Resto

Ομόνοια: αυτός o καφενές είναι τo πιο καλά κρυμμένο μυστικό του Πηλίου

Εδώ που η κατσαρόλα δεν έχει ανάγκη τη ΔΕΗ για να μπει στη φωτιά

Ελένη Ψυχούλη
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στο χωριό Πουρί του Πηλίου θα βρεις το καφενείο Ομόνοια με το πιο σπιτικό φαγητό του κόσμου

Στο Πουρί, όλοι οι δρόμοι σταματούν. Πιο πάνω δεν έχει. Ή μάλλον έχει, το Κεραμείδι και το Βένετο, αλλά σ’αυτά πηγαίνεις από μια άλλη, υπερβόρεια οδική αρτηρία. Πέντε λεπτά από τη Ζαγορά, το Πουρί είναι ένα χωριό, σκέτη ζάλη. Το βουνό στα πιο ψηλά του, κατηφορίζει πιο κάθετα δεν γίνεται, γκρεμίζεται θαρρείς, για να σβήσει στο Αιγαίο και η απόκοσμη θέα γίνεται σχεδόν τρομακτική αν τύχει και μια υψοφοβία την έχεις. Ύψη στα μέτρα των Θεών του γειτονικού Ολύμπου, δέντρα ψηλά ως τον ουρανό, βλάστηση οργιαστική, μπροστά σου η σκιά του Άθω, η Χαλκιδική και οι Σποράδες και ένα παράξενο φαινόμενο: το πέλαγο απέναντί σου, σαν να υψώνεται σαν τείχος, λες και ζήλεψε το μπόι του βουνού και ψηλώνει να το φτάσει, μη σου πω και να το ξεπεράσει. 

Χωριό γαλήνιο, πέντε λεπτά και έτη φωτός μακριά από την τουριστική κοσμούρα, το Πουρί διαθέτει τις πιο ολάνθιστες αυλές όλου του Πηλίου. Αν δεν γνωρίζεις το πάθος των Πουριωτών για τις γαρδένιες, τις καμέλιες, τις ορτανσίες, τα γαρύφαλα και άλλα ξεχασμένα, παλαιού τύπου λουλουδικά, όπως τα φούλια, τα σκυλάκια, τα σκουλαρίκια και τους στρατηγούς, θα νομίσεις πως όλοι εργάζονται στον κλάδο των ανθοκαλλιεργητών με τέτοιες αυλές σαν επαγγελματικά φυτώρια. Όταν ο Ε. Βενιζέλος, το 1912 ήρθε έφιππος ως εδώ, απεφάνθη πως «ποτέ στη ζωήν μου δεν είδον ωραιοτέρα φύσιν», αυτό ένοιωσα και γω αλλά σας μεταφέρω τα λόγια του καθώς τον θεωρώ φερεγγυότερον και σοβαρότερον από μένα. Εδώ λοιπόν, γίνεσαι κομμάτι του χάρτη. Στην κορυφή της πηλιορίτικης ραχοκοκκαλιάς, αγναντεύεις κάτω κάθε λόφο και λοφίσκο και ολόκληρη την ακτογραμμή με τις διάσημες παραλίες, Χορευτό, Άγιους Σαράντα, κλπ., μέχρι εκεί που το Πήλιο από Βόρειο γίνεται κεντρικό. Έχει και μια πανέμορφη πλατεία σε τρία επίπεδα, έχει και έναν υπέροχο Αη Δημήτρη του 1785. 

Ομόνοια, ο παραδοσιακός καφενές στο Πήλιο

Κάτω από την πλατεία, στο κατηφορικό στενό, έχει και την Ομόνοια. «Καφενείο, δανειστική βιβλιοθήκη» λέει η ταμπέλα και φυσικά αν δεν έχεις ξανάρθει δεν γίνεται να χάσεις τέτοια ατραξιόν. Μπαίνοντας, έχεις ξεχάσει τη βιβλιοθήκη και εστιάζεις αυτόματα στον καφενέ, που σου είναι υπεραρκετός και μόνος του χωρίς τη βιβλιοθήκη, η οποία καταλαμβάνει εν τέλει κάποια ράφια του τοίχου. Από το παράθυρο μπαίνει ο ουρανός και το Αιγαίο, στο κέντρο η ξυλόσομπα και γύρω ατόφια και απείραχτη η αύρα του παλιού καφενέ, το παλιό ψυγείο, τα ράφια με τα ποτά, αυτό το κομμάτι νοσταλγικής, ανείπωτης ομορφιάς, που πολύ θα ήθελες να ήσουν ο Παπαδιαμάντης για να το περιγράψεις σωστά.

Σε όλη την επικράτεια, κάθε χρόνο πεθαίνει και ένας τέτοιος καφενές για να γίνει κάτι σε all day μοντερνιά, οπότε όταν τον συναντάς στα αυθεντικά και μη ανακαινισμένα του, είναι λίγο σαν να προσέρχεσαι σε παλιό ξωκκλήσι ή σε μουσείο με θέμα λαογραφικό. Το μόνο που θέλεις, να πέσεις στα πόδια του κύρη και αφέντη, να τον παρακαλέσεις να μην αγγίξει τίποτα, ούτε καν τη σκόνη στα ράφια. Ευτυχώς, ο Νεκτάριος δεν μου φαίνεται να τραβάει κανένα ζόρι εκμοντερνισμού. Ούτε η μαμά του η αθώα, υπέροχη Μαριώ με τα γλυκά, τσακίρικα μάτια. Ούτε ο μπαμπάς Θεοχάρης. 

Η Μαριώ είναι κορίτσι καμπίσιο, από την Καρδίτσα, από κείνες που την πίτα την έχουν στο dna τους, κοιμούνται, θαρρείς με τον πλάστη στο προσκεφάλι και σου ξεπετάνε το φύλλο στο φτερό. 17 χρονών ήταν που παντρεύτηκε τον Θεοχάρη από το Πουρί, ένα από κείνα τα ρομαντικά ειδύλλια που πλεκόντουσαν όταν τα κορίτσια έρχονταν να δουλέψουν στο Πήλιο, στο μάζεμα των μήλων και ενίοτε δεν ξαναγύριζαν ποτέ, αφού ο έρωτας είχε προλάβει να βάλει το χεράκι του. Από αυτόν εδώ τον γάμο γεννήθηκαν 4 αγόρια, ένα εκ των οποίων, μάλλον και το πιο τρομερό, ο Νεκτάριος. Ο οποίος εργάστηκε χρόνια μάγειρας στα καράβια πριν αποφασίσει να αράξει για πάντα στο απόκρημνο λιμάνι του αγαπημένου του χωριού και να αναλάβει μαζί με τη Μαριώ-μαμά το οικογενειακό καφενείο. Ο Νεκτάριος, πνεύμα ανήσυχο, αντισυμβατικό, ρομαντικό και επαναστατικό ήρθε να φέρει έναν φρέσκο αέρα αλλά και αυτό που χρειάζεται οπωσδήποτε ένας παραδοσιακός καφενές: το αφεντικό-περσόνα! Ο Νεκτάριος ψαρεύει, κυνηγάει, φτιάχνει λουκάνικα από αγριογούρουνο και το νοστιμότερο πετιμέζι από τις αράντιστες μηλιές του, το οποίο μπορείς να αγοράσεις εδώ, μαζί με τις εξίσου αγνές ως κρίνο, μαρμελάδες της μαμάς. 

Πίσω, λοιπόν, από τον πάγκο του καφενέ, θα δεις μια πόρτα που τη σκεπάζει μια κουρτίνα. Αυτό το κουρτινάκι-αυλαία, κρύβει έναν κόσμο κρυφό και μαγικό. Μια κουζίνα, όπως ήταν οι κουζίνες πριν ακόμη γεννηθώ εγώ που κοντεύω έναν αιώνα ζωή, όπως ήταν τα μαγεριά της γενιάς του Παπαδιαμάντη, που λέγαμε πιο πάνω, με τη στόφα, τα γλαστράκια με τα βασιλικά της, το πετρογκάζ, τα μαυρισμένα τηγάνια και τα ακόμη πιο μαυρισμένα τσουκάλια, τον αρχαίο μπουφέ, το δαντελωτό κουρτινάκι στο παραθύρι. Η Μαρία πήζει εδώ το τυρί της καθημερινά, εγώ την πέτυχα την ώρα που έβραζε το γάλα, σε μισή ώρα τρώγαμε τη φρέσκια, ανάλατη μυζήθρα παρέα με τη ρακή. Εδώ, στη φωτιά της στόφας, η Μαριώ μαγειρεύει ντολμαδάκια, κοκκινιστό ζιγούρι, φασολάκια από τον κήπο της, στο πετρογκάζ τηγανίζει τα ολόγλυκα πηλιορίτικα κολοκυθάκια, τα βέλια, όνειρο πατάτες και μέλι, αρωματικούς ντοματοκεφτέδες-σπεσιαλιτέ του Νεκτάριου.

Την πίτα, την έχει για πλάκα, δεν υπάρχει περίπτωση να έρθεις και να μην τη βρεις. Ψημένη στον ξυλόφουρνο, μαζί με το προζυμένιο, ξινό, μεστό ψωμάκι που ζυμώνει-στο τέλος μάζεψα τα απομεινάρια σε χαρτοπετσετούλα και τα πήρα μαζί μου. Αυτό το ψωμί σου βγάζει μια αγιοσύνη, δεν θες να σκεφτείς ότι έστω και ένα ψίχουλό του θα καταλήξει στα σκουπίδια. Αν, λοιπόν, ειδοποιήσεις από την προηγούμενη με ένα τηλεφωνάκι, θα σου μαγειρέψουν την Παναγιά και τα μάτια της μαζί. Αν πάλι, σε βγάλει απλά ο δρόμος, πάλι θα βρεις τα καλύτερα του Θεού: τον υπέροχο παστό κολιό που φτιάχνει ο Νεκτάριος, θράψαλο τουρσί, φτέρες και μελιτζανοσαλάτα με καπνιστή μελιτζάνα, ρέγγα ονειρεμένη, πατατοσαλάτα με όλα της τα μυρωδικά, τηγανητή μελιτζάνα, ομελέτα, αβγά με πατάτες και όλα αυτά τα ανεπανάληπτα, τα ντόπια, τα φρεσκότατα, που βγάζει στη στιγμή το τηγάνι του παλιού καφετζή. Μαζί και ό,τι μαγείρεψε η Μαριώ για το σπίτι: κατσικάκι ριγανάτο, χορτόπιτα, φασολάκια, μελιτζάνες. Το καλό, ντόπιο τσίπουρο να ενορχηστρώνει την όρεξη, να δίνει το ρυθμό στις ιστορίες, αφού ο καφενές εδώ, όλος μια παρέα! Αν πρόσεξες, στον τοίχο, σειρά περιμένουν τα όργανα κρεμασμένα. Μόλις βγάλει την ποδιά ο Νεκτάριος, θα πιάσει το τζουρά.

Ομόνοια, Πουρί, Πήλιο, 2426022321