- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μια ιστορική αναδρομή στη συνήθεια του φιλοδωρήματος
Τυπολατρική συνήθεια, παρωχημένο trend, μια ακόμη αφορμή για επιβολή του εγώ μας ή πράξη ευγνωμοσύνης και αλληλεγγύης; Η ερμηνεία της χειρονομίας του φιλοδωρήματος εμφανίζεται διαφορετικά σε κάθε κοινωνία και ανάλογα με εκείνον που βάζει τελικά το χέρι στην τσέπη, σε κάθε περίπτωση πάντως σίγουρο είναι πως στην Ελλάδα ποτέ δεν διήγε ένδοξες μέρες. Και είμαι σχεδόν σίγουρος πως αιτία δεν υπήρξαν οι όποιες -οικονομικά- δύσκολες μέρες μας.
Στην Αγγλία του 17ου αιώνα οι περιπλανώμενοι ταξιδιώτες που χρησιμοποιούσαν τα πανδοχεία για να ξαποστάσουν, έψαχναν να βρουν ένα τραπέζι κοντά στη φωτιά για να ζεστάνουν τα βρεγμένα τους ρούχα, αλλά και την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση με το ζεστό πιάτο σούπας που έφθανε εμπρός τους. Έτσι λοιπόν, έδιναν επιπλέον χρήματα στο προσωπικό προκαταβολικά, κατά την είσοδό τους στο πανδοχείο για να τους «προσέξει», όπως εδώ στην Ελλάδα έδιναν χρήματα στον μετρ στα μπουζούκια, για καλύτερη μόστρα και κανένα πεντάρι τοις εκατό έκπτωση στα λουλούδια.
Από την άλλη, οι Γάλλοι έδιναν ένα μικρό ποσό στους σερβιτόρους για να πάρουν κάτι «να πιούν» μόλις τελειώσει η βάρδιά τους. Εξού και το γνωστό σε όλους μας πουρμπουάρ (pourboire – για να πιει), κάτι που φέρνει στο μυαλό των άνω των τριάντα, τα κατοστάρικα που μας έδινε η γιαγιά ή ο παππούς για «να πάρουμε μια πορτοκαλάδα» ή αντίστοιχα αυτά που δίναμε στους μαστόρους στο σπίτι για «να πιουν μια μπίρα».
Και, όσο για την παλιά αριστοκρατία στην Ευρώπη, μπορεί να μην συνήθιζαν να φιλοδωρούν καθημερινώς το μόνιμο προσωπικό τους, όμως κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα τους έδιναν επιπλέον χρήματα για τις οικογένειές τους ή κάποιο προσωπικό δώρο για τους ίδιους· ένα ζευγάρι παπούτσια, ένα φουλάρι, έναν πίνακα ή ένα ρολόι, ως ένδειξη σεβασμού και ευγνωμοσύνης για την αγόγγυστη προσφορά των υπηρεσιών τους και τη διακριτικότητά τους, η οποία από τότε ήταν σε εκτίμηση.
Τα προβλήματα ξεκίνησαν στις ΗΠΑ, στη χώρα της ελευθερίας αλλά και των συγκρούσεων, φυλετικών και κοινωνικών. Οι μεγάλες οικονομικές ανισότητες εκφράστηκαν και με το φιλοδώρημα, το οποίο σε περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκε ως χειρονομία (οικονομικής, κοινωνικής, φυλετικής) επιβολής και παρενόχλησης. Η πλειονότητα των οικονομικά ισχυρών απαίτησαν την ακόμη μεγαλύτερη διαφοροποίησή τους από τους υπόλοιπους, χρησιμοποιώντας το φιλοδώρημα για να εκμαιεύσουν καλύτερες υπηρεσίες, προϊόντα και μεταχείριση, οι δυσαρεστημένοι από την «επέλαση των μαύρων» για να τους υποβιβάσουν και οι «πολύ άντρες» για να παρενοχλήσουν τις (κατά κύριο λόγο) σερβιτόρες σε παμπ και εστιατόρια. Διότι, κάποια στιγμή μπερδεύτηκαν από την κοινωνία εν συνόλω αλλά και από τα κατάλοιπα της πατριαρχίας, οι υπηρεσίες της σερβιτόρας με αυτές της κονσοματρίς.
Στα πιο κοντινά του οίκου μας, ενδιαφέρον έχει να δούμε τι συνέβαινε στην Οθωμανική αυτοκρατορία, της οποίας τα έθιμα μας χάρισαν δύο λέξεις φαινομενικά συγγενικές, πλην όμως εκ διαμέτρου αντίθετες· το πεσκέσι και το μπαξίσι. Και οι δύο περιλάμβαναν ένα δώρο, είτε χρηματικό, είτε υλικό, το πεσκέσι όμως προερχόταν από τους υπηκόους προς τον σουλτάνο, ενώ το μπαξίσι από το σουλτάνο προς τους στρατιώτες (συνήθως τους Γενίτσαρους). Στην πρώτη περίπτωση ήταν δείγμα αλληλεγγύης προς τον σουλτάνο, ενώ στην δεύτερη, προσδοκίας αλληλεγγύης.
Οι περισσότεροι αναγνώστες φαντάζομαι πως δεν ζούσαν το 1922 στην Ελλάδα όταν καθιερώθηκε το φιλοδώρημα από το «Πρωτόκολλον περί καθορισμού του διά ποσοστού 10% επί των λογαριασμών φιλοδωρήματος των υπαλλήλων εστιατορίων και ζυθεστιατορίων», μεταξύ του «Συνδέσμου Υπαλλήλων Εστιατορίων και Ζυθεστιατορίων Αθηνών – Πειραιώς και του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας»:
«Εγκρίνει την εφαρμογήν εν τοις εστιατορίοις και ζυθεστιατορίοις των Αθηνών, Πειραιώς και Περιχώρων του φιλοδωρήματος διά ποσοστού 10% επί των λογαριασμών των πελατών, απαλλασσομένων των τελευταίων τούτων από παντός επιπροσθέτου φιλοδωρήματος. Ο πρόεδρος Γ. Χαριτάκης. Τα μέλη: Δ. Τοτόμης, Ε. Μπλέσσας, Α. Κρασσάς, Μ. Αργυρόπουλος. Εγκρίνεται. Εν Αθήναις τη 12η Αυγούστου 1922. Ο επί της Εθν. Οικονομίας υπουργός Λουκάς Κανακάρης Ρούφος»
Αυτά το 1922. Σήμερα όμως τι γίνεται;
Αφού οι παραπάνω κατοχυρώσεις πέρασαν από σαράντα κύματα, με τις επιχειρήσεις να οικειοποιούνται αυτό το 10%, τους υπαλλήλους να προσθέτουν παραπάνω χρήματα στους λογαριασμούς, τους συνδέσμους να διαμαρτύρονται και το υπουργείο να ανακοινώνει σαφάρι ερευνών αισχροκέρδειας έναντι όλων, σήμερα είναι στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια των πελατών να αφήσουν ή όχι φιλοδώρημα, όπως και το ύψος αυτού.
Γιατί όμως να αφήσω φιλοδώρημα;
Το φιλοδώρημα δεν είναι μια ακόμη εθιμοτυπική χειρονομία, ούτε αποτελεί κοινωνικό ορμέμφυτο, έχει και ουσία. Ή θα έπρεπε να έχει. Κι αυτό διότι όλοι μπορούν να προσφέρουν μια επί αμοιβής υπηρεσία. Όμως μπορούν να το κάνουν πλημμελώς, όπως έχει συμφωνηθεί ή προσφέροντας ακόμη καλύτερες/περισσότερες υπηρεσίες από αυτές που είναι απαραίτητες. Στην πρώτη περίπτωση έχετε το δικαίωμα να μην τους πληρώσετε, στη δεύτερη είστε υποχρεωμένοι να τους εξοφλήσετε και στην τελευταία θα είστε γάιδαροι αν δεν αναγνωρίσετε τον ζήλο αυτόν.
Διότι στο βενζινάδικο ο υπάλληλος δεν είναι υποχρεωμένος να σας πλύνει το παρμπρίζ, στο καφέ ο σερβιτόρος δεν οφείλει να σας αδειάζει κάθε πέντε λεπτά το τασάκι που εσείς οι ίδιοι παλεύετε να γεμίσετε, όπως υποχρεωμένος δεν είναι ούτε κι ο μπάρμαν να σας διηγηθεί ιστορίες από την Καλιφόρνια του ’30 ή να σας κρατάει παρέα, όσο περιμένετε τους φίλους σας. Όπως, σαφέστατα, δεν είστε κι εσείς υποχρεωμένοι να τον «φιλοδωρήσετε».
Ούτε και πρέπει να φιλοδωρείτε αφειδώς και ανεξαρτήτως υπηρεσίας, θα προσθέσω. Όπως δεν πρέπει και το φιλοδώρημα αυτό να αντικαθιστά χρήματα που θα έπρεπε το κράτος ή οι επιχειρήσεις να προσφέρουν στους εργαζομένους τους. Διότι σε αυτές τις περιπτώσεις, δίνουμε φιλοδώρημα από λύπηση ή λόγω ταξικής ενοχής, αιτίες που εξ αρχής είναι απαράδεκτες. Ομοίως απαράδεκτη θα πρέπει να θεωρείται και η «απαίτηση» για φιλοδώρημα, συνήθως από «έμπειρους» σερβιτόρους, «περπατημένους» γκρουμ ξενοδοχείων, παρκαδόρους, κοκ.
Τέλος, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως υπό συνθήκες το φιλοδώρημα ενισχύει την παραοικονομία με τη διακίνηση «μαύρου χρήματος» και φυσικά ελαφρύνει τη φορολόγηση του εργοδότη, αλλά και του εργαζόμενου, σε περιπτώσεις που συμπεριλαμβάνεται στη συμφωνία μεταξύ των δύο, αφού δε φορολογείται.
Το πιο σημαντικό όμως είναι πως, πολλές φορές, ένα μεγάλο χαμόγελο ευγνωμοσύνης και ένα «ευχαριστώ, παρακαλώ» είναι εξίσου σημαντικά όσο και το πλουσιότερο φιλοδώρημα.