παπαριάσουν τα πατατάκια, τα οποία είχανε παπαριάσει λίγο μόνο, στην άκρη, και άρα τα έφαγα. Υπήρχε χθεσινή φακή την οποία αγνόησα επιδεικτικά παρόλο που είναι γκουντ-φορ-γιού, και σαλάτα, την οποία έφαγαν τα προαναφερθέντα έφηβα, και μεσημεριανό «κινέζικο» κοτόπουλο με πράσα. Το «κινέζικο» επίσης μπαίνει σε εισαγωγικά επειδή είναι βασικά ένα ψιλοκομμένο στήθος σωταρισμένο στο τεφάλ με τρία πράσα, που είχανε ξεμείνει από τραπέζι μεγάλου γιου και αναρωτιόμουν αν πρέπει να τα πετάξω μέχρι που έπεσα σε συνταγή «κοτόπουλο με πράσα». Η συνταγή εννοούσε με πολλά πράσα, σαν φρικασέ, αλλά τρία είχαμε, αυτά έβαλα.

Το απόγευμα έψησα μερικά κακοχυμένα μπισκοτάκια επειδή ήθελα κάτι γλυκό, και δεν είχαμε κάτι γλυκό. Απλώς βαρέθηκα να περιμένω μια ώρα να σφίξει η ζύμη στο ψυγείο ώστε να την κόψω με κουπ-πατ, οπότε την έβαλα άσφιχτη στο ταψί, σα ροχάλες, με αποτέλεσμα να βγούνε σμπαράλια τα μπισκοτάκια, μπαρουτοκαπνισμένα, μια και άρπαξαν κιόλας, σα να μην έφτανε το χάλι τους. Τα φάγαμε επειδή τα χειμωνιάτικα απογεύματα είναι ωραίο να μοσχοβολάει το σπίτι ψημένα (έως και καμένα) μπισκότα, και τα ίδια χειμωνιάτικα απογεύματα χρειάζεσαι κάτι γλυκό για να έρθεις στα ίσα σου – έξω είναι καρα-σκοτάδι από νωρίς και δεν σου αρέσει καθόλου. Ενώ τα μπισκότα σου αρέσουν, καμένα-ξεκαμένα.

Ακόμα πιο βράδυ, και επειδή έχω τελειώσει το γράψιμο ενός βιβλίου άρα είμαι σε αγρανάπαυση, βρήκα ένα πακέτο ανάμικτα φιστίκια στο βάθος αραχνιασμένου ντουλαπιού από τα ψηλά που δεν τα φτάνω με αποτέλεσμα να ξεχνάω τι έχουνε στον βυθό τους: αν ανέβω σε μια καρέκλα κουζίνας τα φτάνω μια χαρά, αλλά όλοι προτιμάμε τα ντουλάπια που ψαχουλεύουμε χωρίς να βάλουμε καρέκλα, οπότε ξεμένουν κάτι μπαγιάτικα κουκουνάρια και αντιπαθητικά αμύγδαλα στις γωνίες. Τα αμύγδαλα και καρύδια όταν περνάει η μπογιά τους γίνονται άθλια, φαρμακώνεσαι μόνο που τα κοιτάς, ίσως επειδή έχουνε βιταμίνες και ιχνοστοιχεία ακόμα και υπέργηρα. Οι αδικίες της Φύσης.

Φωτογραφία: Jess Loiterton/ Pexels

Τα ανάμικτα φιστίκια «κοκτέιλ» του ψηλού ντουλαπιού ήτανε ληγμένα μήνες, αλλά έχουν αυτά τα κρατσανιστά πορτοκαλί κρακεράκια μέσα στο πακέτο που τα τσιμπάς ευχάριστα – κι εδώ, τα εισαγωγικά στο «κοκτέιλ» μπαίνουν με κοροϊδευτική διάθεση, μια και ΠΟΤΕ δεν έχω φτιάξει κοκτέιλ στο σπίτι για να τα συνοδεύσω με ξηρούς καρπούς κατάλληλους για κοκτέιλ, επομένως είναι απλά φιστίκια, κρακεράκια, κάτι φλούο πράσινα μπιζέλια που τα βγάζω στην άκρη και κάτι πολύ σκληρά καλαμπόκια που επίσης σπάνε μασέλα του Ντορή. Μετά την πρώτη χαρτοπετσέτα, συνειδητοποιώ ότι τίποτα δεν τρώγεται και τα πετάω όλα, μαζί με τη χαρτοπετσέτα.

Την οποία χαροπετσέτα παίρνω αντί για πιάτο, για την ψευδαίσθηση «δεν τρώω, να, έβαλα δύο τρία χρωματιστά πράγματα σε ένα χαρτί επειδή μου φτιάχνουν τη διάθεση και τα πάω βόλτα μέχρι το σαλόνι». Μετά έφαγα το μισό πακέτο πατατάκια, ενώ η φίλη μου έτρωγε ένα πυρέξ (μεσαίο, όχι οικογενειακό) με σπιτικό μπράουνι που είχε φτιάξει επειδή ήθελε κάτι γλυκό. Όταν θέλεις κάτι γλυκό και έχεις στο σπίτι κουβερτούρα, αυγά, αλεύρι, βανίλια, μπέικιν, γάλα, βούτυρο και κρέμα γάλακτος είναι εύκολο να φτιάξεις κάτι γλυκό (ή να καθίσεις να τα φας όλα αυτά χώρια) αλλά συνήθως σου λείπει ένα απαραίτητο συστατικό, και το αντικαθιστάς με κάτι μη απαραίτητο που στα κάνει χαλάστρα, μερικές φορές και σκατά.

Φωτογραφία: Sander Brwrs/ Pexels

Αλλά ας επιστρέψουμε στη χαρτοπετσέτα. Στην οποία έβαλα δύο βερίκοκα αποξηραμένα χωρίς κουκούτσι και μερικά κριτσίνια επειδή είχε περάσει ώρα από τα πατατάκια/κοκτέιλ/μπισκοτάκια, και δεν είχα όρεξη να φάω φακή, απαπά, είναι βαριά για το βράδυ, οπότε έφτιαξα ένα τοστάκι. Χωρίς βούτυρο, μας είχε τελειώσει, για αυτό και δεν έφτιαξα άλλωστε μπράουνι (εκτός που δεν είχα ούτε κουβερτούρα). Η άλλη φίλη μου μερικά χιλιόμετρα πιο μακριά είχε φτιάξει τσιζ-κέηκ αλλά κι αυτή δεν είχε βούτυρο, η βάση λέει της έγινε λίγο στουπέτσι, σα να μασούσε πριονίδι, και παρόλα αυτά την έφαγε. Τη βάση, γιατί δεν είχε τα υλικά να φτιάξει το από-πάνω του τσιζ-κέηκ, που είναι όλα τα λεφτά.

«Μα γιατί τρώμε αυτές τις μπούρδες;» ρώτησε συγχυσμένη κατά τα μεσάνυχτα, που είχαμε καούρες και οι τρεις, εγώ από τα «κοκτέιλ», η μία από το μπράουνι και η τρίτη από το τσιζ-κέηκ-χωρίς-τσιζ.

Καμία μας δεν είχε απάντηση. Αλλά και οι τρεις κυκλοφορούσαμε με μια άδεια χαρτοπετσέτα και ψάχναμε κάτι νόστιμο να της βάλουμε απάνω, που να μην είναι φαί-φαί, να μην έχει καμιά θρεπτική αξία, και να κάνει το χειμωνιάτικο βράδυ να φαίνεται λίγο πιο νόστιμο. Έστω λίγο πιο τραγανό…