Θεματα

Η γυναίκα πίσω από την πιο cult καντίνα της Αθήνας

Η κυρία Άννα μιλά για τα φθινοπωρινά βράδια δίπλα στην ψησταριά

Κατερίνα Καμπόσου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ιστορία μιας καντινιέρισσας: Η κυρία Άννα εδώ και 20 χρόνια ταΐζει τους ξενύχτηδες της Αθήνας και φέτος θα τη βρεις στην Ούλωφ Πάλμε

Τις νύχτες που περιμένει πίσω από την καντίνα, το ραδιόφωνό της είναι αναπόσπαστη παρέα. Τον χειμώνα φέρνει μαζί της μια σόμπα, το καλοκαίρι την αράζει έξω, σε μια πλαστική καρέκλα να χαζεύει την κίνηση στην Ούλωφ Πάλμε. Κάθε φορά, όμως, όταν χαράζει αφήνει το γκριλ, για να πιει τον καφέ της με τον ήχο του πρώτου λεωφορείου και τα γέλια από τους τελευταίους ξενύχτηδες του πάρτι. Η κυρία Άννα εδώ και 20 περίπου χρόνια είναι «καντινιέρισσα» σε μια από τις πιο καλτ καντίνες της πόλης, στην πύλη της Πανεπιστημιούπολης. Φτιάχνει «βρώμικο με περηφάνια», όπως μου λέει, καθώς ανάβει τα λαμπιόνια με τα οποία έχει γεμίσει το truck.

© Θανάσης Καρατζάς

Το σποτ

«Παλαιότερα ήμουν δίπλα στο Ποτάμι, ένα κουλτουριάρικο μαγαζί στον Κηφισό. Και πριν από αυτό, στην Πεντέλη πάνω στον περιφερειακό, έπιανα αυτούς που έρχονταν από την παραλία. Το στέκι που είμαι τώρα όμως δεν το αλλάζω. Με τα φωτάκια και τα χαλίκια κάτω είναι σαν να δουλεύει κανείς στην αυλή του, στο εξοχικό του ή σε σκηνικό για να γυριστεί κάποιο ρομάντζο. Δεν είναι μια καντίνα “στα χαμένα” να στέκει έρημη. Χαλαρώνω με τα τραγούδια μου, μυρίζω το άλσος, ακούω τα πουλιά αλλά το καλύτερο είναι όταν χαράζει, που ετοιμάζεται να ξυπνήσει η Αθήνα. Να έρθεις 05:00 η ώρα να πιούμε καφέ, να δεις πώς είναι».

© Θανάσης Καρατζάς

Η νύχτα

«Γύρω στις 10 το βράδυ έρχομαι να στήσω και μπορεί να μείνω ως τις 7 το πρωί άμα έχω πολύ ψήσιμο. Αυτό είναι το πρόγραμμα εδώ και 20 περίπου χρόνια και δεν έχω σκεφτεί ποτέ να αλλάξω δουλειά. Την ώρα που οι άλλοι ξυπνούν να φύγουν, εγώ γυρίζω σπίτι μου, παρέα με τον νυχτοφύλακα, τον μπάρμαν, τον αστυνομικό... Κοιμάμαι 5 ώρες και σηκώνομαι για τα ψώνια. Τον χειμώνα τη βγάζω με τη σόμπα μου δίπλα στη ψησταριά, το καλοκαίρι φέρνω την καρεκλίτσα μπροστά στον δρόμο για να κάνω χάζι όποιον περνάει. Είναι ωραίο να είσαι γυναίκα πίσω από καντίνα. Δουλεύοντας όμως νύχτα, έχω δει και τα καλά και τα στραβά- όλα είναι στο πρόγραμμα. Μια φορά με απείλησαν για να με κλέψουν και τους αγρίεψα να πάρουν δρόμο. Μια άλλη όμως μου την έστησαν και με έριξαν κάτω. Τότε φώναξα και έτρεξε ο ξάδερφός μου ο Γιώργος που έρχεται συχνά να με βοηθάει με τα κουβαλήματα στην καντίνα. Ένα καλοκαίρι ερχόταν κάποιος ανάποδα στο δρόμο και ξαφνικά το φούλαρε κατά πάνω μας. Λέω, πάει, θα διαλυθεί το μαγαζί. Σταμάτησε στο τσακ και κατέβηκε γιατί τελικά ερχόταν να φάει».

© Θανάσης Καρατζάς

Οι ξενύχτηδες

«Έρχονται ζευγαράκια φοιτητών, ακούνε τη μουσική που παίζει το ράδιο και πάνε λίγο παρακάτω να χορέψουν επειδή εδώ μπροστά ντρέπονται. Καμιά φορά ρωτάω τους πελάτες για να ξέρω τι γίνεται, “νυχτερινός είσαι ή πρωινός;” αφού δεν είναι όλοι τους party animals μετά από διασκέδαση. Έχει έρθει για σάντουιτς ο Λάκης με τα ψηλά ρεβέρ, ο Γιώργος Θεοφάνους, τηλεπαρουσιαστές, κοριτσοπαρέες που μου αναλύουν τα αισθηματικά τους και δίνω συμβουλές. Κάποιες τις δέχονται, άλλες όχι, αλλά πιανόμαστε φίλες και φτάνουν να μου λένε “αν μια νύχτα δεν δούμε την καντίνα θα σκάσουμε γιατί θα είναι τέλος εποχής”. Αγχώνονται γενικά για μικροπράγματα κι αυτό είναι λάθος, αφού αργά ή γρήγορα στη ζωή, το νερό μπαίνει στο αυλάκι. Έτσι συνέβη και στη δική μου. Από τη Σμύρνη της Μ. Ασίας, οι δικοί μου ήρθαν εδώ για να παλέψουν με υπομονή και μου έμαθαν να είμαι αισιόδοξη. Ζω στην Καισαριανή με τον πιτσιρίκο μου και μια γάτα, θέλοντας ανέκαθεν να ασχοληθώ με την εστίαση και τελικά κατάφερα να έχω τη δική μου καντίνα, όπως την είχα φανταστεί».

© Θανάσης Καρατζάς

Το βρόμικο

«Πολλοί το λένε “βρόμικο”, εγώ το αποκαλώ “βρόμικο-καθαρό” γιατί είναι μεν στη κατηγορία του βρώμικου αλλά δεν κινδυνεύεις κιόλας! Κάποτε ερχόταν συνέχεια ένα πιτσιρίκι, 10 χρονών που είχε αδυναμία στο χοτ ντογκ. Μεγαλώνοντας ήθελε να γίνει μουσικός αλλά τελικά έγινε μάγειρας και τώρα συζητάμε για συνταγές σως που βάζω στο βρώμικο. Σεφταλιά, πανσέτα, μπιφτέκι, μοσχάρι, τα έχω εντάξει στο μενού γιατί ξέρω ότι δεν είναι διαθέσιμα παντού και παίρνω ικανοποίηση να βλέπω τον άλλον να κόβει την πρώτη δαγκωνιά και να φαίνεται στο βλέμμα του ότι του αρέσει. Με την καραντίνα και τον κορωνοϊό για λίγο πάγωσαν όλα, ο κόσμος έγινε αγοραφοβικός. Με καλό καιρό όμως δεν αντέχεται το μέσα, θέλουν να βγουν να πάρουν “βρόμικο” στο χέρι και να γυρίσουν ποδαράτο την Αθήνα».

© Θανάσης Καρατζάς

Καντίνα, Είσοδος Πανεπιστημιούπολης, Ούλωφ Πάλμε