- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
1 κρεμμύδι
1 καρότο
1 πατάτα
Ρύζι νυχάκι
1 ½ λεμόνι
1 αυγό
Αλάτι
Πιπέρι
Γυρίζω σπίτι και με προϋπαντούν το σκυλί και τα φταρνίσματα της. Και της το είχα πει μέρες τώρα με αυτόν το βρωμοκλιματισμό. Ιδανική εποχή για κρυώματα η αρχή του φθινοπώρου. Ξεκίνησε με μερικά δέκατα και λίγο βήχα και να τη τώρα ξαπλωμένη στον καναπέ με 39,5 πυρετό, κλειστό λαιμό και κόκκινα μάτια.
Είναι περίεργο γιατί δεν αρρωσταίνει σχεδόν ποτέ. Σχεδόν πάντα, δίνει την αίσθηση ότι είναι άτρωτη. Στη συμπεριφορά, στη δουλειά, στη σχέση μας. Σαν να μην έχει ποτέ ανάγκη από κάτι. Από κάποιον. Σχεδόν βραχυκλώνω που τη βλέπω έτσι αδύναμη, εξουθενωμένη, σαν κοριτσάκι μικρό. Είναι ίσως η πρώτη φορά που έχει αρρωστήσει, όσο καιρό είμαστε μαζί.
Πάω κοντά της και κάθομαι στην άκρη του καναπέ. Ανοίγει τα μάτια και με κοιτάζει σαν μωρό, σαν κουτάβι. Βάζω το χέρι μου στο μέτωπο της. Καίγεται. Κανονικά όμως. Της χαϊδεύω τα μαλλιά και σκύβω να της φιλήσω τα κόκκινα από τον πυρετό μάγουλα. «Μη, θα σε κολλήσω» μου λέει εξαντλημένη. Και σε αυτή την κατάσταση, εμένα προσπαθεί πάλι να προστατέψει. Όπως πάντα.
Της φιλάω απαλά τα χείλια, τα μάτια, την κορυφή του κεφαλιού. Σηκώνομαι και ανάβω το θερμοσίφωνο. Πηγαίνω στην κουζίνα και βάζω την κατσαρόλα στο μάτι με μπόλικο νερό. Βγάζω το κοτόπουλο από το ψυγείο και το πλένω σχολαστικά. Καθαρίζω ένα κρεμμύδι, ένα καρότο και μια πατάτα. Περιμένω λίγα λεπτά τακτοποιώντας την κουζίνα και ρίχνω το κρέας και το κρεμμύδι στο βραστό νερό. Πάω στον καναπέ και τη σηκώνω αγκαλιά αμίλητος. Δεν αντιστέκεται και δεν με ρωτάει τίποτα. Με εμπιστεύεται;
Τη βάζω στο μπάνιο και της βγάζω ένα-ένα τα ρούχα. Το χλιαρό νερό την ανατριχιάζει μόλις πρωτοπέφτει πάνω της και σε λίγο, τρίβοντας της απαλά την πλάτη, την ακούω που βγάζει ένα αναστεναγμό ανακούφισης. Το δέρμα της είναι ζεστό και απαλό. Οι θηλές της σκληραίνουν. Κρυώνει. Κλείνω το νερό, την σκουπίζω προσεκτικά παντού, της βάζω ένα καθαρό νυχτικό και την ξαπλώνω στο κρεβάτι, κάτω από τα δροσερά σεντόνια.
Το σκυλί μας παρακολουθεί και σε λίγο έρχεται και ξαπλώνει μπροστά από τα πόδια του κρεβατιού. Το καταλαβαίνει ότι είναι άρρωστη. Της δείχνει ότι την προστατεύει. Κι εγώ αυτό θέλω. Να την προστατεύω. Εκείνη, που δεν χρειάζεται ποτέ προστασία. Που πάντα τα έχει όλα υπό έλεγχο. Που δεν της ξεφεύγει ποτέ τίποτα. Που είναι εκεί πάντα για όλους και για όλα. Πάντα εκεί για μένα.
Πάω πίσω στην κουζίνα, ξαφρίζω το κοτόπουλο και ρίχνω μέσα στο ζουμί την πατάτα και το καρότο. Κλείνω την κατσαρόλα και χαμηλώνω λίγο τη φωτιά. Την ακούω που βήχει και ψάχνω ένα φυτικό σιρόπι λαιμού που κάπου έχουμε καταχωνιασμένο. Πάω μέσα με το κουτάλι στο χέρι και την ακούω να μου ζητάει να την πάρω αγκαλιά. Βγάζω τα παπούτσια μου, ξαπλώνω και αγκαλιάζω το καυτό της σώμα από πίσω.
Έτσι όπως την έχω τόσο μικρή και αδύναμη στην αγκαλιά μου, νιώθω την καρδιά μου να λιώνει. Συγκινούμαι, δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω. Πρώτη φορά νιώθω έτσι. Θέλω να της ορκιστώ, εκεί στο ζεστό της μικρό αυτάκι, πράγματα που δεν της έχω πει ποτέ. Ότι θα είμαι πάντα εδώ. Ότι δεν χρειάζεται να ανησυχεί για τίποτα. Ότι μπορεί έστω για μια φορά να αφεθεί. Να αφήσει τον έλεγχο. Να κρυώσει με την ησυχία της. Να είναι αδύναμη, μικρή και ταλαιπωρημένη με την ησυχία της.
Θέλω να της ορκιστώ ότι δεν θα τη θέλω ούτε λίγο λιγότερο αν αφήσει να φανεί αυτή της η πλευρά. Δεν πειράζει, αν πού και πού φοβάται, ανησυχεί, φρικάρει ή απλά κολλάει μια ίωση. Θέλω να της πω χίλια πράγματα. Αν μπορούσα να βρω λέξεις για ό,τι νιώθω, για την καρδιά μου που χτυπάει τόσο γρήγορα. Το σ΄ αγαπώ μου φαίνεται λίγο για κάποιο λόγο. Τι να της πω για να καταλάβει;
Παραμερίζω λίγο μερικές τούφες, της φιλάω το αυτί και εκεί, ενώ εκείνη είναι σχεδόν βυθισμένη και αναπνέει ρυθμικά της το ψιθυρίζω, γιατί είναι το μόνο τελικά που θέλω να της πω αυτή τη στιγμή, που εγώ και αυτή είμαστε ξαπλωμένοι σε αυτό το κρεβάτι. «Θέλω να ζήσουμε μαζί. Πάντα. Θέλω να κάνουμε μωρά. Θέλω να παντρευτούμε».
Δεν είμαι σίγουρος αν το άκουσε. Δεν είμαι σίγουρος αν το κατάλαβε μέσα στον πυρετό της. Δεν είμαι σίγουρος καν αν την έχει πάρει ο ύπνος. Το μόνο που συνεχίζω να ακούω είναι η ρυθμική της αναπνοή. Κατά πάσα πιθανότητα κοιμάται. Έχει υπάρξει ποτέ πιο παράδοξη πρόταση γάμου στη γη;
Σηκώνομαι αθόρυβα, επιστρέφω στην κουζίνα με την καρδιά μου να χτυπάει ακόμα πιο δυνατά από πριν. Βγάζω το κρέας και τα λαχανικά και τα τοποθετώ σε μια πιατέλα. Ρίχνω το ρύζι, βάζω αλάτι και στύβω ενάμιση λεμόνι. Χτυπάω το αυγό και προσθέτω αργά το λεμόνι. Το ρύζι είναι έτοιμο. Ρίχνω το αυγολέμονο ενώ ανακατεύω και στέλνω φιλιά προς το μίγμα, όπως έκανε πάντα η μάνα μου. Για να γλυκαθεί και να μην κόψει.
Βγάζω την κατσαρόλα από το μάτι και αφήνω λίγο το φαγητό να ξεκουραστεί. Ξεπλένω τα πιάτα. Βάζω σε ένα βαθύ σούπα και λίγο φρέσκο πιπέρι. Πηγαίνω αργά προς την κρεβατοκάμαρα μέσα στην απόλυτη σιωπή. Ανοίγω το πορτατίφ και τη βλέπω να ανοίγει τα μάτια σαν αγουροξυπνημένη. «Να φας λίγο μωρό μου και ξανακοιμάσαι» της λέω.
Σιγουρεύομαι ότι δεν άκουσε τίποτα από όσα της είπα, κοιμόταν. Λογικό. Κοιμόταν. Την ανασηκώνω λίγο και φτιάχνω τα μαξιλάρια στην πλάτη της. Έχουμε βρεθεί εγώ και αυτή ξανά σε τέτοια σιωπή; Παίρνω μια μεγάλη κουταλιά σούπα και τη φυσάω να κρυώσει, πριν της τη δώσω. Τρώει σχεδόν με κλειστά μάτια. Μία κουταλιά, δύο τρεις. «Δεν μπορώ άλλο» μου λέει ξέπνοη και ξανακουκουλώνεται στα σεντόνια, αγκαλιάζοντας το μαξιλάρι. Παίρνω το πιάτο και ετοιμάζομαι να σηκωθώ. Λίγο πριν βγω από το δωμάτιο, την ακούω να μου λέει ψιθυριστά:
TΕΛΟΣ Α΄:
Λίγο πριν βγω από το δωμάτιο, την ακούω να μου λέει ψιθυριστά:
«Είναι η πρώτη φορά εδώ και ένα χρόνο που αρρωσταίνω. Η πρώτη φορά εδώ και ένα χρόνο που μου μαγείρεψες κάτι. Εγώ όμως αρρωσταίνω σπάνια. Σχεδόν ποτέ. Ποτέ βασικά. Θέλω να κοιμηθείς στον καναπέ σήμερα. Και αύριο, θέλω να φύγεις από το σπίτι».
ΤΕΛΟΣ Β΄:
Λίγο πριν βγω από το δωμάτιο, την ακούω να μου λέει ψιθυριστά:
«Και΄ γω καρδιά μου. Και ΄γώ θέλω.»