Resto

Πλυμάρι, η πιο άχαστη ταβέρνα στο Βόρειο Πήλιο

Σε μια off road διαδρομή, εκεί όπου το Πήλιο βουτά στα νερά του Αιγαίου

Ελένη Ψυχούλη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το Πλυμάρι στο Βόρειο Πήλιο είναι μια ταβέρνα έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια δική της Εδέμ για πρωτόπλαστους, και όχι μόνον, καλοφαγάδες

Η Ανάληψη είναι μια απέραντη παραλία, αλλού απόκοσμη, αφρισμένη και άγρια, με τεράστια βράχια σε όλο της το πλάτος, αλλού αμμουδερή και φιλόξενη για τους ελάχιστους τολμηρούς κολυμβητές που θα μπουν στον κόπο της. Το ρέμα που την κόβει στα δυο κατεβάζει κορμούς, η θάλασσα ξερνάει βουνά από γλυπτά γυαλόξυλα, στις παρυφές της η οργιώδης βλάστηση δημιουργεί σκιερά καταφύγια για κάποιους σπάνιους ερημίτες, στην άκρη του απέραντου γιαλού δυο-τρία σπιτάκια βγαλμένα από το Χθες, σκιερές αυλές με μουριές, θεόρατα πλατάνια, μερικές ντοματιές, κολοκυθιές, ό,τι μπορεί να εξασφαλίσει μια στοιχειώδη επιβίωση σ’ αυτόν τον μικρόκοσμο πίσω από τον κόσμο. Στη σκιά της Ζαγοράς, σχεδόν πλάι στο τουριστικό Χορευτό, η Ανάληψη χάρη στη δύσκολη πρόσβασή της παραμένει άθικτη, παρθένα και ανέγγιχτη, σε χρόνο παρελθόντα. Οι αλλαγές στην τοπογραφία της, όλες στο χέρι του Θεού: το κύμα, οι βροχές και οι άνεμοι, ζωγραφίζουν κάθε τόσο και ένα άλλο, κινούμενο τοπίο, κάθε χρόνο που θα την επισκεφτείς έχουν να σου δείξουν και κάτι διαφορετικό, υπερκόσμιο και τόσο μακρινό από τα έργα του ανθρώπου.

Οι πρόσφατες πλημμύρες έχουν τραυματίσει σοβαρά το οδικό δίκτυο του Βορείου Πηλίου, γκρεμισμένες γέφυρες, κατολισθήσεις από τιτάνιους βράχους, σπασμένα κράσπεδα, έρχονται να επιβαρύνουν έναν ήδη επιβαρυμένο δρόμο, ο οποίος παραδόξως διασχίζει το πιο τουριστικό κομμάτι του βουνού με τους Κένταυρους. Τώρα που αναγκαστικά δεν πας με πάνω από 30 χιλιόμετρα την ώρα, είναι ίσως μια μοναδική ευκαιρία να τους συναντήσεις, να ροβολούν φευγαλέα στις απόκρημνες ρεματιές, στα δάση με τις καστανιές, στα δυσθεώρητα ύψη που ζαλιστικά κατηφορίζουν δασωμένα σαν άβατες ζούγκλες στους αφρούς του Αιγαίου.

Πλυμάρι, η ταβέρνα που δεν πρέπει να χάσεις στο Βόρειο Πήλιο

Το γαλήνιο, παιχνιδιάρικο βουνό, εδώ σοβαρεύει, σου προκαλεί δέος την ίδια στιγμή που γεμίζει τα μάτια σου τόση ομορφιά, που στο τέλος, σχεδόν, πονάει. Και αφού έχεις διανύσει χιλιόμετρα ακατοίκητης αγριάδας, στην άκρη του κόλπου όπου καθρεφτίζεται το Άγιο Όρος και μόλις έχεις αρχίσει να ξεχνάς ότι αυτός ο κόσμος περιλαμβάνει και ένα είδος που λέγεται «άνθρωπος», στην αυλή του Πλυμαρίου, συναντάς πλήθος πυκνό και άλλους «τρελούς» σαν κι εσένα. Εδώ που φαντάζεσαι τα τραπέζια να γεμίζουν μόνο με αλεπούδες και ασβούς, βλέπεις ότι το είδος «άνθρωπος» που λέγαμε, δεν δειλιάζει να αναζητήσει ακόμη και στο Υπερπέραν το καλό φαγητό μόλις το μυριστεί.

Μια πετρόκτιστη χαμηλή πεζούλα που σχεδόν ακουμπά το νερό, μια ολάνθιστη παραδεισένια σκιερή αυλή, καρό γαλάζια τραπεζομάντιλα, στις ψάθινες καρέκλες το χρώμα της ελιάς, πάνω από το κεφάλι σου η ελιά αυτοπροσώπως, ο ξυλόφουρνος, τα χταπόδια και οι κολιοί λιάζονται κρεμασμένα στον θαλασσινό αέρα, στο ψυγείο σπαρταράει ο ντόπιος αστακός και το ψάρι της ημέρας.

Πλυμάρι λένε την απογευματινή, καλοκαιριάτικη φουσκοθαλασσιά και ο Σπύρος Χιώτης έχει διανύσει πολλές φουσκοθαλασσιές μέχρι να χτίσει αυτό εδώ το μικρό θαύμα. Ζαγορίτης στην καταγωγή, είχε εδώ ένα παλιό, γκρεμισμένο καλύβι, αυτά τα ταπεινά, πέτρινα μικρά θαύματα που στέγαζαν τους αγρότες στο μάζεμα της ελιάς ή όποτε τα μακρινά χωράφια χρειάζονταν φροντίδα. Τί μπορεί, όμως, να κινήσει έναν άνθρωπο για να ονειρευτεί μια επιχείρηση σ’ αυτή την αφιλόξενη ερημιά, τόσο μακριά από τις ευκολίες του πολιτισμού; Θαρρώ, η ίδια η αφιλόξενη ερημιά. Η αγάπη γι’ αυτό το υπερβατικό τοπίο, μαζί με μπόλικη αποκοτιά κι άλλο τόσο κουράγιο. Άδεια δεν μπορούσε να πάρει, το νερό και όλα τα αυτονόητα εδώ ισοδυναμούν με άθλο, το έκανε όμως. Σιγά-σιγά, αφού τα θαύματα που χτίζονται με ανθρώπινα χέρια θέλουν το χρόνο και τον κόπο τους. Και γαϊδουρινή υπομονή.

Στην αρχή, όλη η οικογένεια έμενε για χρόνια σε μια σκηνή. Αργότερα, χτίστηκε ο φούρνος, ένα μικρό σπιτάκι να τους στεγάσει, μεγάλωσαν οι πρασινάδες, φούντωσαν τα άνθη, κάρπισε το μποστάνι που δίνει τα νόστιμα, αθώα και αγνά, λαχανικά του. Η Πελαγία, το καϊκάκι, δίνει το ψάρι όποτε προλάβει ο Σπύρος να πάει για ψάρεμα, μέσα στην τούρλα του Αυγούστου αποκλείεται αλλά και πάλι, το ψάρι έρχεται σπαρταριστό από τα γύρω νερά και η ταβέρνα μετρά πλέον αισίως 30 χρόνια ζωής.

Όλες τις φορές που έχω έρθει ως εδώ, ένα «προσκύνημα» που απαρέγκλιτα τηρώ άπαξ ετησίως, ήταν πάντα σούρουπο, μετά το μπάνιο. Φέτος, μετά από ένα ηλιόκαυτο περπάτημα, βρέθηκα στο κατώφλι του για μια σπιτική λεμονάδα της αναζωογόνησης, γύρω στις 12 το μεσημέρι. Για να πετύχω το Πλυμάρι στην πιο λαμπρή του ώρα. Με τους πρώτους πεινασμένους να προσέρχονται δειλά-δειλά, την παραλία ολόκληρη να μοσχοβολά μεθυστικά από τα χρυσαφένια καρβέλια που ψήνονταν στον ξυλόφουρνο, αυτά που ξεφουρνίστηκαν μπροστά μου βουνό, πριν πάρει σειρά ο ριγανάτος γαύρος στο ταψί και το μπριάμ με τα λαχανικά του κήπου στη γάστρα.

Στο βάθος του φούρνου, το ζυγούρι ήθελε ακόμη την ώρα του, όμως όλα αυτά μαζί, το προζυμένιο του ψωμιού, το σκορδάτο του ζυγουριού, η ρίγανη του γαύρου, άπλωσαν παντού μια μεθυστική ευωδιά από παλιό ελληνικό καλοκαίρι, στο πιο φυσικό του τοπίο. Η καυτή γωνιά του ψωμιού, περιχύθηκε με ντόπιο ελαιόλαδο, ρίγανη και τριμμένη ντομάτα, από πάνω έπεσε χλωρό τυρί που φτιάχνεται σπιτικό στο χωριό και εγώ πλούτισα με μια από τις νοστιμότερες μπουκιές που αξιώθηκα στη ζωή μου, αυτές που θα τις κουβαλάς, πολύτιμη αποσκευή μέχρι να κλείσεις τα μάτια στον κόσμο της νοστιμιάς.

Γιατί ο Σπύρος κάνει το αυτονόητο. Ίσως γι’ αυτό και το πιο δύσκολο, έτσι πολύπλοκος που έχει γίνει ο κόσμος και δεν ξέρουμε να εστιάσουμε πια στην ουσία. Μαγειρεύει με ό,τι πιάνει το χέρι του τριγύρω, κρέας από το χωριό, κόκορα αλανιάρη, δικά του μποστανικά, δικό του μοσχοβολιστό ψωμί, η σάλτσα της ντομάτας γίνεται στο τέλος του καλοκαιριού, όπως παλιά, με τις ντομάτες του κήπου να σιγομαγειρεύονται στα ξύλα. Η συνταγή δεν έχει και τόση σημασία. Η φύση, καταργεί το μενού. Άμα μαζευτούν πεταλίδες, θα τις δοκιμάσεις ονειρεμένη μακαρονάδα με μπόλικο κρεμμύδι και ντομάτα ή λευκή σκορδάτη με μαϊντανό, η σκορπίνα ψήνεται ανοιχτή στα κάρβουνα, νοστιμότερη και από αστακό, το φρέσκο καλαμάρι γίνεται λευκό κριθαρότο με δάφνη και μπαχάρι, φτιάχνουν και την πιο ονειρεμένη σαλάτα φακές με ψιλοκομμένα λαχανικά. Ντολμαδάκια στον ξυλόφουρνο, πεταλίδα μόνο με δυο σταγόνες λεμόνι για raw power συγκινήσεις, τροφαντός, άπαιχτος κεφτές, παστός κολιός-μέλι, ολόφρεσκος από τον ήλιο στο πιάτο, φρέσκα κρίταμα μαζεμένα εκεί που σκάει το κύμα, πίτες με σπιτίσιο φύλλο, κατσικάκι στη γάστρα, άγρια βλίτα και η πιο χρυσή, τραγανή αληθινή τηγανητή πατάτα.

Κάθε μέρα, γράφει τη δική της νόστιμη ιστορία. Αλλού θα το έλεγαν from farm to table, food miles και άλλα τέτοια που καθόλου δεν αφορούν το Πλυμάρι. Εδώ θα σου βγάλουν τα άπαντα της τροφοσυλλογής απλά γιατί από πάντα αυτά έτρωγαν στο χωριό. Οι δύσκολες βουνίσιες συνθήκες, η εσχατιά του απομονωμένου υψόμετρου, όταν ο τόπος είναι εύφορος και ευλογημένος, με το ένα πόδι στις καστανιές και το άλλο στο κύμα, έχει να σε ταΐσει πολλά και ονειρεμένα που δεν υπάρχουν στην πόλη.

Πλυμάρι, Ανάληψη, 6977706151