- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
5 μπουτάκια (κοπανάκια ) από κοτόπουλο
1 σακουλάκι μπάμιες μικρές (κατεψυγμένες, χίλια συγνώμη)
1 μεγάλη πατάτα
Μια χούφτα και κάτι μαϊντανό
2 ντομάτες φρέσκιες και λίγο πελτέ
1 μεγάλο κρεμμύδι
Μισό λεμόνι
Ελαιόλαδο
Αλάτι
Πιπέρι
Τσίλι σε σκόνη
Ψάχνω πάρκινγκ εδώ και 35 λεπτά. Σχεδόν κλαίω μέσα στο αμάξι. Όταν βρίσκω κλαίω λίγο ακόμα σκεφτόμενη πόση ώρα θα μου πάρει να περπατήσω από αυτό το βουνοκόρφι που εν τέλει βρήκα θέση, μέχρι το σπίτι. Είναι 10 λεπτά τρέχοντας. Κάτι ξεχνάω νομίζω. Ανεβαίνω μια ανηφόρα αγκαλιά με τα ψώνια από το σούπερ μάρκετ, κατεβαίνω μια κατηφόρα και φτάνω κάθιδρη και σκασμένη στην είσοδο του σπιτιού.
Ψάχνω ένα πεντάλεπτο να βρω τα κλειδιά μέσα σε μια τσάντα με χιλιάδες αποδείξεις, κοκαλάκια για τα μαλλιά που όταν χρειάζομαι ποτέ δεν βρίσκω και το άδειο πια τάπερ που πήρα σήμερα στη δουλειά. Άδειο πια γιατί οι δύο κουταλιές σπανακόριζο που είχαν μείνει, χύθηκαν στο εσωτερικό της τσάντας. Δεν είχα κλείσει καλά τη σακούλα. Βγάζω το χέρι μου με τα κλειδιά, ρύζια, δύο αναπτήρες και ένα κραγιόν που έψαχνα κανένα μήνα τώρα.
Ανεβαίνω σπίτι αφού έφαγα άλλα δέκα λεπτά να ψάχνω μέσα στις στοίβες με τους λογαριασμούς μήπως υπάρχει κανένας δικός μου. Βρίσκω αυτόν της ΔΕΗ και κλαίω λίγο ακόμα μέσα στο ασανσέρ. Με κοιτάω στον καθρέφτη και είμαι για φτύσιμο. Ξεμαλλιασμένη, ξεμυξιασμένη, με κόκκινα μάτια και λίγο σπανάκι κολλημένο στο κούτελο. Κάτι ξεχνάω νομίζω.
Ξεκλειδώνω την πόρτα και φιλάω τον σκύλο. Του βάζω να φάει και χωρίς να αφήσω την τσάντα, βγάζω από τη σακούλα τα κρεμμύδια. Χτυπάω ένα μπαμπάτσικο στο multi. Βγάζω τις κατεψυγμένες μπάμιες και αρπάζω το μαχαίρι. Μια σκέψη θα ήταν να κόψω τις φλέβες μου, αλλά εν τέλει καθαρίζω την πατάτα, ξεπλένω τα κοπανάκια του κοτόπουλου και τρέχοντας ανοίγω το θερμοσίφωνο.
Μωρέ κάτι ξεχνάω νομίζω. Το σκυλί έχει φάει και με κοιτάει στα μάτια. Συνειδητοποιώ ότι έχω ξεχάσει να πάρω ψωμί. Θεέ μου τι σπίτι είναι αυτό; Θα προλάβω να ρίξω κανένα σκούπισμα; Να σκουπίσω ή να ξυριστώ; Θα το σκεφτώ σε λίγο. Έχω (πότε ακριβώς δεν θυμάμαι καν) ρίξει λάδι στην κατσαρόλα που ήδη τσιτσιρίζει ανάλαφρα και ρίχνω το κοτόπουλο. Το φέρνω βόλτες. Πρέπει λίγο να ψηθεί. Μη μου γίνουν μιαμιά οι μπάμιες μετά. Ρίχνω και το κρεμμύδι.
Πάντα με την τσάντα στο χέρι ξεκινάω να πλένω τα πιάτα, ενώ συγχρόνως ανακατεύω το κρέας. Το σκυλί μουρμουρογρυλίζει κάτι το οποίο πιθανώς σημαίνει «τι θα γίνει μωρή; Θα βγούμε έξω ποτέ μας;». Να θυμηθώ να του βάλω φάρμακο στο αυτί. Κάτι ξεχνάω, κάτι ξεχνάω.
Κόβω και ρίχνω την πατάτα μέσα στην κατσαρόλα ανακατεύοντας. Σε πολύ λίγο προσθέτω τις μπάμιες, το μαϊντανό και λούζω με μισό λεμόνι. Χτυπάω την ντομάτα στο διαβολάκι, τη ρίχνω και αυτή μαζί με αλάτια, πιπέρια, και λίγο τσίλι σε σκόνη. Προσθέτω νερό και τα αφήνω για λίγο ακόμα στη δυνατή φωτιά. Πλένω τα υπόλοιπα πιάτα, φιλάω το σκύλο ξανά που με αγριοκοιτάζει, του βάζω λουριά, χαμηλώνω φουλ το φαΐ και ξαναβγαίνω από το σπίτι με την ελπίδα να μην το μπουρλοτιάσω. Στο παρκάκι αρχίζει να χτυπάει το τηλέφωνο.
Είναι μια φίλη που μου παραπονιέται ότι την έχω ξεχάσει, ο μπαμπάς μου, μια συνάδελφος για μια ερώτηση και τελικά εκείνος, που μου λέει ότι θα αργήσει το πολύ μια ώρα και ότι μ΄ αγαπάει. Και εγώ τον αγαπάω. Αλλά δεν προλαβαίνω. Παίρνω το σκύλο και πάω στο φούρνο για το ψωμί, στο σούπερ μάρκετ ξανά για μπατονέτες, στο φαρμακείο γιατί μου τελείωσε 5 μέρες η ενυδατική και κοντεύω να ξεραθώ σαν τη σαύρα.
Νομίζω τα πήρα όλα, αλλά πάλι νιώθω ότι κάτι ξεχνάω. Ο σκύλος τα’ κανε, εγώ έκανα τα υπόλοιπα ψώνια και τώρα τρέχω εκατοστάρι για να προλάβω την πυρκαγιά από τις μπάμιες. Ανεβαίνω την ανηφόρα ξανά, κατεβαίνω την κατηφόρα, μπαίνω στο ασανσέρ και συνειδητοποιώ ότι ξέχασα το ψωμί στο φαρμακείο. Τρέχω πίσω γρυλίζοντας σαν το σκύλο. Επιστρέφω περίπαθη στο σπίτι και ευτυχώς με προϋπαντεί μια λαχταριστή μυρωδιά.
Τουλάχιστον δεν έκαψα το σπίτι. Αφήνω την τσάντα, αλλάζω νερό στο σκύλο και κλείνω το θερμοσίφωνο. Συνειδητοποιώ ότι τα ρούχα στην απλώστρα είναι από τη Δευτέρα. Έλεος. Τα μαζεύω, στρώνω το κρεβάτι και πλένω δύο τελευταία πιάτα. Ανοίγω και κλείνω στα ενδιάμεσα καμία εκατοσταριά φορές την κατσαρόλα προσθέτοντας αλάτια και πιπέρια, κυρίως όμως γιατί είμαι εμμονική και δεν έχω ακόμα βγάλει τα παπούτσια μου από τις 9 το πρωί. Να βάλω πλυντήριο που τα ρούχα είναι βουνό ή να ξυριστώ; Θα ξυριστώ, σκασίλα μου. Ανακατεύω το φαΐ ανακινώντας την κατσαρόλα. Ποτέ με κουτάλι. Κάτι ξεχνάω.
Ξεσκονίζω λίγο το τραπεζάκι του σαλονιού και στρώνω το ριχτάρι του καναπέ. Βγάζω επιτέλους τα παπούτσια μου. Όλα τα βγάζω. Κάνω μπάνιο με καυτό νερό, αλλά το άγχος της μπάμιας που πάλι μόνη της αρμενίζει μέσα, με κάνει να κοπώ σε τρία σημεία. Βγαίνω ζεματισμένη σαν κοπανάκι και ματωμένη, ξανά ανακατεύω το φαΐ, αλλάζω μαξιλαροθήκες, ψάχνω να βρω να βάλω κάτι casual αλλά και σέξι, τι σκατά να βάλω όμως που μετά βίας βρίσκω ένα καθαρό βρακί.
Το φαΐ είναι σχεδόν έτοιμο και εγώ ακόμα προσπαθώ κάπως να πιάσω το άλουστο μαλλί για να είναι πιο αξιοπρεπές. Το κουδούνι χτυπάει και είναι εκείνος, πιο νωρίς από ότι περίμενα. Έχει φέρει γλυκά και κρασί και τι ωραία που μυρίζουν όλα και τι ωραία που μυρίζω και εγώ και οι μπάμιες. Τρώμε, πίνουμε, κάνει ένα μπάνιο και εκείνος, μιλάμε λίγο για την ημέρα, για το σκύλο, για το πόσο ωραίο στήθος μου κάνει αυτό το μπλουζάκι, το κάνουμε πάνω στο καναπέ με τον σκύλο να γρυλίζει.
Ξαπλώνουμε στο κρεβάτι λιώμα από την κούραση και συζητάμε για το πόσο δεν έχουμε χρόνο ούτε για ζήτω, δεν υπάρχει το πόσο γρήγορα τρέχει η μέρα. Του λέω ότι έχω απηυδήσει με το σπίτι, μου λέει ότι αύριο θα κάνει αυτός τη φασίνα (ναι, καλά) και λέμε λίγο ακόμα ότι οι ρυθμοί που ζούμε είναι απλά εξωφρενικοί. Πώς γίνεται να μην υπάρχει καιρός ούτε για τα βασικά;
Με παίρνει αγκαλιά και μου φιλάει τα μαλλιά (άλουστη ξεάλουστη η αγάπη, αγάπη). Χαλαρώνω για ένα λεπτό ακριβώς. Κάτι ξεχνάω. Κάτι ξεχνάω και δεν έχω χρόνο ούτε να σκεφτώ. Κάτι ξεχνάω και τελικά θυμάμαι τι είναι. Είναι το τεστ εγκυμοσύνης που έκανα σήμερα στο γραφείο. Just in case το έκανα. Σίγουρα τα ορμονικά μου και το άγχος με τον κωλοχρόνο θα φταίνε για την καθυστέρηση. Το έχω αφήσει μέσα στην τσάντα από το μεσημέρι. Έπεσε δουλειά και δεν πρόλαβα καν να περιμένω τα λεπτά που έπρεπε.
Σηκώνομαι απότομα ενώ εκείνος πετάγεται τρομαγμένος και με ρωτάει τι συνέβη. Κουτρουβαλάω στα σκοτάδια, βρίσκω ως εκ θαύματος την τσάντα και ψαχουλεύω ανάμεσα σε κάτι γλιστερό. Σπανακόρυζο. Βρίσκω το τεστ μέσα στο κουτί του. Το κρατάω στο χέρι μου και ανάβω το φως ενώ εκείνος συνεχίζει να ρωτάει τι με έπιασε στα καλά του καθουμένου. Άμα κάνεις παιδιά χαιρέτα τον τον ελεύθερο χρόνο σου λένε. Ποιόν ελεύθερο χρόνο; Γελάω. Ή καλύτερα να βάλω τα κλάματα; Οκ. Ανάμεσα σε τόσα αρνητικά σήμερα, ιδού το θετικό σου, κοριτσάκι μου γλυκό.