Θεματα

Μαρμελάδα φράουλα και μια τύψη

Όταν σου έλεγα ότι δεν έχω νιώσει κανέναν άλλον έτσι μέσα μου, έλεγα ψέματα.

2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Υλικά:

1 κιλό φράουλες

1 κιλό ζάχαρη

Χυμός από μισό λεμόνι

Όποτε φοβάμαι, κρύβομαι στις αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων. Κάτι τέτοιες στιγμές φτιάχνω στο μυαλό μου μια κόκκινη θάλασσα από φράουλες και ξαπλώνω νωχελικά με μια ελαφριά δυσπεψία, ακριβώς όπως όταν ήμουν μικρή. Δεν είχα ποτέ όριο στο δάχτυλο που βουτάει μέσα στο βαζάκι με το αγαπημένο γλυκό. Πάντα όμως στα κρυφά.

Τώρα που μεγάλωσα, αυτή η θάλασσα από σιρόπι μού δημιουργεί μια ζεστή ψευδαίσθηση ασφάλειας. Ακόμα και όταν τελικά πνίγομαι (ή κρύβομαι;) μέσα της βγάζοντας φραουλένιες μπουρμπουλήθρες. Μερικές φορές, οι πιο αγνές παιδικές μνήμες είναι και οι πιο επικίνδυνες.

Όπως και να έχει, εγώ όποτε φοβάμαι, πάντα θα γυρνάω σε αυτό που νομίζω ότι γνωρίζω. Σήμερα γνωρίζω ότι θα φτιάξω ξανά, μαρμελάδα φράουλα σαν αυτή που μου έμαθαν να φτιάχνω. Σήμερα νομίζω, ότι έφυγες οριστικά. Φοβάμαι και ψάχνω ψυχάτες φράουλες, ώριμες αλλά γεροδεμένες. Τις πλένω καλά και κόβω τα κοτσάνια τους.

Όταν σου έλεγα ότι είσαι το κέντρο στη ζωή μου, έλεγα ψέματα. Το κέντρο θα είμαι πάντα εγώ. Βάζω τις φράουλες σε μια λεκάνη και τις λιώνω, τόσο όσο να διακρίνονται από τον αιμάτινο πολτό μερικά κομμάτια του φρούτου. Κάνει το μείγμα να δείχνει ακόμα πιο λαχταριστό.

Όταν σου έλεγα ότι αν φύγεις θα πεθάνω, έλεγα ψέματα. Κοίτα με τι καλά που ακόμα ζω και ονειρεύομαι τη μαρμελάδα μου πάνω σε φρεσκοφουρνισμένα ψωμιά. Παλεύω λίγο ακόμα με τις λιωμένες φράουλες, αλλά μόνο και μόνο για να απασχολώ τα χέρια μου. Να δεις ότι και αυτό το λέω για να δραματοποιήσω περισσότερο τη σκηνή.

Όταν σου έλεγα ότι δεν έχω νιώσει κανέναν άλλον έτσι μέσα μου, έλεγα ψέματα. Έχω νιώσει και άλλους. Πιο καλά, πιο κακά, έχει όμως συμβεί. Λόγια που λέμε όταν ιδρώνουμε για να κάνουμε το αίσθημα ακόμα πιο καυτερό. Δεν τα υποτιμώ. Απλά δεν είναι η πραγματική αλήθεια.

Βάζω τις φράουλες, το χυμό από το λεμόνι και τη ζάχαρη σε μια κατσαρόλα να βράσουν σε φωτιά δυνατή. Κάθομαι από πάνω και τα κοιτάζω. Μέγα λάθος αυτό, γι΄ αυτούς που ξέρουν από μαγειρική. Ό, τι νιώθεις περνάει μαγικά στη γεύση και εγώ τώρα φοβάμαι. Ξαφρίζω το παχύρρευστο ζουμί και αγωνιώ. Μήπως τώρα που έφυγες πια οριστικά, γίνεις ξαφνικά σημαντικός για μένα. Μην πάθω αυτό που συχνά συμβαίνει στους θύτες των μικρών καθημερινών ερωτικών εγκλημάτων. Μήπως μέσα από την τόσο ηχηρή σου απουσία εκτιμήσω την νωθρή σου παρουσία, μετανιώσω και πονέσω.

Μην το πεις πουθενά, αλλά όσο ζούσαμε μαζί, κάπου-κάπου ευχόμουν λίγο να πονέσω. Ήσουν πάντα τόσο περιποιητικός, τόσο δεκτικός. Ακόμα και όταν με έπαιρνες δυνατά. «Σε πονάω;» ρωτούσες ανήσυχος. Ανακατεύω με την ξύλινη κουτάλα και θα ανακατεύω για ώρα. Όσο πιο προσεκτικός ήσουν εσύ σε κάθε πιθανή σου έκφανση μέσα στον έρωτα μας, τόσο απρόσεκτη γινόμουν εγώ, τόσο χαοτική, γεμάτη κυκλοθυμίες και συναισθηματικές μεταπτώσεις και υστερίες χωρίς αιτίες και εξωφρενικά προσποιητούς οργασμούς, μήπως σε προκαλέσω. Μήπως σου σπάσω το φράγμα της φρόνιμης νοικοκυρεμένης σου αγάπης.

Θα μείνω εδώ να ανακατεύω μέχρι η μαρμελάδα να μεταμορφωθεί παχύρρευστα, μέχρι να γίνει η νύχτα μέρα, μέχρι να αποδεχτώ το φόβο μου. Ν΄ αποδεχτώ ότι τώρα αυτή τη στιγμή που πια δεν παίρνεις τηλέφωνο, δεν ψάχνεις, δεν αναζητάς και δεν υπάρχεις, τώρα μόνο σ΄ αγαπώ, τώρα μόνο σου χύνω με ειλικρίνεια έτσι όρθια στην κουζίνα βάζοντας την καυτή έτοιμη μαρμελάδα σε βαζάκια, κλείνοντας τα καπάκια και τοποθετώντας τα ανάποδα.

Μέχρι η ανάμνηση των παιδικών μου χρόνων, η πλασματική ασφάλεια μου να κρυώσει και να μπορέσω τελικά να χώσω το δάχτυλο μου μέσα της. Τώρα πια, πιο φανερά από ποτέ γλυκέ μου.