Resto

Εστιατόριο Όμηρος: Ένας κρυμμένος θησαυρός θαλπωρής και γεύσης στην καρδιά της πόλης

20 χρόνια στην Ομήρου, θα βρεις πολλά περισσότερα από καλό και νόστιμο φαγητό

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μαρία Αρτιμάτι | Όμηρος
Η Μαρία Αρτιμάτι, η φιλόξενη οικοδέσποινα και μαγείρισσα στο café - εστιατόριο Όμηρος © Γιώργος Μπαντήλας

Συζητώντας με την ιδιοκτήτρια Μαρία Αρτιμάτι λίγο πριν τις Γιορτές, στο εστιατόριο Όμηρος. Πώς το ανακάλυψα και γιατί είναι ένας κρυμμένος θησαυρός.

Θυμάμαι πολύ καλά το συναίσθημα της πρώτης φοράς. Ήταν μεσημέρι, όταν έχοντας στρίψει από Ακαδημίας, ανέβαινα με γρήγορο βήμα την Ομήρου από το αριστερό πεζοδρόμιο πεινασμένη, ψάχνοντας εναγωνίως κάτι να φάω. Τα τραπεζάκια έξω από τον «Όμηρο» τον κάνουν να μοιάζει περισσότερο με καφέ, δεν σε προδιαθέτει αν ζητάς φαγητό. Κάτι στη βιτρίνα μου τράβηξε την προσοχή, κι όπως είχα προχωρήσει, σταμάτησα κι έκανα βήματα πίσω. Μπήκα χωρίς προσδοκίες, έτοιμη να πω «ευχαριστώ πολύ, θα περάσω κάποια άλλη φορά».

Στο βάθος ένας πάγκος και πίσω δύο γυναίκες στην κουζίνα που μαγείρευαν. Πλησίασα. Μόλις είχαν βγει τα κεφτεδάκια. «Είναι πολύ ωραία, θες να δοκιμάσεις;» μου είπε η μαγείρισσα, μια γυναίκα με μαύρα μάτια, με αυτοπεποίθηση και μια αμυδρή συστολή, και πριν προλάβω να απαντήσω βρέθηκα με μια χαρτοπετσέτα στο χέρι. Δεν ξέρω αν ήταν η τρομερή νοστιμιά τους ή η πηγαία ευγένεια της Μαρίας Αρτιμάτι που εξαφάνισαν τη δυσπιστία μου. Κοίταξα τον πάγκο με τα φαγητά και παρήγγειλα μια τάρτα με μανιτάρια, που έφτασε στο τραπέζι με μερικά κεφτεδάκια ακόμα.

Από τότε, έχω πάει πολλές φορές στον Όμηρο. Συνήθως κάποιο από τα μεσημέρια που είμαι στην περιοχή και πεινάω, κι άλλες φορές περνάω για να πω ένα γεια ή για να μου κρατήσει κάτι και να το πάρω λίγο πριν κλείσει, γύρω στις 5.30. Όλα είναι νόστιμα, αλλά συνήθως κοιτάζω να πάρω κάτι υγιεινό: ρεβίθια (τα αγαπημένα μου) με σπανάκι, φασολάδα, ψαρόσουπα, γεμιστά, αλλά και γιουβέτσι, φρικασέ, παστίτσιο, κοτόπουλο με πατάτες, κρέας κοκκινιστό με μακαρόνια ή μακαρόνια με κιμά…

Η κουζίνα είναι εντελώς σπιτική, οι πίτες με χειροποίητο φύλλο και δεν ξέρω αν είναι η οικειότητα στη γεύση ή η ησυχία που σε κάνουν να αισθάνεσαι σαν να ξεκουράζεσαι μέσα εκεί από τη βουή της πόλης. Ή, μάλλον, ξέρω. Είναι και τα δύο, μαζί με αυτή τη φιλόξενη αίσθηση και ζεστασιά που αποπνέει η Μαρία Αρτιμάτι: πάντα λέτε κάτι ουσιαστικό, πάντα σου δίνει να δοκιμάσεις από αυτά που φτιάχνει, κάτι σε κερνάει, κάποιο κριτσίνι όπως έχουν βγει ζεστά από το φούρνο, ένα μπισκότο ή γλυκάκι, σαν να έχεις πάει στο σπίτι της. Είναι ένας άνθρωπος που νοιάζεται, που του αρέσει η επαφή, το να προσφέρει φαγητό είναι μια χειρονομία προς εσένα. Όχι ότι είχα εγώ κάποια ειδική μεταχείριση, το έβλεπα να συμβαίνει με τους πελάτες του μαγαζιού... δηλαδή, όχι ακριβώς πελάτες.

Πάντα σου δίνει να δοκιμάσεις από αυτά που φτιάχνει, κάποιο κριτσίνι όπως έχουν βγει ζεστά από το φούρνο, ένα μπισκότο ή γλυκάκι, σαν να έχεις πάει στο σπίτι της

Μια μέρα πέρασε ένας ηλικιωμένος κύριος, κάτοικος της περιοχής, και παρήγγειλε να του μαγειρέψει ψαρόσουπα για τη γυναίκα του που ήταν άρρωστη, και μια άλλη μου είπε, «θέλεις κάτι να σου φτιάξω; Αν έχεις κάποια επιθυμία, μπορείς να μου πεις». Ακούστηκε περίεργο, δεν έδωσα σημασία, μέχρι που ένα απόγευμα, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, καθίσαμε στο τραπεζάκι της δίπλα στον πάγκο κι έβαλα το κινητό να γράφει. Τα είχα δει όλα να συμβαίνουν, τα είχα καταλάβει, αλλά δεν ήξερα πώς και γιατί.

Η Μαρία Αρτιμάτι και το εστιατόριο Όμηρος είναι 20 χρόνια στο ίδιο σημείο

Εστιατόριο Όμηρος
Όπως ανεβαίνεις την Ομήρου αριστερά μετά την Ακαδημίας, νόστιμο, σπιτικό φαγητό στο cafe Όμηρος © Γιώργος Μπαντήλας

Η Μαρία Αρτιμάτι (με ι γιατί ο προπάππους ήταν Ναπολιτάνος) είναι στην Ομήρου από το 1996. 20 χρόνια στο ίδιο σημείο, έχει ζήσει την ακμή και την παρακμή του κέντρου της Αθήνας. Μου μιλάει για τα καλά χρόνια, όταν ο γνωστός αυτός δρόμος του Κολωνακίου ήταν ολοζώντανος. «Εκεί που είναι το ξενοδοχείο Academia, Ακαδημίας και Ομήρου, ήτανε κτίριο του ΝΑΤ, τέσσερις όροφοι η ΕΕΤΑ που ήταν υπεύθυνοι για τους δήμους και το σχέδιο Καποδίστρια, σε κάποιους ορόφους ήταν η γραμματεία και τα γραφεία των καθηγητών του Οικονομικού της Νομικής: υπήρχε πολύς κόσμος, έρχονταν έπαιρναν καφέ, έτρωγαν».

Το κτίριο έμεινε πολλά χρόνια κλειστό, ο δρόμος έχασε την παλιά του ζωντάνια, μέχρι που έγινε το ξενοδοχείο. «Είχαμε και τις τράπεζες, δίπλα ήταν τα κεντρικά της Attica bank, τώρα έχουν φύγει, απέναντι τα κεντρικά της Εθνικής που έκαναν εκπαιδεύσεις και δίπλα η ΧΑΝ». Τώρα τα δύο αυτά κτίρια έχουν ενωθεί και το μισό τετράγωνο είναι ένα μεγάλο εργοτάξιο που έχει διαταράξει εδώ και μήνες την ησυχία της γειτονιάς, τις καθημερινές μέχρι κάποια ώρα κάνει πολύ θόρυβο. «Θα γίνει κι αυτό ξενοδοχείο. Μας έχει κάνει μεγάλη ζημιά το εργοτάξιο, στα τραπεζάκια δεν κάθεται άνθρωπος…»

Η Μαρία έχει ζήσει πολλά, από πορείες και σπασίματα μέχρι τα δύσκολα χρόνια της κρίσης. Αναρωτιέμαι αν η νέα ανθρωπογεωγραφία φέρνει κίνηση στο μαγαζί. «Σίγουρα έχει περισσότερο κόσμο, έρχονται για πρωινό οι τουρίστες, ξέρεις πόσοι έχουν γράψει στις πλατφόρμες; Με κάποιους έχουμε γίνει φίλοι και κρατάμε επαφή...»

Με κοιτάζει περιμένοντας τις ερωτήσεις μου. Της λέω ότι δεν έχω καταλάβει πώς κανονίζει το μενού, όταν έρχεσαι βλέπεις τι φαγητά έχει στον πάγκο και τι ετοιμάζεται. «Δεν θα το πιστέψεις, κατά τις 11.30 το πρωί αρχίζω να σκέφτομαι τι θα μαγειρέψω. Αν έρθεις στις 10.00 και με ρωτήσεις τι έχει σήμερα, θα σου πω “δεν ξέρω, πάρε με τηλέφωνο λίγο πιο μετά”». Όντως παράξενο. Πώς το κανονίζεις δηλαδή; ρωτάω. «Κάθε βδομάδα κάνω την τροφοδοσία, μία, μπορεί και δύο φορές, παίρνω πράγματα που θα μου χρειαστούν, μελιτζάνες, πιπεριές, ντομάτες, κιμά, φρέσκο κρέας, δεν βάζω ποτέ τίποτα στην κατάψυξη. Έχω λοιπόν τα βασικά, κι αν θέλω κάτι ιδιαίτερο το παίρνω την ημέρα που θα το μαγειρέψω, όπως τα ψάρια, που είναι πάντα φρέσκα».

Εστιατόριο Όμηρος
Κόσμος κάθεται στα τραπεζάκια έξω από τον Όμηρο

Κι από πού ψωνίζει; Πότε; «Από τη Βαρβάκειο και από τη Λαχαναγορά. Πηγαίνω πρωί στου Ρέντη, συνήθως Κυριακή, ανεβαίνω στις ράμπες που είναι τα μαγαζιά, παίρνω πορτοκάλια, κολοκύθια, ένα τελάρο ντομάτες, τα μυρωδικά, ρόκες, δυόσμο, μάραθο, κόλιανδρο. Τα υπόλοιπα τα αγοράζω από το Metro στην Πειραιώς, μικρές ποσότητες. Κάποιες φορές μου φέρουν κρέατα από την Κρήτη. Ψωνίζω ανάλογα με την κατανάλωση, μπορεί να κάνω ντολμάδες, αν προλάβω, μαγειρεύω φαγητά που τραβάνε ανάλογα με τον καιρό και τις εποχές, αν είναι νηστεία, αν είναι γιορτές… έτσι το βλέπω.

»Αν δεν κάνω όσπρια θα έχω λαδερό, το καλοκαίρι γεμιστά, ο αρακάς είναι πάντα φρέσκος, τα λαχανικά στην εποχή τους. Και αποφασίζω την ίδια ημέρα. Λέω έχω μελιτζάνες, δεν κάνω μουσακά; (τις προάλλες έκανα με άσπρες μελιτζάνες, γλύκισμα). Φτιάχνω πέντε με έξι φαγητά, αν έχω κολοκύθια μπορεί να κάνω κολοκυθοκεφτέδες ή κολοκυθόπιτα, υπάρχουν πολλές λύσεις όταν έχεις τα υλικά. Αν κάνει κρύο θα κάνω σούπα, θα έχω φροντίσει να πάρω το πρωί ψάρια».

Αποφασίζω την ίδια ημέρα. Λέω έχω μελιτζάνες, δεν κάνω μουσακά; (τις προάλλες έκανα με άσπρες, γλύκισμα)

Την ακούω και καταλαβαίνω ότι λειτουργεί το μαγαζί με τον τρόπο που λειτουργούμε ο καθένας σπίτι του. Εκείνη την ώρα μπαίνει μέσα μια γυναίκα, έχουν οικειότητα. Τη λένε Δανάη και μένει στην πολυκατοικία. «Τι τύχη να μένεις πάνω από τη Μαρία!» της λέω. «Μεγάλη τύχη!» απαντάει. Τη ρωτάω αν τρώει συχνά εδώ και πιάνουμε κουβέντα. «Είναι τρομερός άνθρωπος η Μαρία, φανταστική μαγείρισσα και πολύ καλή φίλη». Της λέω την ιστορία μας με τα κεφτεδάκια. «Τα κεφτεδάκια είναι η σπεσιαλιτέ! Όλα νόστιμα είναι. Υπάρχουν μέρες που έρχομαι και με ρωτάει τι θέλω να φάω το μεσημέρι». «Μου δίνουν ιδέες» συμπληρώνει η Μαρία, εξηγώντας ότι πολλές φορές αποφασίζει σε σχέση με τις επιθυμίες των ανθρώπων.

Εστιατόριο Όμηρος
Κοιτάζοντας προς την Ομήρου το απόγευμα, που οι δουλειές έχουν τελειώσει © Γιώργος Μπαντήλας

«Είμαστε κάτι παραπάνω από πελάτες, είμαστε οικογένεια» λέει η Δανάη. Υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι σαν κι εσένα; προσπαθώ να καταλάβω. «Πολλοί! Μένουν ή δουλεύουν στη γειτονιά, έρχονται και τρώνε πρωινό, μεσημεριανό… Ο γιος μου έχει πει ότι αν γινόμασταν πλούσιοι και αγοράζαμε την πολυκατοικία, θα αγοράσαμε το μαγαζί για να έχει η πολυκατοικία να τρώει κάτι» λέει η Δανάη και γελάμε.

«Πάντα με ρωτάει τι να φτιάξω σήμερα, το κουβεντιάζουμε, την ρωτάω τι έχει στο ψυγείο, αν έχει ψάρι θα το φτιάξει ανάλογα πώς το προτιμώ, ψητό ή σούπα». Ή μπορείς να της το παραγγείλεις από την προηγούμενη μέρα, μου εξηγούν, μπορεί να της το φέρει το πρωί ο ψαράς, 30 χρόνια σχεδόν την ξέρουν όλοι στη Βαρβάκειο. Όπως ο κύριος που είχα δει, που είχε άρρωστη τη γυναίκα του.

Και το κάνεις για όλους αυτό; ρωτάω τη Μαρία. «Για όποιον μου πει». Πάντα ρωτάει κάποιους, όταν περνάνε από το μαγαζί το πρωί, αν έχουν καμιά ιδέα για φαγητό. «Το επεξεργάζομαι, λέω OK έχω τα υλικά, το κάνω. Συνήθως παραδοσιακά, κλασικές συνταγές, αλλά κάνω και συνταγές που δεν ξέρω, μου αρέσει να δοκιμάζω, το θέμα είναι να έχεις πελάτες που να σου λένε και τι θέλουν. Έχω βρει στήριξη από πολύ κόσμο, είναι σημαντικό αυτό». Καταλαβαίνω τι λέει. Είναι ωραίο να μην είναι απρόσωπα τα πράγματα, να έχεις ανθρώπους δίπλα σου, να μοιράζεσαι, ειδικά αν τρέχεις μόνη σου μια τέτοια επιχείρηση.

Είμαστε κάτι παραπάνω από πελάτες, είμαστε οικογένεια...

«Και ειδικά μια εποχή που είναι πεσμένα τα πράγματα» συμπληρώνει χωρίς να χάνει το χαμόγελό της. «Έχουν ακριβύνει οι πρώτες ύλες, εγώ, ας πούμε, παίρνω αληθινή σοκολάτα, όχι απομίμηση, γιατί θέλω αυτό που τρώω εγώ να το τρώνε και οι άλλοι – εμένα τα παιδιά μου εδώ μεγάλωσαν, εδώ τρώγανε, δεν θέλω να τρώμε εμείς το καλό και σένα να σου δίνω άλλο. Πώς να στο πω, έτσι είμαι εγώ, σαν Μαρία... Η σοκολάτα, λοιπόν, μέσα σε ένα χρόνο έχει πάρει 10 ευρώ το κιλό, είναι πανάκριβα όλα».

Είναι πιο δύσκολα, δηλαδή, τώρα; «Νομίζω ότι είναι πιο δύσκολα σε σχέση με παλιότερα, αλλά εντάξει εγώ κάνω τον σταυρό μου και λέω δόξα τω Θεώ, είμαστε καλά, να έχουμε υγεία, και όλα έρχονται».

Αυτό το δόξα τω Θεώ το λέει συχνά, και κάθε φορά παίρνω ένα μικρό μάθημα, η ικανότητα να νιώθουμε ευγνωμοσύνη και να εκτιμούμε όσα έχουμε είναι ένα εφόδιο στη ζωή. 

«Έλα να φάμε εδώ μαζί μια μέρα, λέει η Δανάη πριν φύγει, όποιος έρχεται εδώ κολλάει!» Καλή ξεκούραση!

Εστιατόριο Όμηρος
Οι δίσκοι με τα μπριοσάκια με σολομό, που έχει ετοιμάσει η Μαρία για κάποια παραγγελία

Η Μαρία Αρτιμάτι δουλεύει πολύ με catering: από finger food για μπουφέ σε πάρτι μέχρι μενού για τραπέζια. Έχει συγκεκριμένους πελάτες, μαθαίνεται στόμα με στόμα. Κάνει καταπληκτικά spring rolls, ανοιξιάτικα ρολά ελληνικότατα, κεφτεδάκια, μπριοσάκια, μπόμπες – το επιβεβαιώνουν οι φίλοι του μαγαζιού, που τα έχουν δοκιμάσει όλα.

Τα Χριστούγεννα της παραγγέλνουν  γαλοπούλα γεμιστή, ρολό χοιρινό, κατσικάκι με πατάτες, λαχανοντολμάδες, φρικασέ, βασιλόπιτα, το Πάσχα τσουρέκια, μαγειρίτσα – ψωνίζει, μαγειρεύει, πηγαίνεις και το παίρνεις. Από μέσα Νοέμβρη, κάθε μέρα βγάζει από μια δόση μελομακάρονα και κουραμπιέδες, για παραγγελίες, την επόμενη μέρα θα έκανε και δίπλες – «αυγοκαλάμαρα τα λένε στα Χανιά, τα ξέρεις; είναι πιο τραγανιστό το φύλλο». Και όταν δεν είναι Γιορτές φτιάχνει κάθε φορά άλλο γλυκό: τιραμισού, εκμέκ, τσουρέκι, μηλόπιτα, γαλακτομπούρεκο, κέικ πορτοκάλι… Μου λέει ότι προχθές έφτιαξε φλαούνες, «παραδοσιακό κυπριακό γλυκάκι με χαλούμι και λαδοτύρι, για μια κυρία που ήθελε να το πάει στο Λονδίνο».

Κάνει καταπληκτικά spring rolls, ανοιξιάτικα ρολά ελληνικότατα, κεφτεδάκια, μπριοσάκια, μπόμπες – το επιβεβαιώνουν οι φίλοι του μαγαζιού, που τα έχουν δοκιμάσει όλα

Το πρωί ο Όμηρος δουλεύει με καφέδες, το μαγείρεμα αρχίζει μετά τις 11, σε 2-3 ώρες έχει τελειώσει. Έχει και την Αγγελική, που δουλεύει μαζί της και τη βοηθάει πολύ, έχουν έναν δικό τους κώδικα στη σχέση τους, οι δυο τους κρατάνε το μαγαζί. Τη ρωτάω πώς έμαθε να μαγειρεύει. «Δεν το έχω σπουδάσει, αλλά δεν υπάρχει κάτι να μου πεις και να μη στο φτιάξω. Μέχρι και σούσι φτιάχνω. Θέλει να το έχεις και λίγο… εγώ μαγείρευα από μικρή για τα αδέρφια μου. Διαβάζω και πολλή μαγειρική, μου αρέσει. Και μου αρέσει πολύ η παράδοση, μελετώ την Κάρπαθο, τη Ρόδο, την Κύπρο… υπάρχουν φαγητά παλιά που δεν ξέρουμε πια ότι υπάρχουν». Σκέφτεται...

«Έχεις φάει ξινόχοντρο με σαλιγκάρια που κάνουν στην Κρήτη; Ποιος το φτιάχνει; Ή στη Βόρειο Ελλάδα, αντί για βασιλόπιτα κάνουν αλμυρή πίτα, το ξέρεις; Διαβάζω και συνταγές  από Ανατολή: Λίβανο, Κάιρο, Μαρόκο – έχεις φάει τα λιβανέζικα μπακλαβαδάκια; Αυτή είναι η τρέλα μου! Έχεις φάει μαμούλ; Είναι σαν κουραμπιέδες, φτιαγμένα με σιμιγδάλι, βούτυρο γάλακτος και φιστίκια Αιγίνης. Τις κούπες τις ξέρεις; Είναι πλιγούρι, το ζυμώνεις σαν μπάλα σε μέγεθος καρυδιού, βάζεις μέσα κιμά και το τηγανίζεις, είναι φανταστικό. Μου αρέσει η κουζίνα στις Κυκλάδες, τα αμυγδαλωτά της Τήνου, το γλυκό πορτοκάλι… Έχεις φάει κατσικάκι γεμιστό με άνηθο; Το κάνουν Κάρυστο, Λήμνο, το τρώνε με γιαούρτι, θα ξεχάσεις το όνομά σου!»

Εστιατόριο Όμηρος
Πίσω από τον πάγκο ξεκινάει κάθε πρωί, μετά τις 11, το μαγείρεμα © Γιώργος Μπαντήλας

Την ακούω και μου έχει ανοίξει την όρεξη. Αλλά παρατηρώ και πόσο της αρέσει αυτό που κάνει, το να μαγειρεύει, και κυρίως να μαγειρεύει για τους άλλους, η ζωή της και η δουλειά της είναι ένα πράγμα, τα αγαπάει και τα δύο. «Λίγη δουλίτσα να έχουμε και είναι όλα καλά» λέει, και η αυτάρκεια που έχει με ησυχάζει και μένα. «Έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, δόξα των Θεώ (λέει ξανά), τα καταφέρνω, είμαι υγιής, είναι μεγάλη υπόθεση να είσαι καλά να πηγαίνεις στη δουλειά σου. Είναι ευτυχία να δουλεύεις. Τι θα έκανα στο σπίτι μόνη μου; Ο γιος μου έχει φύγει, η κόρη μου λείπει πολλές ώρες, είναι σεφ σε σκάφη. Εγώ έχω μάθει από μικρή να δουλεύω, το έχω συνηθίσει».

Η κουβέντα πηγαίνει στη μαμά μου, ξέρει ότι την έχω χάσει πριν από 3 χρόνια, μου λέει «πρέπει να ήταν πολλή νοικοκυρά». Ναι, δεν εργαζόταν. «Δεν έχει να κάνει, πρέπει να το αγαπάς» διευκρινίζει η Μαρία και έχει δίκιο. Της λέω την ιστορία, πώς έφυγε ένα μεσημέρι στο μπάνιο της, της λέω ότι είχε έναν καλό θάνατο, δεν ταλαιπωρήθηκε, λέμε ότι έχει σημασία πώς φεύγεις από αυτή τη ζωή. Μου ζητάει να της δείξω μια φωτογραφία της στο κινητό. Με ρωτάει για την οικογενειακή μου ιστορία, από πού κατάγονταν οι γονείς μου…

Θέλω να κοιμάμαι ήσυχη το βράδυ, ούτε να ενοχλήσω κανέναν ούτε να στενοχωρήσω. Όσο μπορούμε… έχει σημασία να το σκέφτεται κανείς

«Πιστεύω ότι, ειδικά τη μάνα, δεν την ξεπερνάς» λέει κοιτώντας με αυτά τα μαύρα μάτια της, συγκινούμαστε κι εγώ κι εκείνη… «Είναι ο χαρακτήρας μου έτσι, πονάω με τον άλλο. Εγώ κάθε πρωί που ξυπνάω κάνω τον σταυρό μου. Έχει τύχει να μην μπορώ, να μη με βαστάνε τα πόδια του, αλλά λέω, έχει ο Θεός. Μπορεί να μην πηγαίνω στην εκκλησία, αλλά πιστεύω. Και θέλω να κοιμάμαι ήσυχη το βράδυ, ούτε να ενοχλήσω κανέναν ούτε να στενοχωρήσω. Όσο μπορούμε… έχει σημασία να το σκέφτεται κανείς» λέει με αυτή την κρυμμένη σοφία της που βγαίνει και στη μαγειρική της. 

Ίσως καταλάβατε γιατί το εστιατόριο Όμηρος είναι κάτι περισσότερο από καλό και νόστιμο φαγητό. Σκέφτομαι, τόσα χρόνια που κινούμαι στην περιοχή, πόσες φορές έχω περάσει απέξω πεινασμένη, ψάχνοντας κάτι καλό να φάω. Μερικές φορές τα πράγματα που μας ενδιαφέρουν είναι εκεί, μπροστά στα μάτια μας, αλλά δεν τα βλέπουμε, ή απλώς δεν έχει τύχει να τα βρούμε. Σκέφτομαι ακόμα πόση ανάγκη έχουμε να σχετιζόμαστε με τους ανθρώπους, πόσο μας λείπει η ουσιαστική επαφή.

Θυμάμαι την πρώτη εκείνη μέρα που πήγα της είχα πει ότι χρειάζεται μια καλή σήμανση, μια ωραία ταμπέλα που να λέει «Νόστιμο, σπιτικό φαγητό» για να μην το προσπερνάς –ακόμα της το λέω– και μια ανακαίνιση στο εσωτερικό για να αναδειχτεί ο χώρος. Αυτό το δεύτερο δεν το θεωρώ πια σημαντικό, το θέμα είναι να μπεις – άλλα είναι που έχουν σημασία, κι εδώ τα βρίσκεις και με το παραπάνω.

Info: Όμηρος Καφέ Εστιατόριο / Κολωνάκι, Ομήρου 21 / Τ. 2103646056

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.