- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γιατί οι Αθηναίοι αγαπούν τόσο το brunch;
Το brunch είναι μια ιστορία χαλαρή και παρεΐστικη που τραβάει ώρα
Brunch: Η αγαπημένη συνήθεια των Αθηναίων και οι φωτογραφίες που ανεβάζουν στο ίνσταγκραμ.
«Το μπραντς, ναι, παίζει πάαααρα πολύ», διαβεβαιώνει η κόρη μου (13) με το κινητό στο χέρι. Και αραδιάζει τουλάχιστον πενήντα «καυτά» μέρη στην Αθήνα που σερβίρουν μπραντς με μεγάλη επιτυχία. «Αυτά τα κιουτ καφέ-εστιατόρια στο κέντρο», λέει, «κι ένα σωρό άλλα, παντού, είναι πολύ….»
Της μόδας; Ιν; Τρέντι; Καμία από αυτές τις λέξεις δεν είναι πια της μόδας, ιν ή τρέντι, οπότε τις αφήνουμε να βουλιάξουν στην αχρηστία – το θέμα είναι ότι οι Αθηναίοι πηγαίνουν για μπραντς λες και είναι πάλι τα 90s. Τότε ακούσαμε για πρώτη φορά τη λέξη «μπραντς», και τρέξαμε να τα φάμε όλα ορεξάτοι, κυρίως σε εστιατόρια μεγάλων ξενοδοχείων που σερβίρανε πρώτα-πρώτα brunch, με την παραδοσιακή έννοια… αν και, με κάπως μη παραδοσιακό τρόπο. Το συγκεκριμένο γεύμα, συνδυασμός πρωινού και μεσημεριανού, άρχισε να σερβίρεται στα ξενοδοχεία από 9.00 το πρωί ως τη 1.00, επίσημα, αλλά συχνά και ως τις 3.00-4.00 το μεσημέρι, κυρίως σε ξενύχτηδες πελάτες των μπουζουξίδικων και κλαμπ. Μιλάμε για τη δεκαετία του ’90: αν έφευγες από το γλέντι χαράματα, σερνόσουν σε μεγάλο ξενοδοχείο και έτρωγες «μπραντς» λες και ήσουν στη Νέα Υόρκη.
Λέγεται ότι από εκεί ξεκίνησε η ιδέα: η εφεύρεση του «μπραντς» αποδίδεται στον δημοσιογράφο Franc Ward O’Malley που έγραφε στη νεο-υορκέζικη εφημερίδα “The Sun” από το 1906 ως το 1919. Οι δημοσιογράφοι τότε ξυπνούσαν αργά το πρωί, ακούστε κάτι πράγματα, και έτρωγαν αργά το πρωινό τους επειδή είχανε ξενυχτίσει και σκυλο-πιεί το προηγούμενο βράδυ. Αυτό το αργό πρωινό ονομάστηκε «brunch» (breakfast+lunch) και μάλιστα πέρασε έτσι στις περισσότερες γλώσσες – είτε ως συνδυασμός των δύο λέξεων είτε ως «brunch», με την αγγλική λέξη. Που στο μεταξύ την είχε υιοθετήσει η Αγγλία με όλα της τα παρακλάδια και ο Καναδάς – μέχρι σήμερα, στον στρατό των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας και του Καναδά σερβίρεται brunch/μπραντς τις Κυριακές στους στρατιώτες, μονιμάδες και περιστασιακούς.
Τέλος πάντων, για 15-20 χρόνια το μπραντς ήτανε μια ωραία αθηναϊκή συνήθεια (στη Θεσσαλονίκη, το λέγανε απλώς «μπουγάτσα με πολλούς φραπέδες»). Περιλάμβανε τα πάντα, από καφέ κάθε είδους και αυγά μαγειρεμένα με διαφορετικούς τρόπους, πίτες, αλλαντικά, κρουασάν, τηγανίτες, κέικ, τυριά, χυμούς και οπωσδήποτε Bellini*, ένα πορτοκαλί κοκτέιλ με Prosecco και χυμό βερίκοκου ή ροδάκινου. Φτιάχνεται και με σαμπάνια, αλλά το παραδοσιακό είναι με κρασί Prosecco, όπως είχε πρωτο-συνθέσει δηλαδή το Bellini ο Giuseppe Cipriani**, ιδιοκτήτης του περίφημου Harry’s Bar στη Βενετία. Μάλλον το 1948, όταν έγινε μια μεγάλη έκθεση με έργα του ζωγράφου Bellini στη Βενετία, την πατρίδα του καλλιτέχνη, του μπαρ και του κοκτέιλ.
Σας ζάλισα με τα ιστορικά αλλά ψοφάω για κάτι τέτοια, έχω διαβάσει 500 σελίδες με πληροφορίες για το μπραντς και τις λυπάμαι να πάνε χαμένες, σόρι, σας γράφω το ρεζουμέ. Κάτι η κρίση, κάτι τα λοκντάουν, καιρό είχαμε να ακούσουμε για μπραντς στην Αθήνα. Μέχρι πρόσφατα που το ανέφερε η κόρη μου, και που οι φωτογραφίες από πολύχρωμα μπραντς έχουν ξεπεράσει και εκτοπίσει τις άλλες φαγώσιμες θεματολογίες των ινφλουέντζες (ξέρω ότι δεν είναι έτσι η λέξη αλλά μου θυμίζει ινφλουέντζα, τη γνωστή επιδημία, η οποία επίσης είναι κρίμα να πάει χαμένη…). Τα μεγάλα ξενοδοχεία σερβίριζαν πάντοτε μπραντς στα εστιατόριά τους και έχουν αποκτήσει εξπερτίζ, έστω κι αν σήμερα ανταγωνίζονται με τα εστιατόρια, καφέ μπαρ, μπιστρό, ρεστοράν και στέκια της πόλης… τα οποία ανακάλυψαν ένα όχι-τόσο-νέο γεύμα, με πολλές ελευθερίες ως προς το δημιουργικό κομμάτι.
Αυτά που τρώνε σήμερα οι Αθηναίοι στα μπραντς έχουν τις ρίζες τους στα κλασικά πιάτα της δεκαετίας του ’90, που κι αυτά έχουν ιστορία: κλασικά αυγά ποσέ, τηγανητά ή Eggs Benedict***, τηγανίτες, μπέικον, τοστάκια, μαρμελάδες, κέικ και φρουτοσαλάτες με τα απαραίτητα κοκτέιλ… αλλά έχουν συμπληρωθεί με χιλιάδες παραλλαγές. Οι παλιές συνταγές αντέχουν πάντα – όλα τα μπραντς περιλαμβάνουν κρουασάν, όσο πιο γαλλικά τόσο καλύτερα –, απλώς οι σημερινοί σεφ πειραματίζονται με ένα γεύμα το οποίο, λόγω της ώρας, σηκώνει τολμηρότητες. Δεν είναι «σοβαρό», όπως το δείπνο, ούτε βιαστικό/χρηστικό, όπως το πρωινό, άρα δίνει στον σεφ περιθώρια να παίξει φτιάχνοντας ομελέτα με τρούφα, κοτόπουλο, χοιρινό, θαλασσινά, ρέγγες, τηγανητό ρύζι, μπουρεκάκια, γεμιστά πιτάκια και τρελά σφολιατάκια, muffins, donuts, pancakes, dumplings, springrolls, φρουτοσαλάτες, άλλες σαλάτες χωρίς φρούτα, τα πάντα όλα δηλαδή, από εκατό διαφορετικές ethnic κουζίνες που δύσκολα θα στριμώχνονταν έτσι αντάμα σε ένα γεύμα. Το καταφέρνουν επειδή ένα σωστό μπραντς δεν είναι γεύμα εργασίας ούτε γεύμα-στο-γόνατο, ούτε επίσημο, ούτε όμως πρόχειρο. Είναι μια ιστορία χαλαρή και παρεΐστικη που τραβάει ώρα, ενώ πατάει πάνω στην κατανάλωση αλκοόλ (είτε της νύχτας που κρατάει ακόμα, είτε της παρούσης). Και παρόλο που η ιδέα του μπραντς έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στην Αγγλία τη δεκαετία του 1930, ταιριάζει πολύ με την αθηναϊκή ιδιοσυγκρασία. Ίσως επειδή στην Αθήνα ζούνε κάμποσοι δημοσιογράφοι τελικά, και μάλλον έχουνε πολλούς φίλους, παρέες και διάθεση για εξόδους…
*Giovanni Bellini (1430-1516), σπουδαίος Βενετσιάνος ζωγράφος της Αναγέννησης. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Ιταλική Αναγέννηση, υιοθετώντας στοιχεία της ζωγραφικής από τις Κάτω Χώρες και εξελίσσοντας τις τεχνικές της εποχής. Μαθητής του ήταν ο Τισιάν (Tiziano Veccelli, 1488-1576), ο οποίος μάλιστα τον εκτόπισε προς το τέλος της ζωής του.
**Ο Giuseppe Cipriani βάφτισε έτσι το κοκτέιλ του επειδή το χρώμα του θύμισε μια μπέρτα σε διάσημο πίνακα του Bellini. Ανάλογα κοκτέιλ που κυκλοφορούν στα μπραντς είναι το Puccini, με χυμό μανταρινιού, το Rossini, με πουρέ φράουλας, και το Tintoretto, με χυμό ροδιού.
***Eggs Benedict είναι τα αυγά όπως τα έφτιαχνε το διάσημο εστιατόριο Delmonico’s στη δεκαετία του 1860, σύμφωνα με παραγγελία των αγαπημένων πελατών του, του ζεύγους Mr&Mrs Le Grand Benedict. Έτσι πήρανε το όνομά τους, και φτιάχνονται με διάφορους τρόπους.