- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γιατί αγαπούσα να «μισώ» τον Anthony Bourdain
O σεφ Κώστας Τσίγκας αποχαιρετά τον διάσημο γκουρού της γεύσης
Το tweet του δημοσιογράφου των New York Times, φίλου και συνοδοιπόρου του Anthony Bourdain εκφράζει απόλυτα την απεριόριστη λύπη που έχει κατακλύσει τον κόσμο του «φαγητού» ο χαμός του. Σκιαγραφεί όμως απόλυτα και την προσωπικότητά του, η οποία ακόμη και στον θάνατο είχε να μας πει με τον ποιο έντονο τρόπο: «you motherfuckers».
Γιατί «μισώ» τον Anthony Bourdain
Το κείμενο αυτό το γράφτηκε από τον σεφ Κώστα Τσίγκα και δημοσιεύτηκε δέκα χρόνια πριν τον θάνατο του Anthony Bourdain.
«Δεν υπάρχει ψέμα στην κουζίνα, ούτε και Θεός» είχε πει. Υπάρχουν δύο κατηγορίες μαγείρων: οι πανκ, ροκ, ιδεολόγοι, συνήθως σε «κάποια» ηλικία, με βασικό στόχο την απόλαυση όταν μαγειρεύουν, και οι «ψηφιακοί», που το μυαλό τους το έχουν στα media, τη δημιουργία, τις μοντέρνες απόψεις στην κουζίνα και είναι με το ένα μάτι στην καριέρα. Εξαιτίας των ατελείωτων ωρών εργασίας και των απάνθρωπων συνθηκών, οι πρώτοι πίνουν, καπνίζουν –κάθε λογής πράγματα–, ζουν τη ζωή των νυχτόβιων και έχουν πολιτικές απόψεις. Θα τους ονομάσω punk κουζινιέρηδες. Οι δεύτεροι, οι «μοριακοί», πάνε στο γυμναστήριο, γράφουν στα περιοδικά, έχουν business managers, και διαβάζουν βιβλία μαγειρικής και το «Ciao». Σπάνια θα δει κανείς κάποιον που μπορεί να συνδυάσει και τα δύο, να ξεπεράσει τα στενά περιθώρια της καταβολής του. Ακόμα και στο εξωτερικό, που έχουν μάθει να αντλούν ιδέες και χρήματα εκμαυλίζοντας και νομιμοποιώντας το περιθώριο, αυτό συμβαίνει σπάνια. Τόσο σπάνια που, όταν συμβαίνει, μιλάμε για τεράστια επιτυχία: enter Anthony Bourdain.
Μου είναι ιδιαίτερα μισητός για δεκάδες λόγους:
- Κάπνιζε από μωρό, κατόρθωσε να το κόψει και παραμένει ιδιαίτερα αδύνατος και τηλεοπτικός.
- Μόλις προβλήθηκε το 100ό επεισόδιο από το No Reservations.
- Ταξιδεύει και τρώει στα και τα πιο εξωτικά και σημαντικά εστιατόρια της γης.
- Γράφει πολύ καλά.
- Μοιάζει με τον Lou Reed και είναι και φίλοι.
- Ξέρει να μαγειρεύει.
- Έχει δικό του εστιατόριο, πετυχημένο, και δεν πηγαίνει ποτέ.
- Έχει κάνει πολλά ναρκωτικά και δεν φαίνεται να τον έχουν επηρεάσει.
Αν ο Ferran Adria άλλαξε τον τρόπο που τρώμε, ο Bourdain άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε το φαγητό, την κουζίνα του «άλλου», με διαμεσολαβητή την «ψηφιακή» κουζίνα και ένα gastro brand που λέγεται Antony Bourdain.
Χρησιμοποιώντας την εικόνα του «σκληρού» Νεοϋορκέζου που τα έχει «δει» και τα έχει ζήσει όλα, τολμά να εισάγει στη φαντασιακή καθημερινότητά μας τον «εξωτισμό», το sex και την έννοια της ανατροπής στο φαγητό, είτε αυτό πρόκειται για κάποιο καλό εστιατόριο στο Παρίσι, είτε για κάποιο ψητό φίδι στην Ταϊλάνδη. Κατορθώνει, χρησιμοποιώντας τεχνικές δανεισμένες από τους καλύτερους της πορνογραφίας (απευθείας βλέμματα στην κάμερα, τρεμουλιάρικες κινήσεις του φακού, ήχους που αγγίζουν στιγμές εκσπερμάτωσης), να βγάλει μια τιμιότητα απέναντι στην εμπειρία του φαγητού, που κυριολεκτικά λείπει από τα τηλεοπτικά προγράμματα και τις «καθώς πρέπει» παρουσιάστριες. Σε αντίθεση με αυτές, ο Bourdain υπόσχεται την πιθανότητα μιας φαντασίωσης.
Ο Bourdain γεννήθηκε το 1956 στη Νέα Υόρκη και σπούδασε στο Vassar College, ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια στην Αμερική, και στο Culinary Institute of America. Από πολύ μικρός άρχισε να ασχολείται με τη μαγειρική αλλά και με το γράψιμο με το οποίο πιθανά έχει μεγαλύτερη προϊστορία απ’ ό,τι με τη μαγειρική. Πριν από το «Kitchen Confidential», στο οποίο περιγράφει την κουλτούρα και την καθημερινή ζωή των μαγείρων μέσα στα εστιατόρια –αυτό τον έχει μετατρέψει και σε ίνδαλμα ανάμεσα στους μάχιμους της κουζίνας–, είχε ήδη γράψει μια σειρά από βιβλία όπως το «Gone Bamboo», «A bone in the Throat», «Typhoid Mary». Μετά το «Kitchen Confidential» ήρθε το Nasty Bits, το οποίο αφιέρωσε στους Ramones, ενώ πριν από έξι περίπου μήνες κυκλοφόρησε και το τελευταίο του βιβλίο με τον τίτλο «Medium Raw», το οποίο αποτελεί ένα μείγμα από ταξιδιωτικές εμπειρίες, πολιτικές αναλύσεις και προσωπικές εμμονές.
«Για μια ακόμη φορά βάζω και το δικό μου χέρι στο να απομυθοποιήσω αυτά που αγαπώ σε σχέση με το φαγητό» γράφει σε σχέση με τις «πολιτικές» αντιλήψεις του απέναντι στο καθημερινό φαγητό (burgers, pizza κ.λπ.) με το οποίο μεγάλωσε, λατρεύει αλλά ταυτόχρονα δεν μπορεί παρά να επαναστατεί σε σχέση με τις μεθόδους παραγωγής του και την διατροφική τους αξία. Εδώ επίσης φαίνεται ο επηρεασμός της μουσικής στη σκέψη του, μιας και σε πολλές περιπτώσεις σε κεφάλαια του βιβλίου αναφέρεται σε σκέψεις και αντιλήψεις γνωστών μουσικών όπως ο Lou Reed. «Το κοινότυπο και το extreme», η ζωή του Anthony Bourdain.
Η «ματιά» του Bourdain, παρά την πανκ αντίληψή του, παραμένει βαθειά δυτική, μια διαμεσολαβητική προσπάθεια ανάμεσα στον τουρισμό και τους «άλλους», όπου πάντα υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού η ηγεμονική αντίληψη της Δύσης και η ζωή των άλλων είναι απλά εμπειρίες. Ταυτόχρονα υπάρχει αντικειμενικά και το ζήτημα της παγκοσμιοποίησης, ειδικά στο ζήτημα των τροφίμων, όχι μόνο σε επίπεδο μιας στενής «ενοριακής» αντίληψης αλλά στην ουσία του θέματος: όταν κάθε εβδομάδα το menu περιλαμβάνει κάτι τόσο διαφορετικό, τότε η επίδραση του ενός είναι περαστική, στιγμιαία και σχεδόν αδιάφορη. Όλα χάνονται στη στιγμιαία επίδραση της εικόνας με το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα, την ομογενοποίηση και τον ηγεμονισμό.