Resto

«Τρεις και ο κούκος»: ένα καφενείο-ύμνος στην απλή νοστιμιά στον Ροδώνα Φλώρινας

Λίγοι κάτοικοι, λίγα και πολύ καλά τα πιάτα

Γιώργος Ζαρζώνης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το καφενείο «Τρεις και ο κούκος» στον Ροδώνα της Φλώρινας σερβίρει νόστιμα πιάτα με ντόπια υλικά

Γενικά, είμαι κατά της εξόδου από την πόλη σε τριήμερα σαν το τελευταίο της 28ης Οκτωβρίου, μια και βρίσκω αυτά τα κενά μια καλή ευκαιρία για να μείνει κανείς στην πόλη του και να δει την ομορφιά της με απουσία κόσμου. Αυτό αποφάσισα την Πέμπτη το πρωί και το αναίρεσα, εν μέρει, την Παρασκευή το μεσημέρι όταν και μπήκα στο αυτοκίνητο για μια μικρή βόλτα στην αγαπημένη Δυτική Μακεδονία. Η Θεσσαλονίκη που ζω μου δίνει αυτή την πολυτέλεια της σχετικά άμεσης εξόδου και της μικρής φυγής. Αγαπημένος προορισμός η Δυτική Μακεδονία, ειδικά για το τέλος του φθινοπώρου τότε που το φυσικό της κάλλος είναι ακόμη πιο μαγικό, με το κίτρινο των φυλλοβόλων να κυριαρχεί και το κόκκινο να εναλλάσσεται παιχνιδιάρικα με τον γαλάζιο ουρανό. Αρχικός μου στόχος ήταν το χωριό Νυμφαίο, ελπίζοντας ότι Παρασκευή απόγευμα δεν θα γινόταν ακόμα ο τρελός χαμός, ότι θα συναντούσα για ένα τσίπουρο τον Δημήτρη στο μαγαζί του το Ωμέγας Τίγρης και μετά θα λιαζόμουν παρέα με καπνό και καφέ στον κήπο του ξενώνα του La Moara. Αλλά, σε μια εκδρομή που στήνεται στο πόδι, η αλλαγή είναι το μόνο σίγουρο.

Τρεις κι ο κούκος, το νόστιμο καφενείο στο χωριό Ροδώνας στη Φλώρινα

Φωτογραφία: Γιώργος Ζαρζώνης

Έτσι, στο ύψος του γνωστού -λόγω πηγής- χωριού Ξινό Νερό, έστριψα αριστερά για το χωριό Ροδώνας στη Φλώρινα που απέχει μόλις τρία λεπτά από τον δρόμο του Νυμφαίου και άντε δέκα από το Αμύνταιο. Σχεδόν έρημο χωριό, με 35 μόνιμους κατοίκους και ένα κοινοτικό καφενείο που εδώ και πέντε χρόνια νοίκιασε ο αισιόδοξος Γιώργος Γεωργιάδης για να φροντίσει τους λίγους συνταξιούχους με τράπουλες και πράσινη τσόχα και να ταΐσει τύπους σαν εμένα που ψήνονται για το «διαφορετικό». Το μαγαζί του, για προφανείς λόγους, ονομάστηκε «Τρεις κι ο κούκος», αλλά ο χαμογελαστός ιδιοκτήτης με ένα λιτό λογοπαίγνιο το λέει «Τρεις κι ο κούκλος» αφού και στο σπίτι του ζει με τρεις γυναίκες. Με το άνοιγμα της σιδερένιας πόρτας πέφτεις πάνω σε ένα μεγάλο πορτραίτο του συγγραφέα Χρόνη Μίσσιου και ένα στο ίδιο μέγεθος κείμενό του δίπλα, παρμένο από το βιβλίο «Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε». «Έβαλα αυτόν τον ακτιβιστή της γραφής εκεί, φάτσα κάρτα, γιατί τον γουστάρω και έχω διαβάσει πολλές φορές τα βιβλία του. Ο τίτλος τα λέει όλα! Αλλιώς ίσως και να μην με εύρισκες εδώ», μου λέει γελαστά ο Γιώργος.  

Το ακούω, γιατί θέλει κότσια να στήσεις εδώ επιχείρηση. Αλλά τι είναι αυτό που νομίζεις ότι τελικά φέρνει κόσμο εδώ; Γιατί σαν χωριό δε λέει και κάτι αν εξαιρέσω τις μεγάλες λεύκες που δίνουν μια ωραία διαδρομή. 
Το μότο μου από την πρώτη ημέρα του μαγαζιού είναι ότι τα απλά έχουν αξία. Στόχος έγινε ο λίγος κόσμος που ψάχνει κάτι διαφορετικό και που δεν έχει την άνεση να φάει στο ακριβό μαγαζί που έχουμε εδώ, το οποίο έχει, βέβαια, εξαιρετική κουζίνα και σέρβις (εννοεί τον διάσημο Κοντοσώρο). Εμείς είμαστε ένα κλασικό καφενείο με τίποτα παραπάνω στο ντεκόρ και τίποτα περισσότερο από παραδοσιακές γεύσεις του τόπου. Πιάτα απείραχτα, όπως ακριβώς μας μεγάλωσαν. 

Η πίσω αυλή του μαγαζιού είναι το μικρό παρκάκι του χωριού και τα παγκάκια του ενσωματώθηκαν στον αύλειο χώρο του. Ο μπαμπάς του Γιώργου σκούπιζε τα πεσμένα φύλλα, η αλήθεια είναι πως εμένα μου έκαναν ωραίο εποχιακό ντεκόρ ανάμεσα στα τραπέζια... Δύο καλά εκπαιδευμένα Λαμπραντόρ υποδέχονται με έκδηλη χαρά τον κόσμο. Είναι τα ίδια που ακολουθούν τον ιδιοκτήτη όταν βγαίνει στο βουνό για μανιτάρια και λίγες τρούφες. 

Φωτογραφία: Γιώργος Ζαρζώνης

Τι θα φας στο καφενείο «Τρεις κι ο κούκος»;

Τσίπουρο διπλής απόσταξης, από μονοποικιλιακό ξινόμαυρο, ήρθε στο τραπέζι. Είχε ένα έντονο άρωμα εσπεριδοειδών και μια ιδέα φράουλας στο στόμα. Σαν πρώτο συνοδευτικό ήρθε και η απαραίτητη πιπεριά Φλωρίνης που με το λίγο σκόρδο και το μπόλικο λάδι της χρωμάτισε το τραπέζι.

Φωτογραφία: Γιώργος Ζαρζώνης

Εκτίμησα πολύ το καρπάτσιο με το βασιλομανίταρο που ακολούθησε. Ο Γιώργος συλλέγει γύρω στα οχτώ χρόνια μανιτάρια στη γύρω περιοχή αλλά ποτέ δεν θα τα βρεις στον κατάλογο. Εμφανίζονται μόνο σε φίλους γιατί είναι λίγα. Η τρυφερή και βελούδινη υφή αυτού του μανιταριού είναι ιδανική για να σερβιριστεί ωμό χωρίς πολλές πολλές προσθήκες. Ελαιόλαδο, λεμόνι, αλάτι και λίγο γλυκό τρίμμα κόκκινης πιπεριάς αναδεικνύουν την ήπια, γλυκιά και βουτυρώδη αίσθηση της γεύσης του. Ιδιαίτερο πιάτο είναι και οι ποντιακές πατάτες που κάποτε οι μαμάδες αφού τις βράζαν τις περνούσαν από τηγάνι με λίγο κρεμμύδι και κόκκινο γλυκό πιπέρι για να ξεγελάσουν, μου λέει ο Γιώργος, τα παιδιά. Ο ίδιος πρόσθεσε κασέρι και μπέικον και μια χαρά ξεγέλασε τη δική μου πείνα.  

Φωτογραφία: Γιώργος Ζαρζώνης

Ομολογώ ότι δεν τρελαίνομαι για τα τουρσιά όμως δοκίμασα, για την περιέργεια, τις πράσινες άγουρες ντομάτες που ψήνονται σε φέτες στο σκόρδο, όπως και το κρεμμύδι που βρήκα πιο ενδιαφέρον. Τραγανό στην υφή του με μια αναζωογονητική γλυκόξινη γεύση.

Σε λίγο ήρθε και το ψητό χαβιάρι πιπεριάς Φλωρίνης…τι άλλο! Γλυκιά, καπνιστή και πλούσια κρεμώδης υφή που έγινε πιο έντονη από το ψήσιμό τους. Συνδύασα το άλειμμα με το εξαιρετικό λουκάνικο του μαγαζιού που παρασκευάζει με καλό κρέας ο κρεοπώλης του Αμυνταίου. 

Το κλείσιμο έγινε ώρες μετά -δεν λέω νούμερο- με το βαθύ χρώμα του λικέρ καρυδιού και το αγαπημένο μου γλυκό εδώ, το «τριλέτσε» που κουβάλησε η Ρίτα από την Αλβανία. Επειδή είμαι λάτρης της λατινικής Αμερικής ξέρω ότι το συγκεκριμένο επιδόρπιο δεν ανήκει στη γείτονα χώρα γι’αυτό και η παράφραση της ονοματολογίας του. Στις αγαπημένες μου χώρες ονομάζεται ”tres leches” που σημαίνει τρία γάλατα. Αν κλείσεις τα μάτια στις θερμίδες απολαμβάνεις πραγματικά αυτό το δροσερό γλύκισμα που είναι σαν υγρό κέικ. Η βανίλια, μάλιστα, και η κανέλα πραγματικά το απογειώνουν. 

Ροδώνας Αμυνταίου, 2386 081495