Θεματα

Όταν ο Ρατατούι έγινε Blogger

Η κοινωνία της γεύσης από τον Κώστα Τσίγκα

Κώστας Τσίγκας
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τα τελευταία χρόνια, θα νόμιζε κανείς, πως η ζωή μας έχει μετατραπεί σε ένα καθημερινό δράμα γύρω από τα καυτά μάτια της κουζίνας και τον πάτο της κατσαρόλας. Αυτό γιατί, όπου και να γυρίσουμε το μάτι μας, όπου και να στραφεί η μύτη μας, όπως και να τοποθετηθεί η γλώσσα μας, τα πάντα κινούνται γύρω από το φαγητό.

Αν ερχόταν σήμερα ο Thomas Jerome Newton στη γη, (ο David Bowie στο The Man Who Fell to Earth), δεν θα έψαχνε τρόπους να στείλει νερό πίσω στον πλανήτη του, αλλά πρώτα θα προσπαθούσε να μας σώσει από την συλλογική βουλιμία και ακατάσχετη λαιμαργία από την οποία καθώς φαίνεται πάσχουν όλες οι αισθήσεις και το στομάχι μας.

Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από το φαγητό, οι φαντασιώσεις μας δομούνται από αυτό, η βαρεμάρα μας εξαρτάται από την μαγειρική και κάθε λέξη που γράφεται είναι σαν να έχει θέμα το φαγητό. Ευτυχώς ίσως που το Mundial ξεκλέβει λίγο από την προσοχή μας. Αλλά τι λέω...υπάρχουν και οι συνταγές του Mundial, έτσι λίγο για να έχουμε και μια αίσθηση του μεγάλου κόσμου γύρω μας, γιατί ναι, επειδή πέρα από βουλιμικοί, είμαστε και politically correct, η γη είναι η χώρα μας.

Και επειδή μάλλον η πιο κρυφή μας θέληση είναι να γίνουμε υπέρβαροι καταναλώνοντας όσα περισσότερα madeleines γίνεται, -ναι όλοι μας μεγαλώσαμε με τα madeleines στην άκρη του τραπεζιού-, πρέπει με κάθε τρόπο να πραγματώσουμε τις φαντασιώσεις μας μέσα από την κατανάλωση φαγητού.

n

Ο Ρατατούι προφανώς βγήκε στον κυβερνοχώρο και έστησε μια τεράστια βιβλιοθήκη βαρεμάρας αποτελούμενη αποκλειστικά από συνταγές μαγειρικής, που όμως ποτέ δεν μαγειρεύονται και είναι εκεί μήπως και μπορέσει κάποιος να συνειδητοποιήσει πως το φαγητό και η μαγειρική βρίσκονται πέρα από την κατανάλωση. Βρίσκονται στο χώρο της ευχαρίστησης και της διαμόρφωσης κοινωνικών πρακτικών.

Μάλιστα ο Ρατατούι είχε προφανώς καταλάβει ότι όλη αυτή η ατελείωτη βιβλιοθήκη είχε μόνο μία, συνεχώς αναπαραγόμενη συνταγή η οποία αντιγράφεται και παραλλάσσεται σαν ιός από κάποιο γαστροτρομοκράτη που αφιέρωσε τη δημιουργική του ζωή στη δική του συνταγή, δηλαδή το ρατατούι.

Αυτή η βιβλιοθήκη έχει και αρχιτεκτονικά στοιχεία μεταμοντερνισμού, μοιάζει με μια τεράστια κοιλιά- ακέφαλο το σώμα-, πάνω στην οποία έχει μεταφερθεί το στόμα και αποτελεί την κεντρική είσοδο του κτιρίου. Σώματα που τρώνε κλισέ και αναμασήματα με θέμα το φαγητό.

Τι είμαστε τελικά, αυτό που τρώμε, αυτό που δεν τρώμε, αυτό που δεν έχουμε να φάμε, αυτό που μας πιέζουν να φάμε, αυτό που βρίσκουμε να φάμε ή στην πραγματικότητα τρώμε αυτό που είμαστε;

Η απάντηση είναι απλή μόνο στα πλαίσια του νεοφιλελευθερισμού της μαγειρικής, όπου όλα έχουν στην «τελική» μια αξία/ τιμή είτε είναι προσωπική ή οικονομική.

Η γραφή με θέμα το φαγητό στη χώρα μας πέρασε και περνάει την κρίση της πριν ακόμη σχηματοποιηθεί. Πριν καλά καλά η έντυπη μορφή της θεσμηθεί, η κρίση την επηρέασε δραματικά όπως αυτό φάνηκε από την εξαφάνιση γνωστών περιοδικών, την μείωση της έκδοσης άλλων, και τον ασταθή βηματισμό της ανάμεσα στη συνταγογράφηση, το lifestyle και την εξυπηρέτηση επιχειρηματικών marketing. Το πέρασμά της στο διαδίκτυο ήταν εξαναγκαστικό με αποτέλεσμα την επαναληπτικότητα, την αντιγραφή, την αναπαραγωγή ξένων πολιτισμικά ιδεολογιών για το φαγητό, και την αντιμετώπιση/ χρήση της μαγειρικής σαν επαιτεία στη google. Οι εξαιρέσεις είναι φωτεινές αλλά ελάχιστες.

Δεν είναι τυχαίο ότι ένα κείμενο σε γνωστό μαγειρικό site της Αμερικής, ειδικά αν αυτό είναι και της δικής μας Αριάνας, Huffingtonpost.com, μέσα σε λίγα λεπτά από την δημοσίευσή του θα αναπαραχθεί σε όλο το ιντερνετικό φάσμα στην χώρα μας, με χιλιάδες ποσταρίσματα στο facebook κλπ. Αυτό βέβαια έχει σαν αποτέλεσμα να νομίζει κανείς πως σε αυτή τη χώρα όλοι μας τρώμε pancakes το πρωί, με μπόλικο maple syrup και λίγο sideorder από scrabbled αβγά, σχοινόπρασο και maple syrup.

Ακόμη- ακόμη και ο υποβόσκων εθνικισμός ή μάλλον γαστροεθνικισμός πολλών καθιερωμένων του χώρου, μάς ενημερώνει καθημερινά για τα tasting menus του Noma το απόγευμα κάποιας Τρίτης στη Δανία, ενώ την ίδια στιγμή δημοσιεύει κείμενα για την κουζίνα της Γιαγιάς και τις συνταγές από αλησμόνητα μέρη και ανεκπλήρωτες παιδικές επιθυμίες.

n

Η γραφή γύρω από το φαγητό είναι μια σχιζοφρενική σχεδόν προσπάθεια για την ανακάλυψη και αναζήτηση της αυθεντικότητας από τη μια και της δημιουργικότητας στο φαγητό από την άλλη. Ξεχνά όμως αυτή η γραφή, πως μέσα από αυτή τη διχοτόμηση αναπαράγει στατικά τις κοινωνικές αντιθέσεις. Το φαγητό και η μαγειρική δεν έχουν να κάνουν με την αναπαραγωγή του σώματος αλλά με το πώς αυτό το σώμα θα παράγει την δική του πραγματικότητα και θα ταυτοποιήσει την ύπαρξή του σε ένα απόλυτα ακατάστατο κόσμο.

Ο δανεισμός, για να χρησιμοποιήσω μια επιεική φράση, μετατρέπει αυτή την ανάγκη σε lifestyle και την φαντασία μας σε «αποικιοκρατούμενο χώρο» -όπως θα έλεγε ο Μαρκούζε-, από τους σπόνσορες. Μάλιστα ο δανεισμός για να σταθεί, χρειάζεται και μια αίσθηση, μεγάλη μάλλον, ηθικολογίας απέναντι στο φαγητό ή οποία νομιμοποιείται συνήθως μέσα από την φοβία, και αυτός είναι ο λόγος που συνεχώς το γράψιμο για το φαγητό περιέχει και μια τεράστια δόση άγχους, φοβίας και τρόμου απέναντι στις πρώτες ύλες και τον «ξεπεσμό» τους.

Η διαδρομή του φαγητού από την διαδικτυακή σελίδα στο πιάτο μας είναι μεγάλη, πολύπλοκη και γεμάτη ιδιαιτερότητες, γιατί μια ιστοσελίδα δεν είναι κουζίνα αλλά η αποτυπωμένη παραμόρφωσή της παρά τις έντονες προσπάθειες των bloggers να μας πείσουν για το αντίθετο. Είναι δύσκολο να μαγειρέψεις κλικάροντας και άλλο τόσο δύσκολο είναι να αποτυπώσεις εικονικά όχι μόνο τη διαδικασία αλλά και όλες τις μικρολεπτομέρειες της μαγειρικής μέσα στον κυβερνοχώρο.

Είναι άλλο τόσο δύσκολο να διαφοροποιηθείς μέσα σε αυτό το χώρο όταν όλα σχεδόν βασίζονται σε πανομοιότυπες τεχνολογίες που δεν σου ανήκουν, σε μηχανές αναζήτησης των οποίων τα αποτελέσματα εξαρτώνται από τη χρηματοδότηση ή κάποια άλλα τρικς, και όταν το περιεχόμενό σου βασίζεται σε μια αέναη αντιγραφή που στο τέλος καταλήγει να αναπαράγει και να νομιμοποιεί στα μάτια όλων μια συγκεκριμένη αντίληψη για το φαγητό που ξεκινά από εκείνους που μπορούν πραγματικά να πληρώσουν για το περιεχόμενο και δεν είναι άλλοι από αυτούς που ταυτόχρονα είναι και σπόνσορες.Η HTML μαγειρική είναι μια ακατάσχετη φλυαρία για χορτασμένους.

To blogging κάνει δυσδιάκριτα τα όρια του επαγγελματικού με το χόμπι, του δημόσιου με το ιδιωτικό, του νόστιμου από το αδιάφορο και μάλιστα με τρόπο παθιασμένο γιατί συνήθως οι bloggers γράφουν γι αυτό το οποίο αγαπάνε. Εδώ πιθανά βρίσκεται και η δύναμη του φαινομένου, δηλαδή στην έκφραση ενός πάθους την στιγμή που σε οργανωμένο εμπορικό περιβάλλον αυτό απαγορεύεται. Όμως όταν αυτό το πάθος ξεφεύγει έχουμε και την καρικατούρα του φαινομένου, blogging για αριστερόχειρες μαγείρους, blogging μαγειρικής για άνδρες με στυτική δυσλειτουργία ή μαγειρικό blogging για μαθηματικούς που έχουν χάσει κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή.

Η κουζίνα ιστορικά από κέντρο του σπιτιού μίκρυνε σιγά-σιγά με κερδισμένο το σαλόνι και επανέρχεται σαν πόρτα στην ευχαρίστηση και τον «μεγάλο» κόσμο εκεί έξω, μέσα από το διαδίκτυο. Ίσως σε αυτό βοηθά και το γεγονός ότι η κουζίνα σαν χώρος και σαν λειτουργία μας είναι οικεία, μας θρέφει την καθημερινότητα και αβασάνιστα μας βοηθά να ηρεμήσουμε μέσα σε έναν ακατανόητο κόσμο. Όμως πως να ηρεμήσεις όταν κάθε μέρα σε ψεκάζουν και «η επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά» έχει γίνει πραγματικότητα. Ελπίζω, τουλάχιστον, η συνταγή του Πάνου Κούτρα να ήταν αυθεντική. «Της μαμάς» που λέμε…