Resto

Στο Παγκράτι και στα Brotherakia για απείραχτους ελληνικούς μεζέδες και γλέντια λαϊκά

Και οπωσδήποτε για το πάρτι της Κυριακής

Ελένη Ψυχούλη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Brotherakia

Τα Brotherakia είναι το νέας γενιάς μεζεδοπωλείο που αγαπάει τους αυθεντικούς μεζέδες και τα παλιά ρεμπέτικα

Τα τελευταία χρόνια το Παγκράτι γεμίζει καινούργια μαγαζιά, δρόμοι που άλλοτε κοιμόντουσαν τον ύπνο του δικαίου μεταμορφώνονται σε πιάτσες που αγαπούν τα νεανικά κοινά, τη δημιουργικότητα, τις «πειραγμένες» γεύσεις. Αν βρεθείς στη γειτονιά και θελήσεις κάτι ελληνικό, απείραχτο και παραδοσιακό, λιγάκι θα δυσκολευτείς, καθώς τα κλασικά μεζεδοπωλεία μετριούνται πια στα δάχτυλα και αν δεν έχεις προνοήσει, κάποιοι άλλοι πριν από σένα έχουν ήδη καταλάβει τα τραπέζια τους. Λίγοι παλιοί, όμως, ίσως θυμούνται πως το Παγκράτι έχει γράψει στο παρελθόν τη δική του ρεμπέτικη ιστορία, με μαγαζιά-φάρους του κεφιού, του γλεντιού και της Φραγκοσυριανής.

Brotherakia, το παρεΐστικο μεζεδοπωλείο της γειτονιάς

Brotherakia

Μέσα, λοιπόν, στις νέες σοφιστικέ προτάσεις, να ’σου και μια απρόσμενη, καθαρόαιμα ελληνική, που μάλιστα έρχεται από κει που δεν το περίμενες: από την όχθη των παιδιών που ακόμη κοιτούν με το κιάλι το κατώφλι των 30. Μισό βήμα από την πλατεία Πλαστήρα, τα Brotherakia παλιά, ήταν ένα ανώνυμο, κρυμμένο κάτω από τη στοά του μαγαζάκι, κάτι ανάμεσα σε ΕΒΓΑ και καφενεδάκι του παλιού καιρού. Και τώρα ακόμα, πρέπει να προσέξεις, να μην προσπεράσεις τα «Αδελφάκια», που κρατάνε στη όψη τους κάτι το άχρωμο, το διακριτικό, το μπεζ-εκρού. Τζαμαρία, λευκά τραπέζια, ένα μπαράκι, στις καρέκλες ακουμπισμένα τα όργανα, μην ψάξεις πίστα ούτε βάθρο, όλοι μια παρέα θα γίνουμε σε λίγο και δεν ξέρω πώς να στο εξηγήσω αλλά θα βρούμε και χώρο να ρίξουμε ζεϊμπεκιές, μπάλους και χασαποσέρβικα. Κάτω από πολλά διάσημα βλέμματα, καδραρισμένα σε απλές μαύρες κορνίζες στον τοίχο: ο Τσιτσάνης και ο Χέντριξ, ο Ξυλούρης και ο Μόρισον, ο Παπαϊωάννου και ο Μπομπ Μάρλεϊ, η Μπέλου και ο Τομ Γουέιτς. Αν δεν μαζευτεί η κομπανία, έχεις αμέσως-αμέσως ένα καθαρόαιμο, νέας γενιάς μεζεδοπωλείο, με τον νεότατο Σπύρο στο τιμόνι του -χορταστικού- μεζέ.

«Όσα δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η ρακή» γράφει η τοιχογραφία στο βάθος, στο φέρνει σε ήπιους τόνους για να μην τρομάξεις, απλά να κάνεις τα κουμάντα σου σε καραφάκια. Η κρητική, γλυκόπιοτη ρακή ωστόσο, θα σου προκύψει φιλική και, κυρίως, διόλου ύπουλη! Τα Brotherakia είναι το φιλικό, παρεϊστικο μαγαζί της γειτονιάς, σ’ αυτό που επιστρέφεις όταν θέλεις να φας κάτι οικονομικό και νόστιμο, είναι η περαντζάδα όταν φτιάχνει ο καιρός και βγαίνουν τα τραπεζάκια έξω, κυρίως, όμως, είναι το μαγαζί αντίδοτο στο blues του κυριακάτικου μεσημεριού. Αν φτάσεις νωρίς, ούτε που περνάει από το μυαλό σου αυτό που θα προκύψει σε λίγο, εκεί κάπου πριν και λίγο μετά το σούρουπο. Το βέβαιο είναι πως θα βαφτιστείς στις κολυμπήθρες του διονυσιασμού, θα θυμηθείς ρεμπέτικα, παλιά λαϊκά και νεότερα σουξέ, από μια ιδιαίτερη κομπανία, μπουζούκι-κιθάρα-φωνή, που στην προσωπική της ζωή παίζει ροκ. Και αυτό είναι που κάνει όλη τη διαφορά και αν θες, εξηγεί και το μιξτ των διάσημων πορτρέτων στον τοίχο.

Γιατί έτσι είναι τα Brotherakia: κάτι που έρχεται από παλιά και ταυτόχρονα κάτι σπαρταριστά φρέσκο, αν κρίνεις από το κοινό που δεν ξεπερνά στην πλειοψηφία του τη δεκαετία των είκοσι, παιδιά τατουαζένια, με πολύχρωμο στάιλινγκ και έφεση στις μπίρες μικρής παραγωγής. Εξάλλου, όταν σιγήσουν τα ζωντανά όργανα, η μουσική απελευθερώνεται σε άλλες, παγκόσμιες, ροκ σφαίρες και αυτό το λες κάτι καινούργιο και ανενδοίαστο, κάτι που ενώνει όλες τις φυλές. Απλά ίσως εκπλαγείς που τα διπλανά εικοσάχρονα κοριτσάκια με τα φούξια κοτσίδια ξέρουν απέξω όλους τους στίχους του «Γιατί δεν με θες κυρά μου, επειδή είμαι ψαράς».

Το φαγητό στα Brotherakia

Όση ώρα το τσακίρ κέφι ανεβάζει ντεσιμπέλ, πέφτουν παραγγελιές που εκτελούνται πάραυτα, οι πρώτοι χοροί στριμώχνονται στις κόχες των τραπεζιών και κάποιοι καλλίφωνοι πελάτες τολμούν να ζήσουν το δικό τους πεντάλεπτο της δημοσιότητας. Στο μεταξύ, με ρέγουλα και σωστό ρυθμό, στο πιάτο και ο μεζές που δεν είναι μαρίδα και τυρί αλλά μια κουζίνα που μαγειρεύεται με πολύ μεράκι που μπορείς να το εκλάβεις και ως αγάπη. Πώς να περιγράψεις αλλιώς μια χωριάτικη που σε κάνει να ξεχνάς πώς είναι χειμώνας; Με την αξιοπρεπέστατη ντομάτα της, την πιπεριά, τα κρίταμα, την άφθονη ρίγανη, το σπασμένο παξιμάδι και την πλούσια, κρητικιά ξινομυζήθρα; Μια πολίτικη σαλάτα δεν έχεις και πολλές λέξεις να την περιγράψεις αλλά αυτή εδώ διαφέρει: στο μαρινάρισμα, που είναι αυτό το ιδανικό πριν η σαλάτα καταλήξει σε τουρσί, αλλά και με τα δυο λάχανα, κόκκινο και λευκό, να έχουν χάσει τη σκληρή πραγματικότητα του φρεσκοκομμένου.

Από τις σαλάτες κιόλας, νοιώθεις την ποιότητα, στο ελαιόλαδο, στη σος, στο σωστό αλάτι, στον μαϊντανό της πολίτικης που δίνει μια άλλη τσαχπινιά. Ο μάγειρας, ξέρει από νοστιμιά. Οι πατάτες εδώ, χοντροκομμένες, τραγανές και χρυσαφένιες, είναι το must που δεν λείπει από κανένα τραπέζι. Τα ψητά λαχανικά έρχονται με μια πεντανόστιμη σάλτσα ελαφρώς ξιδάτη και με μπόλικη ρίγανη, η φάβα είναι όπως την ονειρεύεσαι βελούδινη, τα κεφτεδάκια τραγανά και ονειρεμένα, παρέα με μια πικάντικη, μουσταρδάτη σάλτσα. Ο καγιανάς, αν και ο χειμώνας δεν είναι η εποχή του, καταφέρνει να βγει πεντανόστιμος, με ζουμερό το αβγουλάκι, σε ισορροπημένες ποσότητες με τη ντομάτα.

Αλλά λέω να σταθώ στη γουρουνοπούλα, την οποία πήραμε σε ρεπετισιόν: τρυφερό, ζουμερό, ξεκοκαλισμένο κρεατάκι στη λαδόκολλα, τελεία! Νόστιμο κρέας, σωστό ψήσιμο, η μέγιστη λιτότητα της ηδονής. Στον αντίποδα της πληθωρικότητας, το προφιτερόλ σις κεμπάπ με πατάτες. Ο Σπύρος δεν συμπαθεί τα γλυκά και δεν καταγίνεται μαζί τους. Το μόνο που μπορεί να κάνει, είναι να δανείσει το όνομά τους σε ένα κολασμένο πιάτο, όπου, πάνω σε ένα γενναίο στρώμα τηγανητής, τραγανής πατάτας, πέφτει ένα λουκούμι, ονειρεμένο, χοιρινό σις κεμπάπ και πάνω του τριμμένη ξινομυζήθρα. Το κρέας είναι τόσο καλομαγειρεμένο, που σχεδόν ξεχνάς τις πατάτες. Η σάλτσα έχει όλη τη νοστιμιά της ντομάτας, χωρίς περιττά λιπαρά, ένα πιάτο που φιλά στο στόμα την παράδοση και την ίδια στιγμή την απατά με μια νεότερη άποψη για ένα μαγειρευτό.

Και αυτό είναι το συγκινητικό με τον Σπύρο. Στην ηλικία του και στην κατηγορία του, οι περισσότεροι μάγειρες ονειρεύονται μια άλλη κουζίνα, φαντασιώνονται άλλες δημιουργικότητες. Και είναι συγκινητικό να βλέπεις ένα νέο παιδί να σκύβει με τόση συγκίνηση και μαστοριά πάνω στην παράδοση. Να τονίσω και μια άλλη λεπτομέρεια: ο Σπύρος ξέρει να αλατίζει το φαγητό στη σωστή δόση που εξασφαλίζει την απόλυτη γεύση. Με σιγουριά και βεβαιότητα. Και επιτέλους, κάποιος πρέπει να ενημερώσει τους απανταχού νέους σεφ της πόλης πως δεν έχουμε όλοι πίεση ή χοληστερίνη σε τελικό στάδιο. Το αλάτι, λείπει από τη ζωή μας αλλά και από πολλά τραπέζια της πόλης.

Ερατοσθένους 33, 6970929994