Resto

Με την Ταβέρνα των Φίλων γίναμε αμέσως φίλοι

Οι παλιές Σεϋχέλλες γίνονται δύο και η μία της διχοτόμηση πολύ σύντομα θα γίνει το νέο talk of the town

Ελένη Ψυχούλη
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Ταβέρνα των Φίλων στον Κολωνό έχει αύρα από παλιά αλλά νέους και άξιους ιδιοκτήτες-μαγείρους

Όταν σβήστηκαν οι Σεϋχέλλες από τον χάρτη, χάσαμε το νησί μας. Με το απότομο λουκέτο δεν έχασα μόνο τις πιο αγαπημένες μου τηγανητές πατάτες και τις παπαρδέλες με καβουρμά που είχαν αντικαταστήσει στο γευστικό μου υποσυνείδητο την αναφορά «κοκκινιστό» της μαμάς αλλά έχασα και την απάντηση-σιγουράκι, σε όποιον με ρωτούσε πού θα βρει φαγητό της προκοπής να φάει. Γιατί οι Σεϋχέλλες είχαν καταφέρει το αθηναϊκό ακατόρθωτο, την απόλυτα σταθερή ποιότητα, τη βεβαιότητα πως θα βρεις στο πιάτο την ίδια γεύση που είχες αφήσει πίσω σου, μήνες ως και χρόνια πριν.

Το ενθουσιώδες νέο, είναι πως οι τέως Σεϋχέλλες διχοτομούνται σε δυο διαφορετικά εστιατόρια, η μία στα χωρικά της ύδατα, η άλλη, λίγο πιο κάτω, κάπου ανάμεσα Κολωνό και Ακαδημίας Πλάτωνος, μια γειτονιά σαν ποίημα, ευαίσθητη και κινηματογραφική, με δρόμους που διηγούνται παλιές αθηναϊκές, ξεχασμένες ιστορίες, και γιασεμιά που μυρίζουν ακόμη γιασεμί.

Ο Γιάννης Μούσιος, πρώην Σεϋχελλιανός, συνασπίζεται με τον Γιώργο Κοντορίζο που επί καραντίνας άφησε στη Ζυρίχη μια καριέρα στα χρηματοοικονομικά για να ασχοληθεί με το κρασί μπαίνοντας στην ομάδα του Mr Vertigo, στη συνέχεια έγινε και σομελιέ της Σπονδής.

Η Ταβέρνα των φίλων ήταν από πάντα εκεί, διάσημη για τα παϊδάκια της. Κάποτε έκλεισε, έμεινε έρημη για μια δεκαετία, κατά την οποία το γιγάντιο γιασεμί που την κυκλώνει όχι μόνο δεν μαράζωσε, αλλά θέριεψε και έγινε δέντρο σωστό και εντυπωσιακό, να ευωδιάζουν τα τραπεζάκια στο γωνιακό πεζοδρόμιο όταν φτιάξει ο καιρός και λουλουδίσουν οι λευκές ταξιανθίες.

Πρώτες ημέρες λειτουργίας, το μαγαζί δεν το έχουν πάρει ακόμη μυρωδιά αυτοί που σε λίγο θα ιδρώνουν για να κλείσουν ένα από τα λιγοστά τραπέζια του, μύριζε καινούργιο, και μια μικρή αμηχανία μαζί, γιατί καθώς συνειρμικά κουβαλούσα μαζί μου τις Σεϋχέλλες, περίμενα κάτι σε πιο χλαπαταγή, πιο πάρτι με χαμό, στα έξω και τα μέσα. Η Ταβέρνα των Φίλων - κεφάλαιο δεύτερο, έχει μια κομψότητα, έχει μια αβρότητα, έχει μια Ευρώπη που κουβαλά μέσα του ο Γιώργος στο καλοσώρισμα, στο ευθυτενές βλέμμα, στο λόγο με τα ολόσωστα ελληνικά, στο χαμόγελο. Και έχει άλλη χάρη να σου κάνει την τιμή να σε σερβίρει το αφεντικό, το οποίο επιπροσθέτως διαθέτει έναν τόσο καλοδεχούμενο και αυθόρμητο, συνάμα, Πολιτισμό.

Προσωπικά βαριέμαι πολύ και μου σπανίζουν οι λέξεις όταν πρέπει να σας περιγράψω ένα ντεκόρ, όμως η Ταβέρνα αυτών των Φίλων είναι μια παρέα από Χτες και Σήμερα, σαν να μην πείραξαν ποτέ την τέως ταβέρνα και σαν να την αποδόμησαν εντελώς συνάμα. Έχει κάτι το απρόσμενο, να μπορείς να διαβάσεις τον παλιό χρόνο στον τούβλινο τοίχο, σε μια σχεδόν ναϊφ τοιχογραφία με τον βοσκό, τα γελάδια και τις κότες του, στα παλιά βαρέλια της ρετσίνας. Έχει και κάτι από την καρδιά του Σήμερα στην ανοιχτή κουζίνα με το τεράστιο ανοξείδωτο ψυγείο της, έχει κάτι που δεν μπορείς να το κατατάξεις παρά μόνο να το αγαπήσεις, έχει που δεν φοβάται να μπλέξει όλα όσα αγαπάει. Τα boules λευκά φωτιστικά, τα χιονάτα κουρτινάκια, ένας υπαινιγμός αρ-ντεκό στο γείσο της κουζίνας. Κυρίως, όμως, έχει λευκά τραπεζομάντιλα στα τραπέζια. Και αυτό από μόνο του είναι η επιστροφή του παλιού αστικού εστιατορίου, είναι η επιστροφή στην αρχοντιά και το chic που ξεχάσαμε πάνω σε σου-πλα μιας χρήσης. Την αρχοντιά της απλότητας, της καθαριότητας και της φροντίδας, σαν φρεσκοπλυμένη αυλή που μοσχοβολά γαρίφαλο. Μια αρχοντιά λακωνική, που σου συνοψίζει το μεγαλείο μιας αλλοτινής ελληνικότητας.

Υπαινικτικά, χαμηλόφωνα, ακούγεται Παπαθανασίου, η Φλέρυ Νταντωνάκη, η Ζωίτσα Κουρούκλη, «λούζεται η αγάπη μου στον Γκουανταλγκιβίρ», όσα ντεσιμπέλ χρειάζονται για να νοιώσεις πως η Ταβέρνα των Φίλων και εσύ μαζί, είστε στον Κολωνό, για την ακρίβεια, έχετε γίνει Κολωνός.

Μια σελιδούλα το μενού που αλλάζει κάθε μέρα. Μεγαλείο. Τα θέλεις όλα. Θα επέστρεφα ενθουσιωδώς για την πιο πρωτότυπη σαλάτα που έχω ποτέ δοκιμάσει σε ελληνικό εστιατόριο, ολόκληρα τα φύλλα του ελληνικού μαρουλιού, δυο εξίσου ολόκληρα πικάντικα φύλλα μουστάρδας έτσι για να ξυπνήσουν τη γεύση σου, βινεγκρέτ λεμονάτη με λίγο φρέσκο κρεμμυδάκι, ραπανάκι τραγανή ροδελίτσα που σκοτώνει όλες μαζί τις πίκλες που μας βασάνισαν, ροδέλες βουτυράτο αβοκάντο, το όλο χιονισμένο με ψιλοτριμμένο πιθαρίσιο τυρί της Σκύρου.

Επίσης πάραυτα θα επέστρεφα για το επικό στιφάδο με μανιτάρια, που δεν είναι καθόλου αυτό που φαντάζεσαι. Ποικιλία από γήινες τρομπέτες, θαρρώ και λίγο τραγανό πλευρότους και κρεμμυδάκια, σε μια γλυκόξινη σάλτσα με έντονο φρέσκο θυμάρι, σαν διπλός κόλαφος, από τη μια να σε χαστουκίζει η Ασία από την άλλη η Γαλλία. Το όλον αλάδωτο και φινετσάτο. Ταραμοσαλάτα βελούδο με λίγο κριταμάκι, το μοναδικό τουρσένιο που έχω δοκιμάσει και που σέβεται το θαλασσινό χορταράκι, το νοιώθεις σχεδόν φρέσκο χωρίς περιττές, θανατηφόρες οξύτητες. Το μυλοκόπι ολόσωστα ψημένο πάνω σε ένα ονειρεμένο λαχανόρυζο, όπως θα το έκανε η μαμά σου αν ήταν σεφ της προκοπής.

Το θεσσαλονικιό σουτζουκάκι στη σχάρα, αφράτο, βαθειά νόστιμο, ζουμερό, πλάι του μια αλοιφή πάπρικα με ευδιάκριτη τη φετούλα, σαν την παραδοσιακή αλλά χωρίς τη βαρβατίλα της. Ο χοιρινός λαιμός στα κάρβουνα συνοδεύεται από κοκκινιστά φασόλια Φενεού με ντοματίνια κονφί, σκέτη γλύκα. Όλα πιάτα κορυφαία, σαν δουλεμένα από καιρό, νοιώθεις την πολύτιμη πρώτη ύλη, κρέατα από φάρμα της Κιμώλου, κρητικά χοιρινά, τυριά από τους αγαπημένους «Συμπέθερους» των Εξαρχείων. Και μια άλλη άποψη για το συνοδευτικό, που μοιράζεται σαν πρωταγωνιστής το πιάτο, με έντονη δόση από παράδοση προσγειωμένη σε μια καινούργια νοστιμιά.

Για γλυκό πήραμε αχλάδι ολόκληρο ποσέ σε κόκκινο κρασί πάνω σε κρέμα πατισιέρ, κλείσαμε αριστοκρατικά, με κάτι τόσο απλό, που ωστόσο, υποδεικνύει τον σωστό δρόμο για ένα επιδόρπιο γλυκό. Στην πρώτη μπουκιά, λίγο σαν να προσγειώθηκα στα ψητά μήλα ή τα κυδώνια της τέως ταβέρνας. Και κάπως σαν να ενώθηκαν όλες μαζί οι εποχές σε έναν χορό.

Άργους 66, Κολωνός, 2105127506