Resto

Πίπις: Ένα νόστιμο μεζεδοπωλείο για να μην χαθείς στην πιάτσα του Κεραμεικού

Τα πιάτα του όλα φανερώνουν καλό, γυναικείο χέρι

Ελένη Ψυχούλη
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Πίπις, Κεραμεικός

Ο Πίπις στον Κεραμεικό είναι μεζεδοπωλείο αλλά οι μερίδες του είναι χορταστικές και πολύ πολύ νόστιμες

Ο Κεραμεικός εξελίσσεται σε ένα τεράστιο Λούνα Παρκ αναψυχής για ενήλικες. Διασχίζοντας τα δρομάκια και με φόντο το τοπίο με τα παλιά νεοκλασικά, τις γαζίες, τις βουκαμβίλιες και τις ανθισμένες αυλές που λες και βγήκαν από πίνακες του Τσαρούχη αλλά χωρίς τους ναύτες, φώτα, κόσμος και μουσικές, όλα σε καλούν, εσένα τον διψασμένο για διασκέδαση. Ο Κεραμεικός είναι χαρά Θεού και για τον τουρίστα, κυρίως, όμως, νοιώθεις πως τα μαγαζιά του έχουν φτιαχτεί για σένα τον Αθηναίο, σε όποια φυλή και να ανήκεις. Δεν μυρίζουν τουριστίλα, δεν φτιάχτηκαν για τα μάτια μιας αρπαχτής, έχουν προσωπικότητα, κρατάνε το επίπεδο που δυστυχώς ξέφυγε από τον έλεγχο του Γκαζιού, της Πλάκας ή του Ψυρρή.

Ο Κεραμεικός αγαπάει τον εναλλακτικό, καλοδέχεται και τον μέινστριμ. Η Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι η ναυαρχίδα του χαμού, εκεί που δεκάδες μαγαζιά το ένα μεσοτοιχία με το άλλο, δεν χωράνε να εξυπηρετήσουν το κοινό του Σαββατοκύριακου, που αναζητά μια (δυσεύρετη) θέση στους γύρω δρόμους. Αν έχεις κατέβει με διάθεση να φας κάτι χορταστικό, κάτι που να μιλά ελληνικά χωρίς όμως να είναι κλασική ταβέρνα, αν δεν έχεις όρεξη οι γίγαντες να μπλέκονται με φύκια νόρι και γουασάμπι, αν δεν θέλεις να καταθέσεις ένα μισθό, και αν όλα αυτά ποθείς να τα συνδυάσεις με ένα μέρος που να έχει και ένα ντεκόρ νοσταλγικό, κόζι και ολίγον κινηματογραφικό και σέξι, τότε ο Πίπις, είναι ο άνθρωπός σου. Ή το μεζεδοπωλείο σου.

Πίπις, το χορταστικό μεζεδοπωλείο του Κεραμεικού

Ο Πίπις δεν είναι αγόρι αλλά η ιδιοκτήτρια κυρία Σοφία και ο Πίπις είναι το αγαπημένο της ψαράκι! Από τις ριγέ τέντες, μέχρι τα παλιά αμπαζούρ με το γλυκό φως, τα τραπεζομάντιλα και όλο το στήσιμο που θυμίζει ευρωπαϊκό μπιστρό αλλά και παλιό αστικό ελληνικό καφενείο, όλα μυρίζουν θηλυκό άρωμα σε αυτό το μεζεδοπωλείο. Με την πρώτη μπουκιά του φαγητού, θα το επιβεβαιώσεις. Και όχι γιατί η Σοφία μαγειρεύει μαμαδίστικα. Εξάλλου, δεν υπάρχει πιο φλου αρτιστίκ αερολογία για να περιγράψεις μια γεύση. Εκτός και αν μου αναφέρεις μια συγκεκριμένη μαμά, που την ξέρουμε και οι δυο. Εδώ, λοιπόν, έρχεται λίγο πιο «σιτεμένος» κόσμος και όχι ακριβώς οι εικοσάρηδες της εναλλακτικής Κεραμεικιώτικης πιάτσας αν και δίπλα μας, καθόταν μόνο παλληκάρι, το οποίο είχε παραγγείλει το μισό μενού στην καθισιά του-ίσως γιατί ο Πίπις με το φαγητό του, μπορεί εύκολα να σου θεραπεύσει μια κρίση μοναξιάς, όταν το σπίτι σου είναι μακριά και εσύ πεινασμένος για θαλπωρή.

Εννοείται πως είχε και ερωτευμένα ζευγαράκια, καθότι το συναισθηματικό ντεκόρ του Πίπι αρμόζει ταμάμ στη διάθεσή τους. Αυτό, λοιπόν, το μαγαζί, το βρήκα στο facebook. Και κόλλησα στις αναρτήσεις της Σοφίας, η οποία δεν ανεβάζει τα πιάτα της αλλά ό,τι ψωνίζει κάθε μέρα: λαχταριστά ζοχάρια με τη δροσιά του βουνού ακόμη πάνω τους, καλαμάρια, γαυράκια, σαρδελάκια, σαλάχια, πορφυρές γαρίδες Κοιλάδας και βασιλικά καβούρια που λες και μόλις έπεσαν από το δίχτυ, σπαρταριστά με σημείο φρεσκάδας ορατό ακόμη και μέσα από μια άψυχη φωτογραφία. Διέσχισα, λοιπόν, το κατώφλι με τη βεβαιότητα μιας επερχόμενης νοστιμιάς. Διότι η κυρία Σοφία, θα πρέπει να ’ναι εγκληματίας αν δεν περιποιείται αναλόγως την πολύτιμη πραμάτεια της, κάτι που δεν μου πέρασε καν από το μυαλό. Ήταν μια κρύα νύχτα, από κείνες που ζητάς κάτι πλούσιο, κάτι με μπόλικες θερμίδες της ζεστασιάς. Όρεξη για ψάρι δεν μου βγήκε και δεν το μετάνιωσα.

Το φαγητό στο μεζεδοπωλείο Πίπις

Ένα βουνό ζεστά χορταράκια ήρθαν στο αντικέ πιάτο της γιαγιάς. Δίπλα, ένα λεμονάκι, αν αγαπάς τα ξινά. Τίποτα δεν έλειπε από αυτά τα χορταράκια. Όλα λειτουργούσαν στο απόλυτο. Το ελαιόλαδο, το αλάτι, το λεμόνι και κυρίως, στο πώς όλα αυτά είχαν δουλευτεί και συνομιλήσει με το φρέσκο σταμναγκάθι. Γιατί τελικά, δεν μου λέει τίποτα να μου πετάξεις στο πιάτο ένα λιβάδι χόρτα αφήνοντάς με να φτιάξω τη γεύση τους μόνη μου. Στο εστιατόριο βγαίνω για να με περιποιηθούν, να γευτώ την άποψή του, την πρότασή του, ακόμη και αν αυτή αφορά μια χούφτα χειμωνιάτικα χόρτα. Πήραμε και μια γαλομυζήθρα Χανίων, βουτυράτη και γευστικότατη, σερβιρισμένη με μια κατακόκκινη, ολόγλυκη ντομάτα, που είχε μπερδέψει τις εποχές και νόμιζε πως ήταν Αύγουστος.

Μετά, ήρθαν τα κεφτεδάκια με την πιο χρυσαφένια, κρατσανιστή, ολόγλυκια τηγανητή πατάτα στο πλάι τους. Κεφτές με άρωμα, με υφή, κυρίως, όμως, με καλό, πλούσιο στη γεύση του, κρέας. Τα αβγά με πατάτες Νάξου, σε εκδοχή που θυμίζει καγιανά, ζουμερά και νοστιμότατα. Από τα αρκετά πιάτα ημέρας, πήραμε μοσχαρίσια μάγουλα με μακαρούνες. Και ήταν σαν να μας χάρισαν τον κόσμο! Λουκούμι κρέας, χωρίς υπερβολικές σάλτσες για να αφήνει και τις μακαρούνες να πουν τα δικά τους λόγια στο πιάτο, με μπόλικο τριμμένο τυράκι.

Στην ταμπέλα του γράφει Μεζεδοπωλείο αλλά με μερίδες που χορταίνουν δυο πεινασμένους θα προτιμήσω να το χαρακτηρίσω α λα παλαιά, Εδεσματοπωλείον. Καθότι, έδεσμα ό,τι σου σερβίρει. Στην κλασική και πετυχημένη συνταγή: όταν ο μαγαζάτορας μαγειρεύει ο ίδιος το φαγητό του και είναι και μερακλής, η συνταγή, αλάνθαστα, δεν μπορεί παρά να πετύχει!

Μ. Αλεξάνδρου 86, 6976615881