Resto

Οίκος Αντοχής: Μυστικά και νόστιμα στη Ρόδο

Από τις πιο αυθεντικές σελίδες στο καλοκαιρινό, ροδίτικο οδοιπορικό σου

Ελένη Ψυχούλη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τον Οίκο Αντοχής στην Κρητινία δεν θα το βρεις στους τουριστικούς οδηγούς. Είναι όμως από τα πιο αυθεντικά και νόστιμα στέκια της Ρόδου

Πριν μερικά χρόνια, είχα επισκεφτεί το κάστρο της Κρητινίας, ίσως το πιο γοητευτικό από όλα τα κάστρα της Ρόδου, μια ιστορία ιπποσύνης στις παρυφές του πελάγους, να σε μεταφέρει κινηματογραφικά στον άγριο καιρό των κουρσάρων και των Αγαρηνών. Κατηφορίζοντας προς την έξοδο, σταμάτησα για ένα νερό στην καντίνα του κάστρου. Που δεν έμοιαζε με καμμιά καντίνα έτσι όπως τις είχα στο μυαλό μου ως τότε. Πεζούλια ντυμένα με κουρελούδες, αιώρες κάτω από τη σκιά ενός κατηφορικού κήπου με τζιτζίκια, ζαρζαβατικά και άνθη να μπλέκονται σε ένα σύμπαν που σε ταξίδευε πίσω, στους παλιούς μπαξέδες, στη δροσιά του αγροτόσπιτου που δεν περιμένεις να συναντήσεις στην πόρτα ενός πολυσύχναστου, τουριστικού αξιοθέατου, με πελατεία κάθε καρυδιάς καρύδι διψασμένο από δίψα για την Ιστορία αλλά και από την πέτρινη ανηφόρα. 

Έτσι γνώρισα τον Γιώργο Κρητικάκη. Να περιφέρεται βλοσυρός ανάμεσα στα τραπέζια, να μας κερνάει σούμα ονειρεμένη, να κόβει ένα αγγουράκι σκέτη δροσιά κατευθείαν από τον κήπο στο πιάτο του μεζέ, να βγάζει από τον ξυλόφουρνο και έναν νταβά σαρδέλα σπαρταριστή και ριγανάτη. Πολλές κουβέντες δεν είχαμε, τις οποίες ο Γιώργος δεν ενθαρρύνει, είχαμε όμως πολλές περαιτέρω συναντήσεις, με οφτά κατσίκια, τυριά σπιτικά ωριμασμένα και λοιπές ανείπωτες νοστιμιές, διότι όπως αντιλαμβάνεστε, ερωτεύτηκα τον μυστηριώδη κήπο, μαζί και τον Γιώργο και τη νοστιμιά του και την παλαβοσύνη σου. Ποιο αφεντικό θα σου πει φεύγοντας, «άσε τα λεφτά στο ταψί που έχω στον πάγκο, δεν προλαβαίνω να κάνω λογαριασμούς».

Μετά χαθήκαμε, οι νέοι νόμοι για τις καντίνες των αρχαιολογικών χώρων πήραν απότομα και άδικα από τα χέρια του Γιώργου τον μικρό παράδεισο που είχε χτίσει με το μεράκι και την τρέλα του.

Φέτος το καλοκαίρι, τον ξαναβρήκα, λίγες στροφές πιο πάνω, έξω από το χωριό της Κρητινίας, σε έναν καινούριο «Οίκο Αντοχής». Αυτή εδώ η βουνίσια γωνιά της Ρόδου κρατάει ακόμη κλειστή την πόρτα της στον μαζικό τουρισμό. Στις πλαγιές του πανύψηλου Αττάβυρου, απόγονοι των παλιών αποίκων που ήρθαν από την Κρήτη, πήζουν ακόμη στις μαδάρες τους τυριά χειροποίητα όπως παλιά, βόσκουν κατσίκια εκπάγλου νοστιμιάς, αξιοθέατα δεν έχει, μόνο τη θέα του πεντάμορφου βουνού, που με ένα περίεργο τρόπο σου θυμίζει κάτι από Κρήτη. Έξω από την Κρητινία, λοιπόν, πλάι σε ένα μικρό θεατράκι και με θέα κάτω μακριά στις απόμερες παραλίες του νησιού, ο Γιώργος έχει στήσει στην κυριολεξία μια παράγκα και μια αυλή, επανδρωμένη με ό,τι του βρισκόταν: καρέκλες καφενείου και καρέκλες Λουί Κενζ, έπιπλα ανάκατα, χρωματιστά και χειροποίητα βαμμένα, να σου πω…δεν δίνεις και μεγάλη σημασία. Το μόνο που σε νοιάζει είναι που όλα αυτά τα αγκαλιάζει η σκιά από ένα θεόρατο πλατάνι, η καρέκλα να έχει προσανατολισμό-πέλαγος και να φέρει ο Γιώργος γρήγορα τη μαγική σούμα που φτιάχνει ο ίδιος, παγωμένη και με με μια κόκκινη πιπερίτσα στο μπουκάλι να ανεβάζει τα ντεσιμπέλ της. 

Ένα φοιτητικό κουζινάκι με το φουρνάκι του στο μια σταλιά δωματιάκι μαγειρεύουν στο μεταξύ θαύματα που δεν περιμένεις. Δεν θα σου πω πως μεταφέρεσαι νοητά σε όλα τα χαρακτηριστικά ενός αυθεντικού κρητικού καφενέ γιατί ο Κρητικάκης μπορεί να ήταν κάποτε Κρητικός, τώρα όμως είναι ο τελευταίος των Μοϊκανών από τους πιο γνήσιους Ροδίτες. Έχει και ο Οίκος του την έκπληξη, το απρόσμενα νόστιμο, το μοναδικό, που θα συναντήσεις και στους κρητικούς καφενέδες, κυρίως, όμως, έχει τον Γιώργο. Όπως λέει και ο ίδιος, «ο πιο νόστιμος μεζές του καφενέ είναι ο καφετζής». Κι αυτός εδώ είναι πιο sui generis, πεθαίνεις! Θα σου μιλήσει όποτε θέλει, θα σε κοιτάξει βλοσυρά να σου παγώσει το αίμα, θα τον ρωτήσεις και θα σου γυρίσει την πλάτη αλλά στο ατέλειωτο πηγαινέλα με την παρέλαση του μεζέ, είναι σαν να ακουμπάει στο τραπέζι γνοιάξιμο, φροντίδα, το ό,τι καλύτερο, αγάπη μπόλικη να ρέει σαν τη σούμα, μια ψυχή ευαίσθητη που σου την ξεδιπλώνει γενναιόδωρα μέσα από τις λιχουδιές του. Τι χρειάζονται τα λόγια στην αγάπη; Μην περιμένεις τσιριμόνιες, ευγένειες επαγγελματικές να χαϊδέψουν τα αφτιά του πελάτη. Αυτός προτιμά να χαϊδέψει τον ουρανίσκο σου και άμα τον φέρει ο δρόμος θα καθίσει και στο τραπέζι σου να σε κεράσει ιστορίες στην πιο τραγουδιστή ντοπιολαλιά. Το φαγητό του θα το χορτάσεις, τις λέξεις του ποτέ, έτσι όπως κυλά αυτή η προφορά η νησιώτικη, σαν τραγούδι, σαν σονέτο, σαν ρίμα κελαρυστή.

Κάτω από το νέον φως του κουζινακίου, ο Καραϊσκάκης σπέρνει τον πανικό στην Τουρκιά πλάι σε μια στίβα βιβλία, η κατσαρόλα και το τηγάνι που έχεις σπίτι σου, το ξύλο που ανοίγεις το φύλλο, ένα παράθυρο ανοιχτό στο πέλαγος, μια μπλε πλαστική λεκάνη κοντράρει με το κατακόκκινο της πιο αγνής, μποστανίσιας ντομάτας, πλάι το ταψί με το κατσικάκι που έχει σιγοψηθεί στο φούρνο με ντοματίνια από τον κήπο. Ό,τι δοκιμάσεις είναι ντόπιο, είναι δικιά του παραγωγή: οι ελιές με κάπαρη τουρσί, το παλαιωμένο τυρί, τα φρέσκα γιαχνί φασολάκια με τη σάλτσα σκορδαλιά -παλιά ντόπια συνταγή του νησιού-, παντζάρι ζεστό με σκορδαλιά, θα θυμηθείς πόσο αγαπά αυτό το νησί το σκόρδο. Σαρδελάκια ξυδάτα, ψωμωμένα, με όσο ακριβώς ξύδι και ωραίο λαδάκι τους χρειάζεται, φασόλι πιαζ με κρεμμυδάκι, μελιτζάνα ψητή, δωρική και λουκούμι, κομμένη στη μέση. Βλίτα άγρια, κολοκύθι από παλιό σπόρο, μια χωριάτικη που τα έχει όλα, για να περάσουμε στις πιο σοβαρές υποθέσεις, στα ονειρεμένα ντολμαδάκια του. Μαζί στον νταβά γεμίζει και καμιά ντομάτα που κάνει τη διαφορά, θα σου φέρει και ρέγκα τουρσί με σέλινο και λαχανικά. Το τραπέζι δεν χωράει άλλη χαρά, τυφλώνεται από τα χρώματα της φρεσκάδας αλλά τίποτα δεν τέλειωσε ακόμη. Σε λίγο έρχεται η γάστρα, μπορεί να ’ναι ζιγούρι κοκκινιστό με ονειρεμένη πατάτα, μπορεί να ’ναι ντόπιο κατσικάκι που λιώνει στο στόμα. Σε όλα αυτά να μην ξεχάσω το προζυμένιο, βαρύ, αληθινό ψωμί, από τον ξυλόφουρνο. Μια μπουκιά βουτηγμένη στο ζουμάκι του κατσικιού ακυρώνει κάθε άλλο συνοδευτικό αλλά έχουμε ακόμη συνέχεια. Θαλασσινή. Διότι η Ρόδος είναι από τα σπάνια αιγαιοπελαγίτικα νησιά που τιμούν το ίδιο τη στεριά και τη θάλασσα στη γαστρονομία τους. Και εφόσον ο Γιώργος έχει βαλθεί να σου προσφέρει το ό,τι καλύτερο του νησιού στο πιάτο, δεν γίνεται να μην σου βγάλει αντί για γλυκό, ψαράκι ώρας και σπαρταριστό. Ζουμερά ψημένο στη σχάρα. Μπορεί να ’ναι λιθρίνι, μπορεί να ’ναι γερμανοί, αυτό το εξωτικό ψάρι που έχει βρει τη φωλιά του στα ζεστά ροδίτικα νερά, ψαράκι απίστευτης ομορφιάς, με ελάχιστα κοκκαλάκια και ολόλευκη σάρκα με χαρακτηριστική γεύση.

Μια ροδίτικη παράσταση αυθεντικότητας, με τον καλύτερο διευθυντή ορχήστρας, με φανελάκι, σαγιονάρα, εγγλέζικο καπελάκι και παντελόνι γυρισμένο ρεβέρ. Αυτή η Ελλάδα που κρύβεται πίσω από τα πεντάστερα μεγαθήρια, που δεν τη σκιάζουν οι Εγγλέζες στο Φαληράκι, που όσα luxury και να φυτρώσουν δίπλα της, θα μιλάει με τα ελάφια, με τις άγριες κάπαρες, με τη θράκα του φούρνου και την ευωδιά μιας αλλοτινής ντομάτας. Όπως έμαθε!

Οίκος Αντοχής, Κρητινία Ρόδου, 6945772138