Resto

«Ταβέρνα του Θωμά», η παλιά αθηναϊκή ταβέρνα υπάρχει ακόμα στον Νέο Κόσμο

Φαγητό παλιάς νοικοκυράς, σκηνικό παλιάς ταινίας

Ελένη Ψυχούλη
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στην ταβέρνα του Θωμά, στον Νέο Κόσμο, όλα έχουν σταματήσει στον καιρό της παλιάς αθηναϊκής ταβέρνας 

Την «Ταβέρνα του Θωμά» δεν την ήξερα, παρ’ όλο που ανήκει στον κύκλο που κινείται η καθημερινότητά μου. Τον Θωμά τον «έδωσε» ο συγγραφέας Άρης Σφακιανάκης σε ένα άρθρο στην Athens Voice, στο οποίο αποκαλύπτει τις νόστιμες γωνιές της δικιάς του Αθήνας. Δυό αράδες περιγραφή μου «μύρισαν» το κάτι ξεχωριστό, το κάτι παράξενο και κάπως έτσι έσπευσα μια βραδιά, στο μικρό στενάκι της Πυθέου, πλάι στο μεγαθήριο-κτίριο της πάλαι ποτέ «Ελευθεροτυπίας», που σκιάζει, καταργεί σχεδόν με τον όγκο της το ταπεινό δρομάκι. Μια φωτισμένη πόρτα νεοκλασικού, ταμπέλα σε 60s γραμματοσειρά, δεύτερη ταμπέλα επεξηγηματική: «Στο βάθος κήπος». 

Η Ταβέρνα του Θωμά στον Νέο Κόσμο

Από την αρχή καθηλώνεσαι, καθώς αντιλαμβάνεσαι πως δεν πρόκειται για σύγχρονο ριμέικ κάποιου νοσταλγού της παλιάς αθηναϊκής ταβέρνας αλλά για μια αληθινή πραγματικότητα, που επιμένει ζωντανή ποιος ξέρει πόσες δεκαετίες. Περνάς ένα στριμωγμένο στενάκι, στα δεξιά σου μια μικρή αίθουσα, πρόχειρη κατασκευή, μια τζαμαρία που βλέπει στην αυλή, στην οποία και θα βγεις ακολουθώντας τη διαδρομή «ντουγρού» για να μείνεις άφωνος. Εσωτερική, εσωστρεφής αυλή, με μια παράγκα μέσα της, τα βαρέλια του κρασιού, ένα παλιό πηγάδι, τραπέζια ξεχάρβαλα, πάγκοι πατιναρισμένοι από το χρόνο, εδώ τίποτα δεν έχει αγγιχτεί από την ασπρόμαυρη περίοδο του ελληνικού σινεμά, τίποτα δεν έχει μετακινηθεί, τίποτε δεν έχει ανανεωθεί, ούτε καν το τασάκι. Με εξαίρεση μόνον το βετέξ που μαζεύει τα ψίχουλα και τις σάλτσες των απρόσεκτων πελατών από τα τραπέζια, όλα επιβιώνουν στο πιο ρίαλ τάιμ αθηναϊκό μουσείο με θέμα την Παλιά Ταβέρνα. Ο περίκλειστος χώρος δεν βοηθάει το μάτι σου να ξεφύγει, σου επιβάλλει να γυρίσεις το ρολόι πίσω, σε κείνο το «πίσω» το πριν γεννηθείς, που το έχεις δει μόνο στο σινεμά και το έχεις διαβάσει στα βιβλία. 

Σ’ αυτή την αυλή ξαναδιαβάζεις την προσφυγική γειτονιά, τη γέννηση ενός Νέου Κόσμου, τη φτωχολογιά και τα άπαντα του Καζαντζίδη, τον οποίο θαρρείς και βλέπεις στο βάθος-τραπέζι να φλερτάρει με τη Μαρινέλα στις πρώτες τους αγάπες, όπου να’ναι θα πιάσει και το μπουζουκάκι να υμνήσει την Άπονη Ζωή. Όμως αυτοί που βλέπεις αν εστιάσεις πίσω από τα οράματα, δεν είναι παρά ένα σημερινό ζευγαράκι με προφίλ κοινωνιολόγων της γειτονικής Παντείου. Ολόγυρα παρέες της διανόησης και των γραμμάτων, όλοι χαιρετιόμαστε σαν να γνωριζόμαστε από παλιά, όλοι με μια έκπληξη στο μάτι. Αυτό, λοιπόν, μάλλον είναι σύνδρομο. Όταν ο άνθρωπος βρεθεί σε ένα απρόσμενο περιβάλλον, από κείνα τα απίστευτα που τον κάνουν να «τσιμπιέται», αρχίζει να νοιώθει οικειότητα με τον άγνωστο που μοιράζεται την εμπειρία. Ίσως να βρίσκει σε κείνον και ένα αποκούμπι, ένα χέρι βοήθειας στο «έξω από τα νερά μου». Το ίδιο μου είχε συμβεί και όταν χάθηκα κάποτε στα βουνά της Υεμένης: τους σπάνιους μη-ντόπιους που συνάντησα τους έκανα κολλητούς μου στο χρόνο του ενός «hello». 

Καθόμαστε λοιπόν στο «σκηνικό» και αμέσως το μάτι μας «κολλάει» στη Δέσποινα, που δεν ξέραμε ακόμη ότι τη λένε Δέσποινα και ότι κατάγεται από την Αιθιοπία. Μαυρούλα, με σκουφί και μπουφάν, περιφέρεται θορυβώδης, γελαστή, με τα χαριτωμένα ελληνικά της ανάμεσα στα τραπέζια. Ντροπή μου που θα το πω και συγχωρέστε με, νόμισα πως πρόκειται για χόμλες κορίτσι που ζητά από τους πελάτες το κατιτίς της επιβίωσης. Όμως η Δέσποινα έρχεται στο τραπέζι με τα μαχαιροπίρουνα και τα ποτήρια έξω καρδιά, με το καλαμπούρι στο στόμα και με το ολότελα δικό της ιδιότυπο χιούμορ, σε μεγάλες στιγμές έμπνευσης. 

Στην Ταβέρνα του Θωμά θα φας το παλιό, καλό μαγειρευτό

Αυτή, λοιπόν, μας ενημερώνει, πως εδώ δεν υπάρχει μενού. Περνάς από την κουζίνα, βλέπεις τα φαγητά και ενημερώνεις τον κύριο Μανώλη-με καταγωγή από τα Χανιά. Ο Μανώλης είναι ο αδελφός του Θωμά της ταμπέλας, ο οποίος αναλαμβάνει τη βραδινή βάρδια, κοψιά όπως την έχεις φανταστεί για έναν παλιό κάπελα. Η κουζίνα, ακόμη πιο σοκ εμπειρία από την αυλή. Παρομοίως και δω, τίποτα δεν έχει μετακινηθεί προς τον σύγχρονο κόσμο, εδώ και μισό αιώνα που άνοιξε το μαγερειό. Οι παλιές εστίες, οι κατσαρόλες, τα μαυρισμένα τηγάνια, οι κουτάλες.

Ανοίγεις μόνος σου την κατσαρόλα, σαν να πήγες στο σπίτι της προγιαγιάς που δεν πρόλαβες, ο κύριος Μανώλης πετάει τον τίτλο, όσο εσένα σου τρέχουνε τα σάλια: κουνουπίδι καπαμάς με πατάτες, σουτζουκάκια με ρύζι, μακαρόνια με κιμά, μπάμιες, γεμιστά, κοτόπουλο κοκκινιστό, σπανακόρυζο, χοιρινό με σέλινο, μπριζόλες στο φούρνο με πατάτες, χορταράκια. Άμα θέλεις θα σου κόψει χωριάτικη και θα καθαρίσει πατάτες να σου τηγανίσει. Άμα προλάβεις, έχει και φρεσκότατο ψαράκι ή καλαμαράκι να ρίξει στο τηγάνι. Αν και σένα σου έχει λείψει το παλιό, καλό, μερακλίδικο μαγειρευτό, με τα μυρωδικά και τον μαϊντανό του, εδώ θα το βρεις, στην ταβέρνα που δεν εστιάζει στα «της ώρας» αλλά παίρνει το χρόνο της, να σιγομαγειρέψει νόστιμο φαγάκι της κατσαρόλας και μάλιστα σε συνταγές πιο πρωτότυπες από τα κλασικά-εικονογραφημένα, όπως αυτό το μελωμένο κουνουπίδι με τη λίγη ντοματούλα και τα φρέσκα μυρωδικά.

Έχει και ωραιότατο χύμα τσίπουρο, έχει και πελατεία φανατική, από το μεσημέρι που γίνεται χαμός, μέχρι επαγγελματικά τραπέζια, σου λέει, έρχονται εδώ. Φαγητό παλιάς νοικοκυράς, σκηνικό παλιάς ταινίας, με τους ίδιους πρωταγωνιστές να παίζουν αβίαστα το ρόλο τους κάθε μέρα, μισό αιώνα τώρα. Ξεχνάς τον δήθεν εαυτό σου και βουτάς το ψωμάκι στη σάλτσα του κοκκινιστού πρασοσέλινου. Και μετά, κάπως διαφορετικά βλέπεις τη ζωή. Πιο απλή, γραμμένη με καθημερινές, ευανάγνωστες λέξεις.

Πυθαίου 106, Νέος Κόσμος, 2109015153