- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
BearFoot in the Park: Απόψε θα φάμε στου Γιάννη και στου Ρόμπερτ
Guerilla δείπνα και γαστρονομικές βόλτες για ξένους και Αθηναίους
Ο Γιάννης Μπουροδήμος και ο Ρόμπερτ Φίλιπς μας καλούν σε private dinners, μαθήματα μαγειρικής και γευσιγνωσίες τοπικών προϊόντων στο BearFoot in the Park.
Κι ενώ βρίσκεσαι στην πολύβουη λεωφόρο Δεκελείας στη Νέα Φιλαδέλφεια, διασχίζεις μία νησίδα, περνάς ένα κατώφλι και μπαίνεις κυριολεκτικά μέσα σε έναν άλλο κόσμο, ένα δάσος στη μέση του οποίου υπάρχει ένα μικρό μοντέρνο σπίτι με πυκνό κήπο, λίμνη με χρυσόψαρα, σκαλάκια, πέργκολα και πολλά αρωματικά βοτάνια να δημιουργούν ήδη τις πρώτες συγκινήσεις στο ΩΡΛό σου σύστημα.
Ο Γιάννης Μπουροδήμος μαζί με τον σύντροφό του Ρόμπερτ Φίλιπς έχουν εύστοχα ονομάσει το μέρος και τον δικτυακό τόπο όπου προσφέρουν γευστικές εμπειρίες και περιηγήσεις σε φίλους αλλά και ξένους επισκέπτες που θέλουν να δοκιμάσουν τις ελληνικές, ιδιαίτερες γεύσεις που ετοιμάζει ο Γιάννης, bearfootinthepark.com. Ή, σε ελεύθερη μετάφραση, Με τις Αρκούδες στο Πάρκο.
Οι δύο λάτρεις της γαστριμαργίας (ο Γιάννης είναι έμπειρος σεφ που ανήκε μέχρι πρόσφατα στην ομάδα του Άκη Πετρετζίκη, πρώην συμπαίκτη του στο –ιστορικό– πρώτο Master Chef του Mega), διοργανώνουν guerilla dinners, αυτή την τόσο δημοφιλή νέα ταξιδιωτική δραστηριότητα. Ξένοι ταξιδιώτες αλλά και Έλληνες μπορούν να κλείσουν θέση στα δείπνα που προσφέρουν οι δύο host στο σπίτι τους, μέσω ιστοσελίδων όπως το eatwith, το eat with locals, ή ακόμα και το airbnb experiences. Μέσα στο σπίτι στο δάσος, ή στον κήπο τα καλοκαιρινά βράδια, οι συνδαιτυμόνες απολαμβάνουν μία πλήρη εμπειρία που περιλαμβάνει μενού που, τις περισσότερες φορές ετοιμάζεται μπροστά στα μάτια τους, μικρά tips, αναμνηστικά, ιστορίες της ελληνικής γαστρονομικής κουλτούρας αλλά και τη συζήτηση και γνωριμία με ανθρώπους από άλλες χώρες. Όλοι ενώνονται στο κοινό τραπέζι που στρώνουν ο Γιάννης και ο Ρόμπερτ.
«Ο κόσμος πια έχει ταξιδέψει αρκετά και θέλει να κάνει διαφορετικά πράγματα. Σε αυτά τα experiences μπορεί, από το να υπάρχει ένας personal shopper που θα τον συναντήσει στο ξενοδοχείο του και θα τον πάει να αγοράσει ρούχα ελλήνων σχεδιαστών, μέχρι να του βρει έναν φωτογράφο που θα του κάνει ένα φωτογραφικό tour στην Αθήνα, όπως υπάρχουν και άλλα tour που έχουν να κάνουν με το φαγητό ή με το bar hopping. Αυτοί οι μεσολαβητές, λέγονται fixers» λέει ο Γιάννης.
«Εμάς μας αρέσει το ελληνικό φαγητό και γνωρίζουμε τα ελληνικά προϊόντα. Θεωρούμε τιμή μας να έρθει κάποιος και να τον μυήσουμε στην ελληνική κουζίνα και στην κουλτούρα μας. Δεν το κάνουμε τόσο πολύ για τα χρήματα. Δεν θέλουμε να κάνουμε πολλά δείπνα. Μας αρκούν δύο δείπνα την εβδομάδα των 8-10 ατόμων, όχι παραπάνω. Δίνουμε μεγάλη σημασία στην ιστορία πίσω από αυτό που θα σερβίρουμε. Αυτή την ιστορία ψάχνουν όλοι. Ένα καταπληκτικό αρνάκι στο φούρνο, θα το θυμάσαι για 1-2 χρόνια αλλά αυτό που θα σου μείνει είναι η ιστορία, τι σου είπαν για αυτό το πιάτο. Ή ακόμα και το ότι στην πετσέτα τους θα έχουμε πιασμένα δυο κλαράκια ρίγανη ή θυμάρι. Τους καθοδηγούμε, πριν το φαγητό, να τρίψουν στα χέρια τους αυτά τα κλαδάκια, να τα μυρίσουν, να τους μείνει αυτή η μυρωδιά της Ελλάδας ακόμα και όταν θα έχουν γυρίσει στο ξενοδοχείο τους».
Οι οικοδεσπότες φροντίζουν να έχουν ενημερωθεί πριν την κράτηση για τα διατροφικά «ναι, όχι και μη» των καλεσμένων, όπως και μικρές λεπτομέρειες που δίνουν στιλ: ένα αφρώδες κρασί σε κάποιο ζευγάρι που γιορτάζει την επέτειό του σε αυτό το ταξίδι, μια τούρτα έκπληξη, ακόμα και η τοποθεσία του δείπνου που μπορεί μερικές φορές να είναι απρόοπτη επιλογή. Όπως λέει ο Γιάννης, «ένα τραπέζι σε ένα όμορφο, φροντισμένο λιβάδι στη μέση του πουθενά σε μυστική τοποθεσία. Οι καλεσμένοι συναντιούνται σε ένα σημείο και τους μεταφέρει ένα πούλμαν. Τέτοια δείπνα παίζουν πολύ και στο Instagram».
Ανάμεσα στις εκπλήξεις που αρέσουν στους bearfootinthepark, είναι και συνταγές που δοκιμάζονται για πρώτη φορά. Ένα πολύ ωραίο θυμάρι από τη Λήμνο είχε χρησιμοποιηθεί σε ένα αναπάντεχο παγωτό, όχι εντελώς γλυκό, με μέλι αντί για ζάχαρη και λίγο αλάτι στην παρασκευή του. Μία ενδιάμεση γεύση απόλυτα ταιριαστή σαν pre-desert που σερβιρίστηκε και φρεσκάρισε ευχάριστα τους ουρανίσκους.
«Μόνο λίγων Ελλήνων οι γαστριμαργικές συνήθειες έχουν αλλάξει» λέει ο Γιάννης. «Για αρκετά χρόνια εμείς και οι φίλοι μας που μαγειρεύαμε και μαζευόμασταν να φάμε, νομίζαμε ότι είμαστε το μέτρο, ότι έτσι είναι ο κόσμος. Λοιπόν, δεν είναι. Στον κόσμο υπάρχει μεγάλη άγνοια. Και όχι μόνο στην Ελλάδα. Σε μία επίσκεψή μας στην Nestle στη Γαλλία όπου παρακολουθήσαμε τεστ κλπ, όταν τους ρώτησα ποιος είναι ο στόχος σας για τη νέα χρονιά απάντησαν «να κάνουμε τον μέσο Γάλλο, το κάθε σπίτι στη χώρα, να κάνει ένα κέικ παραπάνω το χρόνο». Έτσι απλά. Το βλέπουμε και στην Ελλάδα. Οι έλληνες έχουν στραφεί πολύ στα έτοιμα. Η αλήθεια είναι ότι, «ευτυχώς» ήρθε η κρίση και πολλοί αναγκάστηκαν να μαγειρεύουν λίγο και στο σπίτι πράγματα που δεν τα μαγείρευαν πολύ όπως όσπρια για παράδειγμα».
Τα περιστατικά με τους ξένους καλεσμένους που δημιουργούν ένα πολιτισμικό mix, είναι πολλά. Σε ένα τραπέζι βρέθηκαν μαζί ένα ζευγάρι Αμερικάνων «πολύ comme il faut» με ένα ζευγάρι από την Ινδία, νέων ανθρώπων, «αυτός με ένα τουρμπάνι Σιχ, γαλάζια μάτια, καταπληκτικά ρούχα, η γυναίκα του μία θεά ντυμένη με ρούχα designer από πάνω μέχρι κάτω» διηγείται ο Γιάννης. Όταν κατά τη διάρκεια του φαγητού ρώτησαν τους Ινδούς αν μαγειρεύουν στο σπίτι, η κοπέλα απάντησε «Κοιτάξτε, μαγειρεύω αλλά δεν είναι ότι μπαίνω και στην κουζίνα πολύ, γιατί έχουμε κόσμο, υπηρετικό προσωπικό». «Πόσους έχετε δηλαδή;» ρωτάνε οι Αμερικάνοι. «Δεν θυμάμαι» της απαντάνε, «τριάντα, τριανταπέντε»… Οι Αμερικάνοι δεν μπορούσαν να το πιστέψουν.
Οι διαφορές των ανθρώπων του κόσμου φαίνονται καθαρά στο φαγητό. Όπως παραδέχονται οι δύο οικοδεσπότες, «οι Καναδοί είναι η χαρά της ζωής. Κοινωνικοί, γλυκείς άνθρωποι, ομιλητικοί, προοδευτικοί, υπέροχοι. Από την άλλη, έχουν έρθει Αμερικάνοι που είτε θα είναι Νεοϋορκέζοι ας πούμε, με dry χιούμορ κλπ, είτε θα είναι χάπατα, Midwest. Αρκετό κόσμο έχουμε από το Ισραήλ. Στην αρχή είναι πάντα κουμπωμένοι και όσο περνάει η ώρα ανοίγονται – μέχρι να μάθουν αν έχεις πρόβλημα με τους Ισραηλινούς. Δεν μας έχουν ζητήσει ποτέ να τους μαγειρέψουμε με την πρακτική του κοσέρ, αν και στην Ελλάδα τα περισσότερα φαγητά μας τα θεωρούνε κοσέρ. Γενικά αγαπάνε πολύ την Ελλάδα, νιώθουν ότι μοιάζουν πολύ με τους Έλληνες, οπότε μπορούν να τριγυρίζουν εδώ χωρίς πρόβλημα. Και οι κουζίνες μας άλλωστε μοιάζουν, είναι μεσογειακή κουζίνα ουσιαστικά. Τους βορειοευρωπαίους νιώθεις ότι δεν τους ξέρεις καν. Και στα food tours, μέχρι και που φεύγουν δεν ξέρεις αν τους άρεσε κάτι. Γιατί είναι πολύ σημαντικό και το review που θα σου αφήσουν μετά. Από αυτό θα σε επιλέξει κάποιος στη συνέχεια».
«Το μεγαλύτερο χιτ στα δείπνα είναι η πίτα και μετά έρχεται η ταραμοσαλάτα, που τρελαίνονται. Την κάνουμε σαν μους, τη βάζουμε πάνω σε κρακεράκια, με ένα βρώσιμο λουλούδι στην κορυφή και από κάτω βάση με μαρμελάδα σύκου. Ενθουσιάζονται! Όσο για τις πίτες, υπάρχουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε όλες τις χώρες. Αλλά τις δικές μας τις συνοδεύω πάντα με κάποιο ντιπ, ας πούμε μελιτζανοσαλάτα που τη φτιάχνω μπροστά τους. Το ότι καίμε ας πούμε τη μελιτζάνα στο γκάζι, δεν το έχουνε ξαναδεί και εντυπωσιάζονται».
Τα food tours που οργανώνουν ο Γιάννης και ο Ρόμπερτ περιλαμβάνουν από 2 μέχρι 8 άτομα. Τους ξεναγούν στα σημεία που είναι ενδεικτικά του πολιτιστικού crossover που αποτελεί η Αθήνα και των ιστορικών της γεύσεων. Οι τυρόπιτες του Άριστον, για παράδειγμα, είναι πάντα στο πρόγραμμα. Ο Γιάννης εξηγεί ότι η ζύμη που χρησιμοποιούν εκεί είναι κουρού που μοιάζει με σφολιάτα αλλά όχι ακριβώς, επειδή γίνεται με λάδι και όχι με βούτυρο και δεν είναι τόσο βαριά.
«Μετά τους πάω για ελληνικό καφέ και λουκουμάδες στον Κρίνο. Ακόμα, τους πάω οπωσδήποτε στον Γκιουλέογλου να δούνε πώς είναι ο τούρκικος μπακλαβάς και το πώς άλλαξε μέσα στην πάροδο του χρόνου. Και βέβαια πάμε πάντα σε κάποιο μέρος για γευσιγνωσία λαδιού-μελιού, κάτι που τους αρέσει γιατί έτσι βρίσκουν τι δώρα να πάρουν για τους φίλους τους πίσω στην πατρίδα τους».
Οι αναζητήσεις, οι πειραματισμοί και τα καλέσματα συνεχίζονται. Ο Γιάννης αναζητάει προϊόντα, κάνει ιδιαίτερες επιλογές στις συνταγές του όπως το άθερμο πετιμέζι που δεν το έχουν αφήσει στο μούστο να βράζει («το τρως και γεύεσαι σταφύλι» λέει), ή τη μαρμελάδα από τζάνερα του κήπου τους στην οποία βάζει λίγο ροζέ κρασί από τις Ακακίες του Κυρ-Γιάννη (Μπουτάρη). Οι δικές του μαγειρικές συνήθειες συναντούν εκείνες του Ρόμπερτ. Διαφωνούν για τη σάλτσα του κιμά, ο Γιάννης βάζει μπαχαρικά, πολύ κανέλα, γαρίφαλο. Ο Ρόμπερτ λέει ότι οι Έλληνες βάζουν κανέλα παντού, λεμόνι παντού, άνηθο παντού. Και ο Γιάννης του απαντάει ότι έτσι μαγειρεύουν οι νοικοκυρές στην Ελλάδα. Λένε «όσο σηκώσει» και βγάζουν τέλεια πιάτα.