Θεματα

Anthony Bourdain, όλα είναι δρόμος

Αυτός ο νεοϋορκέζος σεφ ήταν άνθρωπος δικός μας

A.V. Guest
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Με πολύ μεγάλη θλίψη επιβεβαιώνουμε το θάνατο του φίλου και συναδέλφου μας, Άντονι Μπουρντέν», αναφέρει το CNN και συνεχίζει: «Η αγάπη του για τις περιπέτειες, τους νέους φίλους, το καλό φαγητό και πιοτό και τις υπέροχες ιστορίες ανά την υφήλιο τον έκαναν έναν μοναδικό αφηγητή. Τα ταλέντα του ουδέποτε σταμάτησαν να μας εκπλήττουν και θα μας λείψει τόσο πολύ. Οι σκέψεις και οι προσευχές μας είναι με την κόρη και την οικογένεια του αυτή την απίστευτα δύσκολη στιγμή».

Ο γνωστός σεφ, συγγραφέας και παρουσιαστής Anthony Bourdain βρέθηκε νεκρός στο Παρίσι και o θάνατός του αποδίδεται σε αυτοκτονία δια απαγχονισμού. Ήταν 61 ετών.

Το 2010, στο περιοδικό SOUL της Athens Voice, ο Μάκης Παπασημακόπουλος είχε εξηγήσει γιατί αυτός ο νεοϋορκέζος σεφ είναι άνθρωπος δικός μας.


Επιτέλους, ένας μάγειρας που, όταν ταξιδεύει, το πρώτο του μέλημα δεν είναι να ανακαλύψει τα αστέρια της Michelin, αλλά τα «βρόμικα» των δρόμων.

O Άντονι Μπορντέιν είναι δικό μου παιδί. Όχι, δεν τον γέννησα, αυτό θα ήτο σωματικά και ηλικιακά αδύνατο, αλλά είναι «δικό μου παιδί», με καταλαβαίνει. Όχι πως ένας ακόμα μάγειρας στο υπάρχων τηλεοπτικό τοπίο παγκοσμίως αποτελεί κάποια σπουδαία είδηση. Μη βλέπετε εμάς, που το τηλεορασόφαγο πέραν της φόρμουλας «Βέφα και Άγιος ο Θεός» το πήραμε πρέφα αργά και το μπουκώνουμε αναδρομικά τώρα, στην αλλοδαπή το τρώνε εδώ και χρόνια. Μα θες ο Ράμσεϊ, μα θες το Σούπερσεφ, μα θες το λουρί της μάνας, έχουν φάει τριπλή μερίδα και είναι στα ούντερμπεργκ τώρα, ώστε το κέφι να συνεχίζεται.

Ο Αντώνης αποτελεί μια κάπως διαφορετική πρόταση. Εκπρόσωπος της πρότασης «ταξιδεύω και τρώω ό,τι έχει πόδια, ό,τι αναπνέει και δεν αναπνέει και ό,τι πίνεται και δεν πίνεται», που, η αλήθεια είναι, δε μας λέει και πολλά εδώ πέρα, ο Μπορντέιν άρχισε να γίνεται γνωστός τηλεοπτικά από την πιο μαζεμένη -αλλά ενδεχομένως διατροφικά πιο χαρντκοράδικη- σειρά ταξιδιών του με τίτλο «A Cook’s Tour». Εκείνη την περίοδο, πολλά ήταν διαφορετικά στον κόσμο του νεοϋορκέζου σεφ. Οι Δίδυμοι Πύργοι ήταν ακόμα στη θέση τους, ο ίδιος ήταν ακόμα εν ενεργεία σεφ με ένα δυνατό, έστω και όχι εκθαμβωτικό, όνομα στην πιάτσα και η τηλεοπτική του καριέρα φάνταζε ένα καλό χαρτζιλίκωμα ον δε σάιντ.

Αυτά, βέβαια, πριν πάρει πρέφα ο ίδιος αλλά και ούλοι οι χριστιανοί ότι καλό το τηγάνι, αλλά ακόμα καλύτερα να γράφεις, να τρως και να αράζεις, και άλλαξε τροπάρι. Το «Kitchen Confidential», ένα αποκαλυπτικό αυτοβιογραφικό λογοτεχνικό ταξίδι στην καρδιά της κουζινικής και εστιατορικής βιομηχανίας, τον έκανε περσόνα νο ογκρατέν αντ χολντ δε φάκεν μέγιο στον ίδιο του τον χώρο εργασίας, και ο ίδιος βρήκε την ιδανική ευκαιρία να κάνει την ολική μετάβαση στον κόσμο της τηλεόρασης με το «No Reservations».

Το περίεργο με τον Μπορντέιν είναι ότι, παρά την αγάπη του για τη μαγειρική, ο λόγος και το μπλα μπλα του είναι αυτό που ξεχειλίζει από ταλέντο. Χαρισματικός και αρκούντως αλητήριος, ακόμα και τώρα στα προχωρημένα 50 του, οτιδήποτε λέει ή κάνει αποκτά αυτόματα ενδιαφέρον, γιατί απλώς είναι και φαίνεται τόσο μόρτικο, που θες να το κάνεις κι εσύ. Πώς ήταν ο Φονζ στο «Χάπι Ντέιζ»; Σκέψου αυτό με λίγο μάσα παραπάνω, κι έφτασε το φουσκωτό.

Ο ίδιος, εν αντιθέσει με πολλούς από το σινάφι του, ουδέποτε αφοσιώθηκε στην γκουρμεδιά. Επί χρόνια σεφ του «Les Halles», μια σταθερή αξία της Νέας Υόρκης, που ναι μεν είχε καλή μάσα, αλλά ουδέποτε σε έπηζε στο δαμάσκηνο και τη σάλτσα πορτοκάλι, ο Μπορντέιν κατάφερε να μεταφέρει στην τηλεοπτική του περιπέτεια αυτό ακριβώς που τον κάνει τόσο ενδιαφέρον: την όσφρηση και το ένστικτό του για τη μαγκιόρα πλευρά των πόλεων που επισκέπτεται, τη λιγδωμένη αλλά αληθινή αίσθηση του ποτού και των παρελκόμενών του σε βαγόνια του δρόμου και μικρά σοκάκια του street food.

Άλλωστε, κάπου εκεί τόνε βρήκα κι εγώ και είπα «με αυτόν θα τα πάμε καλά». Ένα πλάνο κάπου κοντά στο Μόρνινγκ Χάιτς, χαλί ο Ίγκι και οι Στούτζες και τα πρώτα μουσκουλοφλέξια του «Ντάουν ον δε Στριτ», και ο Αντώνης να σαβουρώνει ένα τακοειδές και να σου θυμίζει ότι αυτό είναι το φαΐ, η τσάρκα σε μια πόλη, fucking living.

Βοηθάει το γεγονός ότι ο τύπος ακούει μέχρι και τώρα πανκ, βγαίνει με τον Ντέιβιντ Γιοχάνσεν για κοκτέιλ, αντί με γνωστούς σεφ, και μέσω αυτού έχω γνωρίσει τα μέχρι στιγμής πιο αγαπημένα μου μέρη σε αυτόν τον μικρό πλανήτη; You bet your ass it does. Χαβάη, Νέα Υόρκη, Μέξικο Σίτι, Λος Άντζελες, Βερολίνο, Λονδίνο, Κρήτη και όπου αλλού θες. Βολεύεται με θράκα, κρέας αμφιβόλου ποιότητος, μπίρα, τζιν, πεζοδρόμιο και τσάρκες. Και έχει και τον Τζον Σπένσερ στο σήμα αρχής της εκπομπής του. Προς τα πού συμπληρώνω τα χαρτιά υιοθεσίας;