- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ένας ελληνικός καφές και χίλιες ιστορίες από τη γιαγιά Κατίνα
Όσες αναμνήσεις φέρνει ένας Λουμίδης…
Ο Λουμίδης κλείνει φέτος τα 100 του χρόνια και θυμόμαστε πόσες αναμνήσεις έχουμε να θυμόμαστε μαζί του
Κάθε απόγευμα, στις 5 ακριβώς, μετά τον μεσημεριανό ύπνο, ο παππούς μου έβγαινε στο μπαλκόνι με το άσπρο φανελάκι του, κι εκείνο το εσώρουχο που μου φαινόταν τόσο μα τόσο αστείο. Την περίφημη «σκελέα» ο παππούς δεν την έκοψε ποτέ, όπως δεν έκοψε και την απογευματινή συνήθεια του καφέ. Στις 16:55 η γιαγιά μου η Κατίνα έψηνε ήδη τον ελληνικό στο μπρίκι, εξασφαλίζοντας πάντα τις φουσκάλες που τόσο του άρεσαν. Στις 16:59 ο καφές είχε πια βρει τη θέση του πάνω στο τραπέζι με τον λουλουδάτο μουσαμά και ο παππούς είχε τεντωθεί δυο και τρεις φορές πριν κάτσει στη λευκή, πλαστική καρέκλα. Τότε μόνο παίρναμε τις θέσεις μας: η Κατίνα από τη μία, εγώ από την άλλη, στη μέση η τράπουλα και τα μπισκότα. Όσο εμείς παίζαμε ξερή, ο παππούς χάζευε τη θάλασσα στο βάθος, έκλεβε κανένα μπισκότο να βουτήξει στο βαρύ γλυκό του, και κάθε τόσο αναστέναζε: «Σταμάτα πια, χαρτόμουτρο θα το κάνεις το παιδί!». Έπειτα ρούφαγε μια θορυβώδη γουλιά από το πορσελάνινο φλιτζάνι.
Όταν ο Λουμίδης τελείωνε, σηκωνόταν, φόραγε εκείνο το χιλιομπαλωμένο «μπλου-τζιν» και τις λαστιχένιες γαλότσες και κατέβαινε στον κήπο να ποτίσει τις συκιές. Εγώ και το Κατινάκι παραμονεύαμε ήσυχες, χωρίς να βγάζουμε κιχ, και μόλις ακούγαμε το νερό στο λάστιχο να γουργουρίζει, αναποδογυρίζαμε το φλιτζάνι στο πιατάκι του.
«Για δες γιαγιά, θα φάω παγωτό το βράδυ, τι λέει, τι λέει το φλιτζάνι;», ρωτούσα με μάτια τεράστια από λαχτάρα τη Σμυρνιά γιαγιά μου κι εκείνη έλεγε: «Το βλέπεις αυτό εδώ; Αυτό το στρογγυλό που μοιάζει με μεγάλη καραμέλα; Παγωτό είναι!». Η γλυκιά, γιαγιά Κατίνα… Ποτέ της δεν μου χάλασε χατίρι, ποτέ δεν με μάλωσε, και προτού φύγει, πρόφτασε να με μάθει να φτιάχνω και ελληνικό. «Το μυστικό», έλεγε πάντα, «είναι να τον ψήνεις σε χαμηλή φωτιά κι έπειτα να τον χύνεις στο φλιτζάνι αργά-αργά, έτσι… Να, βλέπεις; Κοίτα φουσκάλες που έκανε! Πήγαινέ τον τώρα στον παππού σου».
Λένε ότι όταν φεύγει ένας άνθρωπος αγαπημένος, το πρώτο που ξεχνάς είναι η φωνή του. Αλλά εγώ τη φωνή της γιαγιάς Κατίνας την έχω ακόμα στα αυτιά μου, κι ας έχουν περάσει χρόνια ολόκληρα από την τελευταία φορά που την άκουσα. Ίσως γιατί αυτή η φωνή, μελιστάλαχτη και τραγουδιστή, μου ψιθύρισε τις καλύτερες ιστορίες. Ήταν μεγάλη παραμυθού η γιαγιά μου, έμπλεκε πρόσωπα και γεγονότα, και σκάρωνε επί τόπου τα ωραιότερα παραμύθια. Πότε της δεν χρειάστηκε τη βοήθεια της Κοκκινοσκουφίτσας, της Χιονάτης και κανενός Παπουτσωμένου Γάτου. Η Κατίνα φανταζόταν τους δικούς της χαρακτήρες, έπλεκε έναν μύθο γύρω τους, και ξεφούρνιζε τις ιστορίες της με τόσο γοητευτικό τρόπο, που με έκανε να την πιστεύω με όλη την παιδική ψυχή μου, ακόμα κι όταν από τα χείλη της έβγαινε το πιο παράλογο πράγμα: ναι, η γη μπορεί να ανοίξει για να καταπιεί όσα φοβάσαι, ναι ο κοκκινολαίμης που έρχεται τα πρωινά στο παράθυρο της κουζίνας, μιλάει όταν δεν τον ακούει κανείς (ήταν πονηρό το Κατινάκι!) και λέει κάτι απίθανες ιστορίες για γάτες, ναι, φυσικά και ναι, στο κόκκινο φως που ανάβει τα βράδια στο απέναντι βουνό μένει ένας γέρος νάνος, που ξέρει να κάνει μαγικά και έχει χιλιάδες, εκατομμύρια βιβλία στο σαλόνι του!
Τις έχω μέσα μου όλες αυτές τις ιστορίες, τις ακούω στο μυαλό μου κάθε φορά που ψήνω στο μπρίκι έναν Λουμίδη, μερακλίδικο όπως εκείνη, χαμογελώντας όταν βλέπω τις φουσκάλες, ακριβώς όπως κι εκείνη. Και πού και πού τις Κυριακές στις 5 το απόγευμα, αναποδογυρίζω το φλιτζάνι του σωμένου ελληνικού και βγάζω μια ιστορία από τα βάθη του, για το Κατινάκι που με έμαθε να αγαπάω τα παραμύθια και να φτιάχνω τους καλύτερους ελληνικούς καφέδες.