- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μερακλίδικοι καφέδες στο παλαιότερο καφεκοπτείο της Καισαριανής
Από το 1938 μέχρι σήμερα το καφεκοπτείο που έψηνε για τα προσφυγικά αλέθει φρέσκο καφέ που τρυπάει τα ρουθούνια
Στο καφεκοπτείο «Γιάννης» στην Καισαριανή ψήνονται καφέδες από το 1938 μέχρι σήμερα
Αν έπρεπε να μιλήσω για την αγαπημένη μου συνήθεια μέσα στην καραντίνα, αυτή δεν θα ήταν το binge watching σειρών στο Netflix μέχρι να χαθεί η αίσθηση του χρόνου. Ούτε όμως και τα σετ κοιλιακών από κάποιο online fitness studio. Είναι η ώρα που στέλνω sms «6», παίρνω καφέ στο χέρι και βγαίνω για περπάτημα στην περιοχή, τώρα που οι δρόμοι είναι πιο ήσυχοι και μπορώ να παρατηρώ τις βιτρίνες των κλειστών καταστημάτων χωρίς βιασύνη. Ανάμεσα σε αυτές, τις προάλλες παρατήρησα το καφεκοπτείο «Γιάννης» στην Καισαριανή. Την προσοχή μου τράβηξε η παμπάλαια επιγραφή στην είσοδο «ΚΑΦΕΣ-ΖΑΧΑΡΩΔΗ» και έπειτα η μυρωδιά του ψημένου καφέ από τον παραδοσιακό μύλο πίσω από την τζαμαρία. Δεν είχα παρά να μπω μέσα.
Η κυρία Μαριάννα Ελεζιάδου είχε μόλις αδειάσει τον ωμό καφέ από τα σακιά και έφτιαχνε το χαρμάνι που ετοιμαζόταν να ψήσει στο καβουρδιστήρι. Το μαγαζί της στην Εθνικής Αντιστάσεως βρίσκεται εκεί που κάποτε, το μακρινό 1933, άνοιξε το «Καφεκοπτείο-Καφεπωλείο αδελφών Νίντου», λίγα χρόνια μετά το άνοιγμα του Λουμίδη και ένα από τα πρώτα της παλιάς Αθήνας. «Φτιάξαμε τη ζωή μας με βάση αυτό το μαγαζί. Κάποτε ήταν κομβικό σημείο συνάντησης στη περιοχή και ξακουστό σε όλα τα προσφυγικά. Άλλωστε πολλά προσφυγόπουλα τα είχαν βάλει οι Νίντοι στο μαγαζί για δουλειά. Τη δεκαετία του ’90 το αγοράσαμε εμείς από τους αδελφούς. Η ταμπέλα είναι από τότε, έχει το όνομα του Γιάννη του ανιψιού του Νίντου, ο οποίος με ένα ποδήλατο έκανε διανομή σε ολόκληρη τη Καισαριανή και τον ήξεραν όλοι «ο Γιάννης με το ποδήλατο». Έχω ακόμα πελάτες, υπερήλικες που ως μικρά παιδιά θυμούνται τους γονείς τους να ψωνίζουν στον Νίντο.»
Το κατάστημα του Νίντου, μαθαίνω, εκείνη την εποχή ήταν φημισμένο όχι μόνο για τον καφέ που έψηνε και έκοβε αλλά και για τα γλυκά καθώς και για τα κόλλυβα των μνημοσύνων. Οι αδελφοί Νίντου για την ακρίβεια μονοπωλούσαν τα μνημόσυνα των Καισαριανιωτών αλλά και του Παγκρατίου. Η ιστορία τους και η ικανοποιημένη πελατεία τους είναι τόσα χρόνια η μοναδική διαφήμιση και εγγύηση για τη πορεία της επιχείρησης, αφού ακόμα και στο google δεν βγάζει διεύθυνση ή κάποιο τηλέφωνο. Το κτήριο της επιχείρησης μπορεί να αναπαλαιώθηκε αλλά η κυρία Μαριάννα κρατάει ακόμα την συνταγή του Νίντου για τα χαρμάνια από το ’30.
«Ο καφές είναι συνταγή, και τη συνταγή αυτή οι πελάτες μου την έχουν χαραγμένη από τις παιδικές τους αναμνήσεις, γι’ αυτό και έρχονται σταθερά. Όχι μόνο οι Καισαριανιώτες αλλά απ’ όλη την Ελλάδα-αφού πολλοί μετακόμισαν-αλλά και από την Αυστραλία ή την Αμερική που έρχονται τα καλοκαίρια για να πάρουν καφέ στο ταξίδι, μιας και στις καινούργιες τους χώρες δεν βρίσκουν τον καφέ των γονιών τους. Ο ελληνικός είναι υγιεινός καφές, το ντισαβαντάζ του είναι ότι δεν ταιριάζει να τον πάρεις στο χέρι-θέλει την ώρα του να τον πιείς. Εγώ φτιάχνω ελληνικό για όλα τα γούστα, δηλαδή κλασικό, ξανθό, σκούρο ή μαύρο που συνήθως προτιμούν οι μετανάστες από Βαλκάνια. Φτιάχνω καφέδες για φίλτρο, για εσπρέσο ή καφέ χωρίς καφεΐνη.»
Τα υπόλοιπα «καλούδια» που μπορεί να βρει κάποιος στο καφεκοπτείο για τους περισσότερους από μας μοιάζουν σαν να έχουν ξεπηδήσει μέσα από το γυάλινο μπολ της γιαγιάς, αυτό που στο χωριό είχε πάνω στο σεμεδάκι ή σε κάποιο ντουλάπι. Καραμέλες του Λάβδα, γάλακτος με την αγελαδίτσα, τσάρλεστον, ούζου, η καραμέλα-φράουλα και οι «καραμέλες αστακός» που είναι γεμιστές με πραλίνα είναι μερικές μόνο από αυτές. Ανάμεσά τους και κάποιες χειροποίητες, κομμένες στο χέρι με το ψαλίδι. «Η πελατεία είναι από μια ηλικία και πάνω γι’ αυτό φέρνω και καραμέλες ειδικές για διαβητικούς», θα μου πει η κυρία Μαριάννα την ώρα που προσπαθώ να υπολογίσω τον αριθμό από τα όλα πολύχρωμα περιτυλίγματα στα βάζα. Έπειτα, γλυκά φρουί γλασέ, λουκούμια, καρύδες, σοκολατάκια κουβερτούρας, αποξηραμένα δαμάσκηνα και βερύκοκα, γλυκά του κουταλιού Κλωνή, μαστίχες για υποβρύχιο, τα γλειφιτζούρια ‘Κοκοράκια’, κουφέτα, κακάο και συμπυκνωμένοι χυμοί, συμπληρώνουν την γκάμα.
«Να σου δείξω τις καραμέλες του «ραντεβού»! Τα παλιά τα χρόνια τα κορίτσια έπαιρναν αυτές πριν βγουν με αγόρι γιατί άφηναν ωραία γεύση για το φιλί. Μια ηλικιωμένη μου έλεγε για το χαστούκι που έφαγε από τον πατέρα της όταν την έπιασε με τις καραμέλες αυτές και κατάλαβε ότι έβγαινε να συναντήσει κάποιον. Μια άλλη γιαγιά πάλι που ερχόταν και αγόραζε συνέχεια καραμελίτσες μαζί με τσάι, μια μέρα μου αποκάλυψε την συνήθεια που είχε. Κάθε απόγευμα που έφτιαχνε το ζεστό της αντί για ζάχαρη ή μέλι έριχνε μέσα μια καραμέλα. Αν ήταν κανέλα έδινε στο ρόφημα άρωμα κανέλας, αν ήταν ούζο έβγαζε γεύση ούζο και το τσάι, ανάλογα τα γούστα της κάθε φορά. Μια παλιά Σμυρνιά πάλι έπαιρνε δύο μπισκότα πτι μπερ, πίεζε ανάμεσά τους τα μεγάλα λουκούμια και σέρβιρε στους καλεσμένους της λουκούμια - σάντουιτς. Αυτή μου είχε πει ότι όταν πηγαίνεις καφέ ως δώρο για επίσκεψη, πρέπει να δίνεις και ζάχαρη μαζί γιατί ο καφές σκέτος είναι για κακές ώρες.»
Αυτές είναι κάποιες μόνο από τις ιστορίες με τους καθημερινούς διαλόγους στο καφεκοπτείο. Ο κόσμος θα μπει όχι απλά για να ψωνίσουν αλλά και να καλημερίσουν σαν να είναι από πάντα γνώριμοι με την κυρία Μαριάννα. Η Καισαριανή άλλωστε είναι από τις τελευταίες συνοικίες που βρίσκονται στα όρια του Δήμου Αθηναίων και που διατηρούν ακόμα τα ιδιαίτερα στοιχεία μιας αυθεντικής γειτονιάς της παλιάς Αθήνας, τότε που οι νοικοκυρές έπιναν το καφεδάκι τους στα μπαλκόνια δίπλα στις γλάστρες με τις φτέρες και ήξεραν με το μικρό τους τον περαστικό που περνούσε στον δρόμο από κάτω.
«Λέμε παραπάνω από τα τυπικά με τους πελάτες μου- οι μεγάλες κυρίες για να καταλάβεις μου λένε τι πίεση έχουν το πρωί. Κάπως έτσι ξέρουμε όλοι για όλους εδώ. Κάποια σπίτια στην Καισαριανή κρατάνε ακόμα τα παλιά τους χαρακτηριστικά, με το κεραμίδι και τις πίσω αυλές. Τα περισσότερα βέβαια πωλήθηκαν αντιπαροχές και έγιναν πολυκατοικίες, που για ένα διάστημα ήταν η πρώτη επιλογή φοιτητών και ηθοποιών γιατί είναι κοντά στο Κολωνάκι. Φέτος όμως κόπηκε η κίνηση με τον κορωνοιό. Στο πρώτο λοκντάουν ο κόσμος είχε σοκαριστεί. Έρχονταν όχι επειδή χρειάζονταν πραγματικά να πάρουν κάτι αλλά απλά για να ξεσκάσουν κι αγόραζαν μόνο 100 γρ καφέ ώστε την επόμενη να έρθουν πάλι για να πάρουν τον αέρα τους. Αυτή τη φορά όμως δεν έχουν να ξοδέψουν και φοβούνται ότι θα κρατήσει πολύ η καραντίνα, γι΄αυτό είναι συγκρατημένοι. Τα μαγαζιά σαν αυτό, τα έχουν δει όλα τόσα χρόνια. Συνεχίζουμε όμως να επιβιώνουμε επειδή εδώ βρίσκει κανείς πράγματα που δεν θα βρει εύκολα αλλού. Το αυθεντικά παραδοσιακό τελικά εκτιμάται».