- CITY GUIDE
- PODCAST
-
11°
Οι γεύσεις της δικιάς μου Αθήνας
Δρόμοι, στέκια, γειτονιές, σημεία της πόλης με το δικό τους γευστικό ίχνος
Όλοι συνδέουμε τα μέρη που αγαπάμε με αναμνήσεις αρωμάτων και γεύσεων. Την πόλη τη ζούμε δοκιμάζοντας τις σπεσιαλιτέ της και συνδέοντας ωραίες, έντονες ή δραματικές στιγμές μας με αυτό που φάγαμε «εκείνη τη φορά». Κάνοντας τη δική μου νοερή βόλτα στην Αθήνα και τα περίχωρα, πολύ φοβάμαι ότι η ανάμνηση του αλκοόλ επισκίασε τις άλλες. Έτσι, εξηγούνται πολλά, θα μου πεις.
35 χρόνια στα σκαλάκια στις παρυφές του Λυκαβηττού και της Νεάπολης θυμάμαι μυρωδιές να πλανώνται τα βράδια του καλοκαιριού, μαζί με τη δροσιά που κατεβάζει ο Λόφος: ωραίους, μικρούς, στρουμπουλούς κεφτέδες και σκορδάτες, ντοματένιες σάλτσες. Κρίμα που, με τις τέκνο-φριτέζες τελευταία, χάθηκαν και οι ευωδιές από τις τηγανητές πατάτες.
Περιφερειακός Λυκαβηττού. Επάνω στη Στροφή για το Θέατρο ήταν το παλιό Πυθάρι. Θυμάμαι μπιφτεκάρες και μπίρες και άρωμα από τους αέρηδες του δάσους. Αργότερα, πίσω από τον Παναθηναϊκό, στο χαμηλό μαγέρικο, κάτι ξεγυρισμένες ομελέτες με πατάτες που χόρταιναν τις φοιτητικές κραιπάλες.
Από την άλλη πλευρά του περιφερειακού Λυκαβηττού, στη Σαρανταπήχου. Μόλις ξεθύμαναν τα πνεύματα του ουίσκι από το πρώτο, αυθεντικό Wild Rose, ήρθε το βραζιλιάνικο που άνοιξε ο Παύλος. Πάντα, περνώντας από εκεί, μία καϊπιρίνια έρχεται μπροστά μου και με ζαλίζει.
Λίγο πιο κάτω, στο τέρμα της οδού Σίνα, δίπλα στο πάρκινγκ οι ιδιοκτήτες του οποίου διοργάνωναν παλιά τις Τσικνοπέμπτες μπάρμπεκιου στο δρόμο και γέμιζε η ανηφόρα μυρωδιές, είναι η Γερμανική Ευαγγελική Εκκλησία. Πάντα τα μεσημέρια ευωδιάζουν μαγειρευτά φαγητά για τους τροφίμους και τους επισκέπτες της. Είναι σαν μία μικρή, φιλική φωλιά.
Στην ανηφόρα προς το Θέατρο Λυκαβηττού πρόλαβα και το ουζάδικο, την Πράσινη Τέντα. Τι ωραία που ταιριάζει το σπιρίτο του ούζου με τη θέα, μέχρι απέναντι στην Πειραϊκή. Προσοχή στο κατέβασμα.
Α, να και το Χίλτον. Πρωινά Πρωτοχρονιάς με μαύρα γυαλιά, μεθυσμένοι, breakfast στο Βυζαντινό. Μικρά νόστιμα πραγματάκια που δεν θυμάμαι τι ήταν. Κι άλλοτε, διαστημικά κοκτέιλ, νύχτα, ψηλά στο Galaxy. Με το αεράκι και τα άστρα, ξεθολώνεις.
Παραπλεύρως Χίλτον. Τη Βεντήρη την κατρακυλούσαμε με ελαφριά ζιγκ-ζαγκ για να περάσουμε απέναντι, προς No Name. Τώρα που μεγαλώσαμε, καταλήγουμε στην Cookoovaya, με άξια αναφοράς τα δύο πιάτα που δεν φεύγουν ποτέ από τον κατάλογό της, όσο κι αν ανανεώνεται: Το διάφραγμα, ένα συγκλονιστικό ζουμερό κομμάτι μοσχάρι με πουρέ μανιτάρια και άγριο μαύρο ρύζι, και την αθηναϊκή, που είναι σαλάτα με σφυρίδα, βραστή πατάτα, καρότο και σπιτική μαγιονέζα. Για το τέλος έχουμε τάρτα αχλάδι, με φύλλο τραγανό, καραμελωμένο και φέτα αχλάδι με παγωτό.
Όπισθεν Χίλτον. Στο παλιό αραμπέσκ εστιατόριο, εκεί που έτρωγες διάφορους κιμάδες και κινδύνευες να καταπιείς και καμία χάντρα από τον χορό της κοιλιάς που συνέβαινε μπροστά σου, ήρθε μετά το Αλάτσι και τιμήσαμε το γαμοπίλαφο και τη στάκα, γι’ αυτό τώρα παίζουμε σε τριψήφια νούμερα. Χαλάλι του. Πιο μικροί κάναμε μπιροβραδιές με gammon ham και chutney στο Red Lion (σεβεντίλα) – α, να και η καντίνα, το πρώτο βρώμικο με ουρές που βγήκε στην από ’δω πλευρά του ποταμιού. Και μετά κουμπώναμε τα Ζαντάκ να συνέλθουμε.
Η άλλη καντίνα, στην Πλατεία Μαβίλη, ήταν πιο σένια – είχε και τα λεφούσια από το Φαζ να ταΐσει. Η Πλατεία όμως εμένα μου φέρνει αρώματα από γουίσκια στον Λώρα, φρούτα από τον κύριο Ραπανάκη της Δορυλαίου, καμιά σεράνο από τον Μικέ και στα δύσκολα, παγωτά από το ψυγείο του ολονύχτιου περιπτέρου.
Θέλω να ανέβουμε λίγο τη Σούτσου μια και είμαστε στη γειτονιά, να περάσουμε από τον Λεωνίδα για σοκολατάκια που πάντα παίζουνε με δεύτερο κουτί καβάτζα, λες και είμαστε τίποτα χωρισμένοι δυστυχισμένοι.
Περνώντας απέναντι, προς Αλεξάνδρας και Κηφισίας. Εδώ, γωνία ακριβώς, ήταν ο παλιός Κωστάρας, πρώην γκράντε επιπλάδικο που είχε γίνει grill που το αγαπούσαν οι γείτονες – τώρα εδώ είναι το TGIF όπου μας αρέσει να κάνουμε χριστουγεννιάτικα γεύματα ειδικά για την κατακόκκινη παντζαρόσουπα με τον στρόβιλο από λευκό, ξινό γιαούρτι. Και δίπλα το Starbucks για μεγάλο λάτε, πολύ νωρίς πρωί την Κυριακή.
Για κάτι πιο exotic στην καρδιά των Αμπελοκήπων, πάμε Σεβαστουπόλεως. Εκεί, δίπλα στα ασιατικά μίνι μάρκετ με τους τοίχους γεμάτους καυτερά, κονσέρβες και γάλα κόκονατ για όσους μαγειρεύουν μέχρι αργά τη νύχτα, υπάρχει και το παλιό ζαχαροπλαστείο Τσίρου, με γεύσεις τέλεια παραδοσιακές π.χ. εργολάβους.
Ολ δε γουέι στην άλλη πλευρά της Αλεξάνδρας, χαμηλά. Κάποτε είχαμε καθίσει μέχρι στην αιωνόβια Σόνια, τότε εκεί ήταν καλά για μυστικά ραντεβού, σιγά τα μυστικά, αλλά ήταν ωραία με τις λουλακί-μαλλί-κυρίες στα διπλανά τραπέζια. Θυμάμαι επίσης ψητά λουκανικάκια στις ποικιλίες του Τηνιακού μετά τις συνελεύσεις του ΑΚΟΕ και, πιο μεγάλοι, κεμπάπ χάλα και κόσαρι με ρύζι, φακές, κόκκινη σάλτσα και τηγανητό κρεμμύδι στην όμορφη Αλεξάνδρεια στη Μετσόβου.
Τώρα που είπες λουκανικάκια. Να ξαναπάμε Καισαριανή ψηλά, στο αγαπημένο Beer Garden Ritterburg στην οδό 2ας Μαΐου σάμθινγκ, για λουκανικάρες μυρωδάτες, μπράτβουρστ με ξινολάχανο, ρε φίλε, και μαύρες μπίρες με δύσκολο όνομα, και πουρέ πατάτας και – ναι, άλλη μία μπίρεν, μπίτε.
Ρολάρουμε ξανά προς τα κάτω. Πλατεία Προσκόπων. Για πάντα Μαγικός Αυλός, μέχρι σε αρραβώνες έχω πάει εκεί. Για πάντα ο Αυλός για μένα θα σημαίνει μουσακάς και, τα καλοκαίρια, μπίρες και κόκκινα κρασιά με την Άννα και τον Αλέξη, στα τραπεζάκια έξω.
Πίσω στα Εξάρχεια, βαθύτερα, στα ορεινά της Μπενάκη, στα ωραία μεσημεριανά γεύματα τις καθημερινές, τιμήσαμε τα μαγειρευτά του Μπαρμπα-Γιάννη και φέραμε και ξένους φίλους, να γευτούν το αθηναϊκό hype, και πιο κάτω, Βαλτετσίου, τα σουβλάκια του Αχιλλέα ή τάπας στο Σαλέρο, μετά τις προβολές στη Ριβιέρα.
Ανεβαίνοντας τη Σόλωνος, θυμηθήκαμε το τρομερό λαυράκι στη λαδόκολλα που τρώγαμε όποτε πηγαίναμε στο αείμνηστο Ψαροκόκκαλο και πιο πάνω, απέναντι από το Χημείο, τα έξτρα χορταστικά πιροσκί της μικρής γωνιάς - Μαλίνκα Καλίνκα. Ωραιότατα, αλλά η λαδίλα μένει. Πάμε πιο πάνω, Κολωνάκι πια, στο Dark Side of Chocolate για μία παχύρρευστη σοκολάτα, αδύνατο να την αποφύγεις όποτε περνάς από εκεί.
Μασσαλίας. Το πιο αγαπημένο sushi στο Nakama, τρυφερό, φιλικό, γρήγορο, μοντέρνο, φτηνό μέσα στη λαίλαπα των sushi bars.
Φτάνοντας στη Δημοκρίτου & Τσακάλωφ, πάντα οι γεύσεις που έρχονται είναι αλκοολούχα νυχτερινά φιλιά έξω από το υπόγειο του Αλέκου και, τις πιο νηφάλιες μέρες, ωραία μαγειρευτά φαγάκια στον Γιατρό της Πείνας. Λίγο πιο κάτω, το πρώτο ιστορικό Everest ήταν αυτό που φιλοξένησε σχολικές κοπάνες με ζαμπονοτυρόπιτα ή σάντουιτς φτιαγμένο από τον πύραυλο-ψήστη σε fast forward.
Η Δεξαμενή, αν δεν φέρνει στους γευστικούς κάλυκες αναμνήσεις από ούζα ή κινηματογραφικά σνακς από το θερινό της σινεμά, τότε σίγουρα θυμίζει σαββατιάτικες, ωραίες, αυθεντικές πίτσες στο Mohnblumchen, επάνω στη στροφή που, από παλιά, ντύνει, στολίζει, ταΐζει, νοικοκυρεύει.
H μικρούλα, φιλόξενη Δελφών πάντα θα ορίζεται από τις πιο-σωστό-al-dente μακαρονάδες του Il Postino, όπως και η Σκουφά πάντα στο μυαλό μου θα έχει ένα mix από γεύσεις, κινόα, σαλάτες, σόρι αλλά ξανά αλκοόλ και καφέδες.
Όπως και το Ζάππειο. Πάντα θα θυμάμαι ένα αναψυκτήριο, γρανίτες και ελαφριά δροσιά.
Και στη Νίκης να δυναμώνει το κρύο και να ζεσταίνει τη χούφτα ένα χάρτινο χωνάκι ζεστά κάστανα.
Η Απόλλωνος έχει τη γεύση ενός πλουσιοπάροχου California maki από το Furin Cazan που έκλεισε, σούπα λάκσα λεμάκ με κάρι και γάλα καρύδας από το Noodle Bar, φρούτα λίγο πιο αργά, τη νύχτα, κολλημένοι να κοιτάζουμε τα χρώματά τους. Θέλεις ένανανανά;
Στην Καραγιώργη Σερβίας, εκτός από τις αεράτες μυρωδιές από μπιφτέκια που έρχονται από ψηλά, πάντα σταματάμε, ακόμα και σήμερα, για ξηρούς καρπούς και αποξηραμένα φρούτα από τον Ματσούκα, σοκολατάκια βίδες με σκόνη κακάο από το Αριστοκρατικόν και κάποια μεσημέρια, στο Όλυμπος Νάουσα , λόγω ονόματος, όπου ζούμε την ψευδαίσθηση μπροστά στη μικρή του βιτρίνα ότι χτυπάμε ένα θεσσαλονικιώτικο ατζέμ πιλάφ.
Περνάμε απέναντι, Βουκουρεστίου& Σταδίου, εκεί που παλιά υπήρχε το αγαπημένο Wendy’s και κάναμε αμερικανιές με το αξεπέραστο Mushroom Melt με το τετράγωνο μπιφτέκι – ακόμα το συζητάμε στις παρέες. Οι παρέες που τηρούμε το μηνιαίο μας ζουρ-φιξ στο Zonar’s και, για να ξεχαστούμε, χτυπάμε τους μαμαδίστικους λαχανοντολμάδες του, το αυθεντικό παγωτό Σικάγο και καμιά νουγκατίνα για κάτι πιο ποπ.
Μισό λεπτό, πετάγομαι απέναντι, Πανεπιστημίου & Κριεζώτου, στο Mastiha Shop. Οι ευωδιαστές μαστίχες, οι μανταρινάδες, τα αρώματα και τα κουτάκια των συσκευασιών σε τρελαίνουν. Θέλεις να φας ακόμα και τα σαπούνια.
Χαλαρά κατεβαίνουμε την Πανεπιστημίου, περνάμε το παιδικό μας, αξέχαστο Αιγαίο με τους ζεστούς του λουκουμάδες και τα μαρμάρινα τραπεζάκια και φτάνουμε γωνία με Χαριλάου Τρικούπη: άλλη ανάμνηση με το βραχύβιο στέκι για εξαιρετικά, ισπανικά churros που έκλεισε. Τώρα churros βρίσκουμε μόνο στο Mr.Pug του Γιώργου Βενιέρη στο Χαλάνδρι.
Η πιο έντονη όμως γευστική ανάμνηση της Πανεπιστημίου είναι το, κλειστό πια, Ideal. Η ανάμνηση της μυστικής του κίτρινης σος από τα μύδια με μπέικον και τα μπουρεκάκια μελιτζάνας ακόμα μουδιάζει τον ουρανίσκο. Όπως και το φάντασμα του κοτόπουλου α-λά μιλανέζ, που πολλές φορές το βλέπω μπροστά μου τα βράδια.
Κατεβαίνοντας, όμως, κάναμε και μία έτσι, μπήκαμε στη Χρήστου Λαδά. Όποτε πάμε στο ΤΑΙΣΥΤ το γιορτάζουμε με μία τυρόπιτα στην είσοδο και, τις μέρες με καλά vibes, πάμε και μέχρι το Toy για γουίσκια, για να το γιορτάσουμε.
Όταν θέλoυμε να νιώσουμε πόνο, πάμε Σοφοκλέους στο Umami Tales, στεκόμαστε μπροστά στον «τοίχο των δακρύων» με τα πιο καυτερά των καυτερών του κόσμου και αναρωτιόμαστε τι να δοκιμάσουμε – τα διαβολικά peanuts, τις σάλτσες δυναμίτη ή τις πιπεριές κόλαση.
Στην Αθηνάς, λίγο πριν χαράξει, σαν βαμπίρ χωνόμασταν στην Αγορά, όλα μαζί μία αίσθηση: ντάγκλα, ψαρίλα, λάχανα, κρέατα, αίμα, αλκοόλ, μαύρα γυαλιά, μπες στην Ήπειρο, κάτσε, συγκέντρωσε το βλέμμα σου και πες «Μία πατατούλες φουρνούκου, παρακαλώ».
Κατρακυλώντας πιο κάτω, στη Σαρρή, πάντα ένα φως θυμίζει τον φούρνο δίπλα στο θέατρο Εμπορικόν, με τα ζεστά ψωμάκια και τα κουλουράκια για όλους, διάλειμμα από τις πρόβες.
Και για τις ξαφνικές αναχωρήσεις, όταν θέλεις απότομα, ακαριαία να σηκωθείς να φύγεις με την πρώτη πτήση για όπου, πάμε Σπάτα. Γεύσεις και μυρωδιές αεροδρομίου: σοκολάτες Toblerone. Τσουρέκια Τερκενλή. Τρελαμέντος. Φρεσκοτυπωμένες εφημερίδες και περιοδικά.
Εκτός αν δεν θέλεις να φύγεις και πας απέναντι στα ΙΚΕΑ. Μυρωδιά ξανθού ξύλου, γεύσεις από κεφτεδάκια, σουηδικές μουστάρδες και μαρμελάδες.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Αν αναζητάτε τη γλύκα της παράδοσης με σύγχρονη ματιά, η Mr. Tony σας καλεί να εξερευνήσετε τον κόσμο της
Χειμώνας, η αγαπημένη εποχή της σούπας
Μιλάμε με τον Χρήστο Τάχια, τη μαγειρική διάνοια πίσω από το επιτυχημένο street food στέκι
Ένα ταξίδι γευστικών αναμνήσεων αρχίζει στις 13 Νοεμβρίου
Ένα σύγχρονο all day bakery & patisserie στην Πλατεία 1866
Μεγάλο μέρος της ημέρας το περνάς στο γραφείο, φρόντισέ το σαν το σπίτι σου
Τις Κυριακές θέλεις δικούς σου ανθρώπους και φαγητό της οικειότητας
«Θυμάμαι τον εαυτό μου πιτσιρικά να πίνω καφέ φίλτρου, όταν τον πρωτογνώρισα στην Ελλάδα τη δεκαετία του ʼ60. Αγαπούσα και τον ελληνικό, αλλά όσο να πεις, το ξενόφερτο και το νέο είχε τη χάρη του»
Σε αρχαίο ελαιώνα, με συγκομιδή με το χέρι
Εστιατόρια και bar που σε περιμένουν για να συζητήσεις όσα μόλις είδες
Οι επιλογές είναι πολλές και συνεχώς ανανεώνονται
Η τέλεια πρόταση για όλες τις στιγμές της ημέρας
Ενδιαφέροντα στοιχεία και στατιστικές έρευνες σχετικά με την αγορά του καφέ
Η μυρωδιά των φρεσκοαλεσμένων κόκκων, η πλούσια γεύση τους και η μοναδική τους δυνατότητα να εμπλουτίζουν γλυκά και επιδόρπια, καθιστούν τον καφέ αναπόσπαστο κομμάτι της γαστρονομίας και ιδιαίτερα της ζαχαροπλαστικής
Aναρωτηθήκατε ποτέ απο πού προήλθε ο καφές, απο που ξεκίνησε αυτό το μικρό φρούτο καφεόδεντρου; Ετοιμαστείτε για ένα ταξίδι στον χρόνο και τις ηπείρους.
Άλλός καφές στο Βιετνάμ, άλλος στην Κούβα και στην Σκανδιναβία
Οι ποικιλίες, η ιστορία και άλλα μυστικά του σε 24 λέξεις κλειδιά
Το Ποτάδικο δεν είναι απλώς άλλο ένα μπαρ, είναι ένας προορισμός που συνδυάζει την αγάπη για τη μουσική
Ιδιορρυθμίες, λόγοι συναισθηματικοί και άλλοι που δεν τρώμε κάποια φαγητά
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.