- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Λέσβιον, πιάτα με γεύση υπέροχα θαλασσινή (όχι ότι δεν θα χωρέσεις και τον κεφτέ…)
Το φαγητό του Περικλή είναι καμωμένο από τη θαλασσινή γεύση της πατρίδας Λέσβου
Στο Λέσβιον στο Γαλάτσι για αυθεντικές μυτιληνιές γεύσεις
Σ' αυτό το κομμάτι της πόλης, οι ανηφοριές φαντάζουν σχεδόν τρομακτικές, σαν αλλοτινές χαράδρες που σκεπάστηκαν από την άσφαλτο της προόδου, να τρομάζουν τα φρένα σου, ιδιαίτερα αν οδηγείς νύχτα. Κάπου εδώ γύρω, κάποτε δεν ήταν Αθήνα. Ήταν τα νταμάρια, ολόγυρα φτωχογειτονιές, χαμόσπιτα, ο λαός του μεροκάματου που ξεριζώθηκε για μια καλύτερη τύχη στην Αθήνα, τα πέτρινα χρόνια, μετά το τέλος του πολέμου. Οι νεοφερμένοι συσπειρώνονταν, δημιουργούσαν άτυπες αποικίες, να αλληλοστηριχτούν, να αντέξουν καλύτερα ενωμένοι στον καινούργιο κόσμο. Μυτιληνιοί γύρω-τριγύρω, στήνουν τον συνοικισμό τους, τα Καραγιαννέικα. Οι νεοφερμένοι ερχόντουσαν με μια σύσταση, ένα γράμμα, στους παλιούς. Με έστειλε ο τάδε, βόηθα να βρω δουλειά.
Για να βρεις ψωμί, έπρεπε να κατέβεις με γαϊδουράκι στην Αθήνα, μέχρι το '72 δεν είχαν ούτε νερό ούτε αποχέτευση. Οι περισσότεροι δούλευαν στην οικοδομή, περνούσαν μάρμαρα και πλακάκια. Ο μπαμπάς υδραυλικός, ο Περικλής δούλεψε αρχικά, παιδί ακόμα, στη Σταδίου, στο διάσημο κατάστημα Μπαρμπαλιά, που έφτιαχνε αντρικά ρούχα. Όμως, η ψυχή του ήταν τελικά κοντά στους δικούς του, σ' αυτές εδώ τις απότομες ανηφοριές. Τούτο το μαγαζί, ήταν από το 1965 ο καφενές του νονού του. Ο ίδιος, που είχε μάθει την τέχνη του μαρμαρά, μπήκε στο γιαπί. Το 1987, πήρε παράλληλα και το καφενείο. Δουλειά εξοντωτική, το πρωί στα μάρμαρα, το απόγευμα καφετζής. Αντρική υπόθεση, που μάζευε κάθε καρυδιάς καρύδι, μεζές μίνιμαλ, ούζα, τάβλι, πρέφα και γλυκύς βραστός. Γυναίκα, δεν κοντοζύγωνε. Γαύρος, μαριδάκι, ουζομεζές, μια ψησταριά για το χταπόδι και τη σαρδέλα.
Παντρεμένος πια και πατέρας, αποζητά κάτι καλύτερο, κάτι πιο περιωπής. Η ανακαίνιση ήρθε το 2008. Αυτό που θα δεις και σήμερα. Τοίχοι, πατώματα, όλα ντυμένα με την τέχνη του, συνθέσεις από πλακάκια και μάρμαρο. Μια τοιχογραφία γνωστού, λέει, ζωγράφου -εγώ δεν τον ήξερα. Μπαίνει στη δουλειά και ο Παναγιώτης, ο γιος που θα σε σερβίρει, χαμόγελο σαν ήλιος, γλύκα σε κάθε του κίνηση. Η πελατεία αλλάζει, πλέον στο μαγαζί δεν πέφτει καρφίτσα, οικογένειες με παιδάκια, καλός κόσμος, ο Περικλής το πέτυχε το «περιωπής».
Κουζινάκι μια σταλιά, γκάζια με μαυρισμένα τηγάνια, αυτά που εγγυώνται το σωστό, το πιο νόστιμο φαγητό. Μπαίνεις να τον χαιρετήσεις, σε όλο το μαγαζί ξεχύνεται αυτή η παλιά ευωδιά, από γιαγιά στο χωριό, που μοσχοβολά κεφτέ που τσιτσιρίζει στο τηγάνι. Όσα θαλασσινά και να παραγγείλεις, σ' αυτόν τον κεφτέ δεν θα πεις όχι και να δεις που μια χαρά βρίσκει τη θέση του ανάμεσα στα παστά και τα καλαμαράκια, ιδιαίτερα όταν φλερτάρει με τη μαγική, τηγανητή του πατάτα που πασπαλίζεται διακριτικά με ριγανίτσα.
Όσοι ξέρουν, ξεκινούν με τη «Λέσβιον» σαλάτα, πατάτα, ντομάτα-μέλι, πιπεριά, ελιές και αγγούρι, να τη συνοδεύσεις με το λαδοτύρι στη σχάρα, που έρχεται από το χωριό, την Άγρα της Μυτιλήνης. Και οπωσδήποτε με τα σπιτικά παστά. Η λακέρδα τους σαν ιωδιούχο βούτυρο, κάνουν και παστή σαρδέλα, ρείκι και παλαμίδα, ό,τι αποφασίσει η αγορά της κάθε μέρας. Το χταπόδι στη σχάρα, μαστιχωτό, λιτό, από κείνα που δεν τα ξεχνάς ποτέ, βρίσκει τον τρόπο του να λιαστεί στον ήλιο που περνά ανάμεσα από τις πολυκατοικίες. Θράψαλο μαστόρικα ψημένο στα κάρβουνα, σε ξεγελάει, νομίζεις πως είναι καλαμάρι. Μύδια αχνιστά, όπως τα κάνουν στη Μυτιλήνη, μόνο με το ζουμάκι τους και λίγο ελαιόλαδο. Αν πετύχεις τη σουπιά μαγειρεμένη με τη μελωμένη μελιτζάνα, θα έχεις την τύχη να γευτείς μια μοναδική νοστιμιά, εμείς την πήραμε απλά ψημένη στη σχάρα με το μελάνι της. Ο Περικλής, όμως, μαγειρεύει και υπέροχα τα όσπρια, με άλλη συνταγή κάθε φορά και αξίζει να τα δοκιμάσεις. Ψαράκι ημέρας, γαύρος, κουτσομουράκι στο πιο αιθέριο τηγάνι, φέρνει και μεγαλύτερα, αναλόγως καιρού. Στο τέλος, μας έφερε γιαουρτάκι με σπιτικό γλυκό βύσσινο.
Στο πιο τέλος, κυρίως, μου έμεινε η γεύση του Περικλή. Η νοστιμιά της ευγένειάς του, ο χαμογελαστός, πράος, μειλίχιος λόγος του. Το γλυκό χαμόγελο ακόμη και όταν σου διηγείται τα πιο σκληρά, τα πιο ανάποδα και άκαρδα της ζωής. Από τέτοιον άνθρωπο δεν μπορεί να βγει άνοστο φαγητό. Γεύση σμιλεμένη από βάσανα και άθλους καθημερινούς, που δεν το βάζουν κάτω. Η ζωή, έχει τελικά μια γεύση θαλασσινή. Από μπουνάτσες και τρικυμίες.
Λέσβιον, Βαρδουσίων 3, Γαλάτσι, 2102923689