Resto

Στο Τριφύλλι για κεφτέδες από εκείνο το παλιό, ίδιο τηγάνι

Το κουτούκι που τόσο αγάπησαν οι Παναθηναϊκοί ζει και βασιλεύει

Ελένη Ψυχούλη
Ελένη Ψυχούλη
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Τριφύλλι

Το Τριφύλλι, δίπλα στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, συνεχίζει να φτιάχνει αχτύπητους κεφτέδες κι όλα τα ωραία μιας παλιάς αθηναϊκής ταβέρνας

Το πιο «πράσινο» από τα κουτούκια της πόλης, στην ταμπέλα του πάντα τόνιζε πως είναι «Οινομαγειρείον». Ποια η διαφορά, άραγε, ανάμεσα στα δυο; Ο Γιώργος Πίττας στο βιβλίο του για την Ελληνική Ταβέρνα, έχει να μας δώσει μια απάντηση: «το κουτούκι προέρχεται από την τούρκικη λέξη kutuk, που σημαίνει "κούτσουρο” και τα κουτούκια ταύτισαν την ύπαρξή τους με τα υπόγεια ξυλάδικα, τα καβουρνιάρικα και τα οινοπωλεία, που στην αρχή, με μια ψησταριά ή ένα τηγάνι ετοίμαζαν κάτι πρόχειρο ή της ώρας, μια τηγανητή μαρίδα ή ένα συκωτάκι, για τους πεινασμένους της γειτονιάς, που σταματούσαν να “τσιμπήσουν” κάτι στο πόδι». Με τα βαρέλια της ρετσίνας, το χαμηλό χαμόσπιτο με την πατιναρισμένη από τον χρόνο τσιμεντοκονία, την πράσινη λαδομπογιά στους τοίχους, τα παράταιρα τραπεζομάντιλα στη στενή του αυλίτσα, είναι το παλιό κουτούκι που είχε αστέρι και σώθηκε, ζωντανό κύτταρο ενός εθνικού ψυχισμού που τιμά τη ρετσίνα στις εποχές του chardonnay. Όσο ακόμη!

Τριφύλλι, το κουτούκι δίπλα στο γήπεδο του Παναθηναϊκού

Τριφύλλι

Εδώ που οι παράγοντες του Παναθηναϊκού σερβιριζόντουσαν το κοκκινέλι κατευθείαν από την κάνουλα, εδώ που ο Μπιθικώτσης εμπνεύστηκε «Τ’ Αποστόλη το κουτούκι», ήταν πάντα το «σπίτι» του Κώστα που ήταν οδηγός φορτηγού και της Κούλας που το 1956 άναψε τα πρώτα κάρβουνα. Σουβλάκια για τους φιλάθλους, μετά το ματς της Κυριακής. Σιγά-σιγά, μπήκαν τα κεφτεδάκια στο τηγάνι, η φασολάδα στην κατσαρόλα και το Τριφύλλι, προήχθη σε οινομαγειρείο. Εδώ στέριωσαν, έκαναν τα παιδιά τους, τον Γιώργο και τη Χρυσούλα. Βαρελίσια ρετσίνα, μπακαλιάρος με κρούστα τραγανή-εγγύηση, καλές τιμές. Φαγητό λαϊκό στα Κουντουριώτικα, όπως λεγόταν τότε η γειτονιά από την Αμερικάνικη Πρεσβεία ως τα σύνορα του Γκύζη, τη Νεάπολη και τον Λυκαβηττό.

Τριφύλλι

Το Τριφύλλι δεν το αγάπησαν μόνο οι Παναθηναϊκοί. Διανοητές και ταβερνολάγνοι, καλλιτέχνες και πολιτικοί, μαζί και οι επισκέπτες των φυλακών Αβέρωφ που μέχρι το 1971 στεγαζόντουσαν στον σημερινό Άρειο Πάγο, κόσμος και κοσμάκης, να μετράς καλύτερα όσους δεν πέρασαν ποτέ από δω, παρά τους θαμώνες. Σαν πέθανε ο κυρ Κώστας, ανέλαβε ο γιός με τη μαμά Κούλα. Ο κυρ Γιώργος Καρούντζος, δεν ήταν και πολύ βολικός άνθρωπος. Μόλις έμπαινες, με ένα νόημα σου έδειχνε την ταμπέλα «Βιαστικοί και νευρικοί σερβίρονται αύριο» ρωτώντας σε ποιά κατηγορία ανήκεις. Να σε βάλει από την αρχή στη θέση σου, μην αρχίσεις τις απαιτήσεις. Ενορχηστρώνοντας τρία ταυτόχρονα τηγάνια, τηγάνιζε, σέρβιρε, μάζευε τραπέζια. Από το παραπορτάκι έβλεπες και την Κούλα, με τη νυχτικιά, τη ρόμπα και τις παντόφλες να του παραδίδει από το πίσω κουζινάκι μια μερίδα λαχανοντολμάδες ή να ρίχνει ένα βλέφαρο, ελέγχοντας την ορθή λειτουργία του μαγαζιού.

Τριφύλλι

Στο μενού, τότε, ψιλοκομμένη τηγανητή συκωταριά, αφράτα κεφτεδάκια, ντοματοσαλάτα με ένα θεϊκό λάδι πειρασμό της βούτας, ωραία φέτα, λαχανοντολμάδες, ξεροψημένος μπακαλιάρος με πλούσια κρούστα και οι πιο μαμαδίστικες, κομμένες στο χέρι, τηγανητές πατάτες. Τελευταία φορά, είχα πάει παλιά, πριν τον κορωνοϊό. Έφυγα με μια πικρή γεύση. Ήταν εκεί, ατόφια, όλη η ατμόσφαιρα, το αγαπημένο cult που σε σκεπάζει σαν μανδύας από νοσταλγία αλλά κάτι έλειπε. Ο Γιώργος είχε αρχίσει να μεγαλώνει και να κουράζεται, οι λαχανοντολμάδες έπλεαν σε ένα διόλου δεμένο ζουμάκι, ένοιωθες την κούραση της παλιάς μαγείρισσας. Αυτό που παθαίνουν και οι γιαγιάδες ή οι μαμάδες μας, ακόμη και κείνες που τη μαγειρική την είχαν στα όπα τους! Κάποια στιγμή, δεν αντέχουν άλλο. Βαριούνται. Δεν ξαναπήγα, από θλίψη! Πολλές φορές έτυχε να περάσω απ’ έξω και πάντα το εύρισκα κλειστό. Αλλά με το Τριφύλλι ποτέ δεν ήξερες. Ούτως ή άλλως, μόνον όταν είχε ματς άνοιγε νωρίς. Τις υπόλοιπες μέρες, ήταν περήφανο! Αν δεν πήγαινε 8.30 το βράδυ δεν έμπαινε κλειδί στην εξώπορτα. Άλλοτε άνοιγε και μεσημέρι. Τρέχα-γύρευε. Και να που μου ξανάρθε πρόσφατα στο μυαλό. Και ξαναπήγα.

Ο τραγανός και αφράτος κεφτές στο Τριφύλλι

Τριφύλλι

Και το ξαναβρήκα ίδιο αλλά και διαφορετικό. Όλα στη θέση τους, ένα μουσείο ζωής όπως το αγάπησες αλλά φρέσκο και αστραφτερό, σαν να πέρασε πρόσφατη λαδομπογιά από τους τοίχους του, σαν να μπήκε χέρι νοικοκυράς ανακαλύπτοντας και την τελευταία κρυμμένη σκόνη, που δόξα το Θεώ, διέθετε άφθονη ο παλιός χώρος. Κόσμος, όπως πάντα, πολύς. Μεγάλα τραπέζια με Παναθηναϊκούς ταξιδιώτες από όλη την Ελλάδα που κατέβηκαν για το επερχόμενο ματς, νεότεροι και παλιότεροι. Την κυρία Κούλα, την πήρε ο Θεός. Μετά και τον Γιώργο, το 2019, μόλις στα 63 του. Δεν είχα πληροφορηθεί τα δυσάρεστα νέα. Μετά το θάνατό τους, το μαγαζί το πήρε ο συνονόματος εξάδελφος Γιώργος με τη γυναίκα του. Που είναι ένα καλό, ευγενικό, πανέμορφο, άξιο και προκομένο κορίτσι. Τη νοστιμιά την έχει στο αίμα ή στο χέρι της, δεν ξέρω ακριβώς.

Τριφύλλι

Το μενού, δεν έχει αλλάξει. Σαν φόρος τιμής, επιμένει το ίδιο. Κάτι πετυχημένο, δεν το αλλάζεις. Όμως, τα πιάτα έχουν μια άλλη, πιο προσεγμένη παρουσίαση, τα υλικά προδίδουν τη φρεσκάδα τους και σαν όλα να νοστίμεψαν και να ζωντάνεψαν. Το κρασάκι στο παλιό κατρούτσο και από το μικρούλι μενού θα τα πάρεις όλα, κάποια σε επανάληψη. Μια ζωντανή χωριάτικη σαλάτα, φέτα βουτυράτη με μπόλικο ελαιόλαδο και ρίγανη. Τα ντολμαδάκια με ελαφρώς κρεμώδη σάλτσα, υπέροχα, ο κεφτές τραγανός και αφράτος, κλασικά διεκδικεί μια θέση ανάμεσα στους πέντε καλύτερους της πόλης. Ο μπακαλιάρος, καλύτερος από ποτέ. Με τραγανό κουρκούτι, μπαμπάτσικο κομμάτι, λευκή και νόστιμη σάρκα, πλάι η σκορδαλιά φτιαγμένη από πατάτα και περιχυμένη με το λαδάκι που την κάνει ακόμη πιο αφράτη. Η συκωταριά, από τις καλύτερες που έχω δοκιμάσει: κομμένη σε χοντρά κομμάτια, όσο λιπάκι και γλυκάδι χρειάζεται για τη νοστιμιά που δεν θα τη βαρύνει, με μπόλικη ρίγανη, μεζές που σε πάει πίσω σε αυτό που ήταν η παλιά ταβέρνα.

Τριφύλλι

Όσο για την τηγανητή πατάτα, δεν έχω λόγια! Δεν γλυτώνεις με μια μερίδα! Και όλο αυτό, είναι σαν ένα μικρό θαύμα. Πώς με μια διακριτική ανάσα, συντελείται το πέρασμα σε μια άλλη εποχή, πώς όλα γίνονται καινούργια μένοντας το ίδιο παλιά, πώς μια αναγέννηση είναι τελικά ιστορία φτιαγμένη από μικρές λεπτομέρειες. Για να μπορούμε ακόμη να θυμόμαστε. Και αυτή η γωνιά της Αθήνας είναι ακόμη γεμάτη από την «πράσινη» μνήμη της. Την Παναθηναϊκή. Με τον Μίμη Δομάζο γιγαντοαφίσα, το γήπεδο να γερνά, μετά τις νίκες και τις ήττες, για κεφτεδάκια στο Τριφύλλι. Από το ίδιο παλιό τηγάνι, στο πίσω παλιό κουζινάκι.

Παναθηναϊκού 7, 2106446585

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.