- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Χρήστος Σιάφκος, ο δημοσιογράφος με το «Τσουκάλι που γρυλίζει»
Ο δημοσιογράφος που άφησε τις εφημερίδες για να φτιάχνει μαρμελάδες και γλυκά στο Πήλιο
Ο Χρήστος Σιάφκος φτιάχνει τρομερές μαρμελάδες, γλυκά και φρουτένια επιδόρπια σε ένα χωριό του Πηλίου
Χίλια χρόνια δημοσιογράφος, με καριέρα στον Ελληνικό Τύπο, ο Σιάφκος τα παράτησε όλα κάποια στιγμή και έφυγε στην επαρχία, στα όρη στα άγρια βουνά… όπου φτιάχνει καταπληκτικά γλυκά, μοναδικές μαρμελάδες, ευφάνταστα φρουτένια επιδόρπια και άλλες λιχουδιές. Μαζεύει άγρια καρύδια (τα νοστιμότερα του κόσμου!), κρίταμα, θυμάρι και βοτάνια, όλα με την ετικέτα «Το τσουκάλι που γρυλίζει». Ο κύριος που ανακατεύει το τσουκάλι στο σκίτσο πάνω στα βαζάκια, είναι ο ίδιος ο καλλιτέχνης…
Ο Χρήστος Σιάφκος*, δημοσιογράφος, συγγραφέας και δημιουργός γλυκών λέει την ιστορία του με δικά του λόγια, από το ωραίο χωριό του στο Πήλιο:
« Όταν στα 19 μου χρόνια, έφυγα από την Ελλάδα για σπουδές στην Ιταλία, δεν ήξερα να βράσω ούτε αυγό. Τυπικός γιος ελληνίδας μάνας, πριν καν πεινάσω εύρισκα το πιάτο μπροστά μου. Από την άλλη μεριά του Ιονίου τα πράγματα δεν ήσαν εύκολα. Υπήρχε πάντα η λύση του φοιτητικού εστιατορίου, σιχαινόμουν όμως τις ουρές. Εναλλακτική λύση οι φτηνές λαϊκές ταβέρνες, οι πιτσερίες και βέβαια οι μακαρονάδες με κέτσαπ. Έχω φάει τόσο κέτσαπ στη ζωή μου που ούτε να το μυρίσω δεν μπορώ πια.
Εν πάση περιπτώσει, αναγκαστικά στην αρχή έμαθα να ψιλο-μαγειρεύω. Άλλωστε σύντομα αντιλήφθηκα πως αν ήξερες να φτιάξεις ένα πιάτο φαΐ τα επιχειρήματά σου απέναντι στις κοπέλες αυξάνονταν. Με τα χρόνια, πότε παντρεμένος, πότε μόνος και πότε σε σχέση, χωρίς ποτέ να το κάνω θέμα, άρχισα να περνάω καλά στην κουζίνα και μαζί με μένα να περνούν καλά κι άλλοι. Από πολύ νωρίς, χωρίς να είμαι κατοχικό παιδί, δεν μ’ άρεσε να βλέπω τις τροφές να πετιούνται. Κι εδώ κάπου ερχόμαστε στις μαρμελάδες. Έβλεπα φρούτα πεσμένα στο έδαφος να σαπίζουν και μου γύριζε το μάτι. Την τελευταία δεκαετία δε, με την πείνα που πέφτει στις πόλεις, όταν ο άλλος πρέπει να κάνει το σκατό του παξιμάδι, για να βάλει ένα φαΐ στο τραπέζι, μου γυρίζει ακόμα περισσότερο.
Στο χωριό τα φρούτα περισσεύουν. Γνωρίζομαι προσωπικά με δεκάδες άγριες μηλιές, συκιές, καστανιές και καρυδιές ελευθέρας βοσκής, βατομουριές, έχω φίλους που έχουν μπολιάσει κερασιές και αγκορτσές κι επιπλέον ξέρω και μια μικρή κοιλάδα, όπου κανείς δεν μαζεύει πορτοκάλια, λεμόνια και μανταρίνια, τα οποία πέφτουν στο έδαφος και σαπίζουν. Τα δε κρίταμα, τα σπαράγγια και τα τσιτσίραβλα, όρεξη και πόδια να έχεις την άνοιξη, τα βρίσκεις παντού.
Και κάπως έτσι, με το χρόνο που έφερε την πείρα και τη γνώση της περιοχής γεννήθηκε αυτό το «Τσουκάλι που γρυλίζει» και γρυλίζει γιατί είναι μεν κάπως απειλητικό αλλά δεν θέλει να κάνει κακό, αντιθέτως, μάλλον θέλει να βάλει κάποια πράγματα στη θέση τους, σαν κάποιους σκύλους που αφού γρυλίσουν σα να σου λένε “Ξέρεις ποιος είμαι εγώ”, μετά γίνονται χαλιά να τους πατήσεις. Ξέρετε, όλα μου τα χρόνια στη δημοσιογραφία (που ελπίζω πως δεν έχουν τελειώσει), σε εφημερίδες και περιοδικά, έβγαζα πάντα καλούς τίτλους. Νομίζω, ένας ακόμα.
Στον Λάφκο Πηλίου, όπου με παρέσυρε ο Δημήτρης Πιατάς και επισκέπτομαι εδώ και 30 χρόνια, ζω μόνιμα εδώ και 14 μήνες σ’ ένα χώρο που αγοράστηκε με την αποζημίωση από μια εφημερίδα και ολοκληρώθηκε με την αποζημίωση μιας άλλης. Και σας διαβεβαιώνω ότι αυτό που σε κάποιους φαίνεται βουνό, η μοναξιά, για μένα είναι χαρά. Έζησα όλη μου τη ζωή ανάμεσα σε πολύ κόσμο, σε πάρα πολύ κόσμο. Υπήρξα κλασικό παιδί του κέντρου της πόλης και λόγω δουλειάς αλλά και ιδιοσυγκρασίας, δεν κοιμόμουν συχνά πριν από τις τέσσερις το ξημέρωμα. Τώρα στις τέσσερις ξυπνάω. Και μέχρι να φωτίσει η μέρα βγάζω το μεροκάματο του γραφιά. Δουλειά πάνω στο νέο μυθιστόρημα, επιμέλεια σε παλιές μεγάλες συνεντεύξεις που θα βγουν σε τόμο, σχεδιάσματα επί χάρτου για ό,τι θα ακολουθήσει. Η συνέχεια έχει να κάνει με περπάτημα, το οποίο την άνοιξη αντέχει ως και τέσσερις ώρες. Κι όταν λέμε περπάτημα εννοούμε μονοπάτια και πλαγιές και ρέματα και κατσάβραχα, τα οποία πολλές φορές έχω μετρήσει με το πίσω μέρος του σώματός μου το οποίο έχει αποκτήσει απίστευτη ανθεκτικότητα.
Το απόγευμα είμαι στην κουζίνα και ανάλογα με την εποχή παίζω με τα φρούτα. Γράφω “παίζω” γιατί δεν αντιλαμβάνομαι σαν δουλειά αυτό που κάνω. Βεβαίως και όλο αυτό το πρόγραμμα μπορεί να έρθει τούμπα και να περάσω τη μέρα με φίλους ή να σκυλοβαρεθώ και να βλέπω ταινίες. Ως εξαίρεση όμως. Εν κατακλείδι ο χρόνος στο χωριό είναι πολύτιμος, γιατί η φύση καθορίζει και η μοναξιά μπορεί να γίνει απίστευτα δημιουργική αν ασκηθείς σ’ αυτή.
Και ναι στο πίσω μέρος του μυαλού μου είναι πάντα η Αθήνα. Δεν μου λείπουν τα θέατρα, οι κινηματογράφοι, οι αίθουσες συναυλιών. Μου λείπει η πόλη. Οι ατέλειωτες βόλτες στην ευρύτερη περιοχή γύρω από την Ακρόπολη και στο κέντρο. Μου λείπει το Μετς και η οδός Άγρας, οι λεμονιές στη συνοικία του Υμηττού και τα τρυφερά προσφυγικά, το Παγκράτι και το Κολωνάκι. Μου λείπουν οι καλημέρες στις τυχαίες συναντήσεις με φίλους και γνωστούς, τα μικρά καφέ, η αγκαλιά κάποιων φίλων, η συνωμοσία των σχέσεων. Όμως ξέρω πως είναι εκεί, πως δεν χάνονται και πως σε απόσταση χρόνου τεσσάρων ωρών μπορώ να τις ξαναβρώ.»
*Μπορείτε να βρείτε τον Χρήστο Σιάφκο στο Facebook: Χρήστος Σιάφκος.