Θεματα

Ο χαφιές, ο φούρναρης κι άλλες οικογενειακές ιστορίες

Η κοινωνία της γεύσης από τον Κώστα Τσίγκα

Κώστας Τσίγκας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πριν από αρκετά χρόνια, προτού όλα τα περιοδικά αποκτήσουν αφιερώματα στο φαγητό, πολύ πριν το διαδίκτυο μας κάνει όλους μαγείρους και μας μυήσει στη χαρά της ποδιάς, το καθημερινό φαγητό ήταν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και αποτέλεσμα συμβιβασμών χωρίς να εισάγονται στις αποφάσεις στοιχεία διατροφικής «καλοσύνης», παρά μονάχα σκέψεις μικροαστικές που αφορούσαν κυρίως τους μουσαφίρηδες και το Κυριακάτικο τραπέζι.

Χαρακτηριστικό αυτής της διαδικασίας, και μιλάμε για τον αστικό χώρο, ήταν η πρακτική του να πηγαίνουμε το φαγητό να ψηθεί στο φούρνο κάτι που με τα σημερινά δεδομένα ακούγεται αδιανόητο και επιλήψιμο απέναντι στις μαγειρικές «επιταγές» της εποχής μας. Αλήθεια έχει αναρωτηθεί κανείς πόσα μυστικά γνώριζε ο φούρναρης της γειτονιάς μέσα από αυτή την διαδικασία; Ίσως περισσότερα και πιο ουσιαστικά από τον περιπτερά που στο τέλος-τέλος αν και ο επίσημος χαφιές της γειτονιάς το μάξιμουμ που μπορούσε να γνωρίζει ήταν η εφημερίδα που διάβαζε κάποιος και τα τσιγάρα που προτιμούσε.

n

Όμως, ο φούρναρης, γνώριζε λεπτομέρειες που πραγματικά μπορούσαν να καταγράψουν την καθημερινότητα μιας οικογένειας. Πρώτα-πρώτα γνώριζε την οικονομική δύναμη του σπιτιού. Αν το κρέας εμφανίζονταν στο ταψί πολύ περισσότερο από τα γεμιστά, τότε το σπίτι είχε οικονομική δύναμη. Μπορούσε επίσης να γνωρίζει τις μαγειρικές ικανότητες της μαγείρισσας του σπιτιού με κάθε λεπτομέρεια, όπως επίσης και κάθε πότε εμφανίζονταν καλεσμένοι στο σπίτι, -από την ποσότητα του φαγητού,- την ώρα που οι καλεσμένοι θα έρχονταν και τον αριθμό τους. Επίσης μπορούσε να γνωρίζει τις διατροφικές ιδιαιτερότητες της οικογένειας και μάλιστα, για να το τραβήξουμε και λίγο παραπάνω, αν συνεργαζόταν με την τοπική ΕΒΓΑ και τα υπόλοιπα μαγαζιά της γειτονιάς, θα μπορούσε να έχει το πλήρες προφίλ ενός σπιτιού. Ας βάλουμε λοιπόν την ιστορία σε σωστή βάση. Ο πραγματικός χαφιές της γειτονιάς ήταν ο φούρναρης και όχι ο περιπτεράς.

Στις μέρες μας ο ιστορικός και κοινωνιολογικός «ξεπεσμός» του φούρναρη από την καθημερινή μαγειρική διαδικασία, είναι σύμπτωμα και σύμβολο, όπως και το ίδιο το φαγητό για το πώς οι άνθρωποι που μεγάλωσαν στην ίδια οικογένεια και την ίδια γειτονιά διαφοροποιούνται δραματικά καθώς αυτός ο «ενοριακός» ιστός σιγά-σιγά μεταλλάσσεται και σπάει.

n

Η «οικογένεια» έβαζε το φαγητό στο τραπέζι για να «φάμε» και όχι για να μάθουμε τη θερμιδοφορία ενός πιάτου ή την καταγωγή ενός συστατικού. Ήταν μια λογική και παράδοση βγαλμένη απευθείας από την καρδιά της Χριστιανικής παράδοσης και το Μυστικό Δείπνο. Κανείς δεν συζητά για την μαγειρική πλευρά του Μυστικού Δείπνου και πιθανά κανείς δεν έγραψε κριτική για τα πιάτα που σερβιρίστηκαν εκείνο το βράδυ.

Η οικογένεια πια δεν έχει σαν βασικό της χαρακτηριστικό την συγκατοίκηση αλλά εκφράζεται μέσα από την ελεγχόμενη απόσταση, δηλαδή από μια πολύπλοκη θέσμιση σχέσεων και εννοιών. Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς ότι συμβαίνει και με το οικογενειακό τραπέζι το οποίο έχει πάρει σχεδόν αποκλειστικά συμβολικό χαρακτήρα, γιατί η απουσία της «συγκατοίκησης» και της «κοινότητας», τόσο συμβατικά όσο και ιδεολογικά, το έχει κάνει να είναι σπάνιο.

Βρισκόμαστε σχεδόν πάντα σε λάθος χώρο και σε μεγάλη απόσταση από το «μεγάλο» οικογενειακό τραπέζι, όχι τόσο γιατί μας λείπει ο χρόνος ,αλλά κυρίως γιατί ο χρόνος μας οργανώνεται με βάση άλλες προτεραιότητες.

Το καθημερινό οικογενειακό τραπέζι έχει μετατραπεί σε Κυριακάτικο τραπέζι και αυτό με τη σειρά του στο τραπέζι του εύκολου γεύματος. Μόνο τις ημέρες των γιορτών η συνειδητή και ασυνείδητη ενοχικότητά μας απέναντι στην οικογένεια μάς εξαναγκάζει να παρουσιαστούμε σε ένα έντονα σκηνοθετημένο οικογενειακό-γιορτινό τραπέζι το οποίο ενώ αντικειμενικά στην καθημερινότητά μας αποτελεί μια ρομαντικοποίηση του παρελθόντος, την ίδια στιγμή μοιάζει με τον χαμένο και μακρινό παράδεισό μας.

n

Ενώ χαιρόμαστε την δομημένη αναρχία της καθημερινότητάς μας, μας λείπουν έντονα οι κανόνες και οι όροι παρουσίας στο οικογενειακό τραπέζι, όπως ακριβώς μας λείπουν και οι απλές γονικές φωνές, «το φαγητό είναι έτοιμο», που έλυναν μυστηριωδώς κάθε πρόβλημα που περιτριγύριζε τη ζωή μας. Παρά τις «παρεμβάσεις» των ειδικών περί της σπουδαιότητας του οικογενειακού τραπεζιού, η παρουσία του γίνεται όλο και μικρότερη στη ζωή μας και αυτό που μένει δυστυχώς είναι μια σειρά από μνήμες που αποτελούν και βασικό στοιχείο αυτού που αποκαλούμε οικογενειακή ταυτότητα.

Ο Tzvetan Todorov στο βιβλίο του για την «κατάκτηση της Αμερικής» γράφει πώς η πολιτισμικότητα μπορεί να διαβαστεί μόνο μέσα από τα μάτια του «άλλου» και ιδιαίτερα από τα μάτια των αισθήσεων του άλλου. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα έντονο και συγκινησιακά φορτισμένο, όταν ο «άλλος» είναι η ίδια σου η οικογένεια, ο αδελφός, η αδελφή, ή η μητέρα και μέσα από την απόκλιση, έστω και στο φαγητό, μπορείς να δεις την διαφορετικότητά σου.

Ναι, πιθανά η παιδική μας ηλικία είχε βάση τις γεύσεις που στην πραγματικότητα βασίζονταν στις δυνατότητες και τα κέφια του φούρναρη, αλλά ποιος νοιάζεται γι αυτό όταν μπορεί να προσκαλέσει την οικογένεια για φαγητό στο αγαπημένο του κινέζικο εστιατόριο ή στο νέο σουσάδικο που μόλις άνοιξε στη γειτονιά;

To φαγητό μας ενώνει...ή μας χωρίζει ανάλογα με το πόσο θα αντιδράσει «αυτή η καταπληκτική μαγείρισσα», η μαμά.