Θεματα

Φόνοι για κρασί

Ένα αστυνομικό βιβλίο για τους λάτρεις του κρασιού

Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γευσιγνώστες, διεφθαρμένοι πολιτικοί και κατάσκοποι πίνουν κρασιά, μιλούν για μερλό, σιρά και μουρβέντρ, τρόπους εμφιάλωσης και αμπέλια όταν δεν κυνηγιούνται ή δεν σκοτώνονται στη Ρουμανία. Όλα αυτά στο βιβλίο του Πάουλ Γκρότε «Το κρασί της KGB» (εκδ. Καστανιώτης Noir, μτφ. Αρετή Κοντογιώργη). O ήρωας του βιβλίου Μάρτιν Μπόνγκερς είναι αμπελουργός στο Μπορντό και θεωρείται ειδήμονας στο κρασί. Μια γαλλική εταιρεία που ενδιαφέρεται να εκμεταλλευτεί αμπελώνες στη χώρα της Ανατολικής Ευρώπης τον στέλνει εκεί για βιομηχανική κατασκοπία.

Ο πρώτος άνθρωπος που θα συναντήσει στο Βουκουρέστι είναι μια υπάλληλος στο Υπουργείο Γεωργίας, η Σοφία. Όταν η τελευταία θα προσπαθήσει να τον βοηθήσει θα βρεθεί νεκρή μετά από ένα σκηνοθετημένο αυτοκινητικό δυστύχημα. Ο Μάρτιν θ’ αργήσει να συνειδητοποιήσει πως η ιδιωτικοποίηση των πάλαι ποτέ κρατικών οινοποιείων κρύβει κανονικό «βιομηχανικό» πόλεμο μεταξύ των ισχυρά οικονομικών κρατών, ενώ διασχίζει τους αμπελώνες αναζητώντας το ιδανικό κρασί.

Αν και η αστυνομική ίντριγκα δεν είναι τόσο προσεγμένη ώστε να κρατάει το ενδιαφέρον στους λάτρεις των αστυνομικών, ωστόσο έχει τεράστιο ενδιαφέρον τόσο για όσους τους αρέσει η πολιτική, όσο και τους λάτρεις του κρασιού. Ο Γκρότε, μπορεί να είναι ειδικός στα κρασιά, αλλά φαίνεται πως έχει μελετήσει πάρα πολύ καλά τόσο την ιστορία της γειτονικής χώρας, όσο και τα πολιτικά σκηνικά που στήνονται στις πρώην ανατολικές χώρες μετά την είσοδό τους στο καπιταλιστικό σύστημα. (Το δυστύχημα είναι πως ανακαλύπτεις πολλά κοινά μεταξύ Ελλάδας και Ρουμανίας και ας μην περάσαμε από το ίδιο σύστημα).

n

«Στο μεταξύ όμως η κυβέρνηση παραβιάζει τους νέους κανόνες. Τι νόημα έχει άλλωστε να είσαι στην εξουσία αν δεν έχεις κάποιο όφελος; Κάθε χρόνο μας διατίθενται σαράντα δύο εκατομμύρια ευρώ από την Ευρωπαϊκή ένωση. Αυτό που θα έπρεπε να γίνει είναι η δημιουργία νέων αμπελώνων, αφού οι παλιοί είναι σε άθλια κατάσταση και κανονικά θα έπρεπε να ξεριζωθούν. Εμείς όμως χρησιμοποιούμε τα λεφτά για σαφέλειες – για τη χαλαζόπτωση, για τα ζιζάνια και τα λοιπά. Η χαρά των ασφαλιστικών…».

Όμως εκεί που δίνει ρέστα είναι σε ό,τι αφορά το κρασί. Είναι σαν να διαβάζεις στήλη κριτικής κρασιών: «Ήταν ένα πινό νουάρ, η ποικιλία σταφυλιού της Βουργουνδίας, δύσκολη στην καλλιέργειά της, ευαίσθητη και δύστροπη στην οινοποίηση. Το πινό νουάρ αποδείνυε τη μαεστρία του εκάστοτε οινοποιού – ή και το αντίθετο, όπως συνέβαινε με το συγκεκριμένο. Με το που άνοιξε το μπουκάλι και το μύρισε το έχυσε αμέσως στο νιπτήρα. Βρετανομύκητας. Ώστε υπήρχαν και άνθρωποι που εκτιμούσαν ιδιαίτερα την αλογίσια μυρωδιά ενός κρασιού, σκέφτηκε αηδιασμένος ο Μάρτιν και θυμήθηκε ένα μεγάλο οινοποιείο στη Ριόχα που είχε κάνει σήμα κατατεθέν του αυτή την οσμή που για τον Μάρτιν ήταν δυσωδία…»

«Το συγκεκριμένο ήταν αναμφισβήτητα ένα χαρμάνι καμπερνέ σοβινιόν και μερλό. Είχε την ένταση, τη δομή και τη στιβαρότητα, αλλά και τις τανίνες του καμπερνέ, καθώς και το άρωμα μαύρου φραγκοστάφυλου και ελαφριές νότες δέρματος και σοκολάτας. Ταυτόχρονα είχε τη βελούδινη υφή του μερλό, του σταφυλιού, του καρπού, το κεράσι, το πυκνό άρωμα των κόκκινων φρούτων, όλα δεμένα αρμονικά, μεστά και έντονα. Η οξύτητά του έδινε ζωή, η γλυκύτητα έδινε σπιρτάδα…»

«Ο Μάρτιν εντυπωσιάστηκε που για την παλαίωση χρησιμοποιούσαν μεγάλα βαρέλια αντί των γαλλικών μπαρίκ, με χωρητικότητα διακοσίων είκοσι πέντε λίτρων. Αποτέλεσμα ήταν πολύ πιο φρουτώδη κρασιά. Ίσως να το κάνω κι εγώ αυτό, σκέφτηκε ο Μάρτιν, με το κρασί από τα καινούργια μου αμπέλια ή με ένα μέρος απ΄’ αυτό. Το κρασί γίνεται πολυεπίπεδο, πιο ισορροπημένο και πιο γεμάτο και διατηρεί τη φρεσκάδα του. Σκέφτηκε τα εξαιρετικά ρόσι ντε μονταλτσίνο που ωρίμαζαν σε βαρέλια των δύο χιλιάδων λίτρων, αλλά και τα μπρουνέλο και μπαρόλο, στα οποία προτιμούνταν πλέον τα μπαρίκ, με αποτέλεσμα αυτό να επηρεάζει αρνητικά τα υπέροχα αυτά κρασιά»…

Το να πω πως όταν το διαβάζεις θέλεις να έχεις δίπλα σου ένα μπουκάλι κρασί, μάλλον δεν χρειάζεται…