Resto

Ο Πειναλέων της Μαυρομιχάλη που πεινάει σχεδόν μισό αιώνα

Επιμένει εδώ και 40 χρόνια να γράφει την πιο παλιά εξαρχιώτικη ιστορία

Ελένη Ψυχούλη
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Πειναλέων της Μαυρομιχάλη, με την ίδια πάντα ασίγαστη πείνα, σερβίρει στα Εξάρχεια όλη την Αθήνα

Στη δεκαετία του ’80 ο Πειναλέων ήταν μια ετοιμόρροπη παράγκα του Καραγκιόζη πνιγμένη στις πρασινάδες, που νόμιζες πως θα γκρεμιστεί πάνω σου μαζί με τον μισό εξαρχιώτικο πληθυσμό. Στο μέσα της, ήταν πνιγμένη στις αντίκες, με καθρέφτες και έπιπλα από το Μοναστηράκι, θαλασσογραφίες και παλιές κορνίζες, όπως ήταν τότε όλα τα ιστορικά κουτούκια της γειτονιάς, το παλιό Άμα Λάχει, ο Τιπούκειτος, η Ροζαλία, ο Μπάρμπα Γιάννης και άλλα που δεν τα θυμάμαι, γιατί τα πήρε ο χρόνος ή τα μεταμόρφωσαν οι ανακαινίσεις.

Ο Μακάριος Αβδελιώδης, αδελφός του σκηνοθέτη Δήμου, το 1980 που πήρε το μαγαζί, ήταν στα 22 του, νέος, ωραίος και γεννημένος ταβερνιάρης, τον μόνο τίτλο που διεκδικεί και ως τα τώρα για το πολυτάραχο βιογραφικό του. Μπήκε στη δουλειά άνετος και ακομπλεξάριστος, στον καφενέ του πατέρα του είχε μεγαλώσει στη Χίο, τη δουλειά την ήξερε και κυρίως, την αγαπούσε. Μαζί της και όλα όσα στεριώνουν μια ταβέρνα: αντοχή στο ξενύχτι, ανοιχτή καρδιά, αγάπη για το γλέντι, το ποτό, τη μουσική και τα τσακίρ-κέφια.

Εδώ άκουσα τα πρώτα μου ρεμπέτικα, εδώ θυμάμαι την Ελευθερία Αρβανιτάκη κοριτσάκι με την Οπισθοδρομική κομπανία, τον Άσιμο, τον Μάλαμα, εδώ θυμάμαι να σείεται ο κόσμος μέχρι πρωίας, ενίοτε το γλέντι να γυρνά σε κλωτσοπατινάδα, κνίτες-ρηγάδες-ΜΛ κουκουέδες-αναρχικοί και λοιπές φράξιες της τότε απολύτως πολιτικοποιημένης εποχής είχαν πολλά να μοιράσουν σ’ αυτή την πυρπολημένη εποχή των διαδηλώσεων και των καταλήψεων, τότε που νομίζαμε πως θα αλλάξουμε τον κόσμο.

Το 1988 ο Μακάριος αγόρασε το παλιό πλην μαγικό νεοκλασικό, το πατάρι του μαγαζιού το έκανε σπίτι του, το ανακαίνισε αδιόρατα, χωρίς να αγγίξει τίποτα εκτός από τη στατικότητα και έτσι η ζωή του και ο Πειναλέων παντρεύτηκαν για πάντα σε έναν αιώνιο γάμο. Από εδώ πέρασε όλη η Ελλάδα, από τον Μανώλη Γλέζο, τον Βέγγο, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον Παπάζογλου, μέχρι τον Μποστ, ο οποίος και βάφτισε το μουσικό καφωδείο από τα δυο κουτσούβελα της πτωχής Ελλάδας, τον Πειναλέοντα και την Ανεργίτσα του.

Το μότο του Μακάριου ήταν το «εδώ γινόμαστε όλοι μια παρέα» και αυτό θα νοιώσεις ακόμη και σήμερα στον Πειναλέοντα, ο οποίος στέκει πάντα όρθιος, χωρίς να αλλάξει ούτε ένα καρφί στον τοίχο του. Η πείνα ποτέ δεν τον τρόμαξε, λιγάκι τα χρειάστηκε με τον κορονοϊό, κι ύστερα συνέχισε τραβώντας προς τη δόξα ξανά. Στα ίδια πατιναρισμένα από το χρόνο, παραμυθένια πλακάκια, με το παλιό πορτρέτο ενός ζευγαριού στον τοίχο, που το έφερε κάποτε μια πελάτισσα: «είναι οι παππούδες μου αλλά νομίζω πως εδώ θα περνάνε πιο καλά». Το να γυρνάς πίσω, στο πάλκο των παλιών σου γλεντιών, είναι σχεδόν τρομακτικό: αναλογίζεσαι αυτούς που στο μεταξύ αποχαιρέτησαν για πάντα, συλλογίζεσαι πως αυτοί οι τοίχοι ξέρουν για σένα ακόμη κι αυτά που έχεις ξεχάσει και κυρίως, πως δεν κατάφερες να αλλάξεις τον κόσμο. Όμως στην τρίτη παγωμένη ρακή «έχεις ήδη γίνει μια παρέα» και τραγουδάς με καινούργια παρέα, μακαρίζοντας τη νέα εποχή του Μακάριου, ο οποίος πέρασε πια την επιχείρηση στα δυο του ανίψια, τα παιδιά του Δήμου, που τα έχει σαν παιδιά του. Ο Γιάννης στην κουζίνα, ο Φοίβος στη σάλα, ο Μακάριος κάπου και παντού στο φόντο. Από την Τετάρτη ξεκινούν οι μουσικές. Οι κομπανίες του μαγαζιού αλλά και οι απρόβλεπτοι ερασιτέχνες, που έρχονται με τα όργανα και τις φωνές τους, στα καλύτερα πάρτι-που όπως ξέρουμε, είναι αυτά που δεν έχεις σχεδιάσει. Σάββατο πιο ρεμπέτικα, Τετάρτη, Πέμπτη πιο έντεχνα, πιο «απ’ όλα». Υπάρχει, όμως και το ενδεχόμενο, να έρθεις μια ήσυχη Τρίτη, απλά για να απολαύσεις το φαγητό σου χωρίς στριμωξίδι, χωρίς να προσεύχεσαι μη και στο ντάλα κέφι, σου χύσουν το κρασί στο χοιρινό κότσι. Γιατί εδώ το φαγητό έχει κι αυτό τη δική του ιστορία.

Ο Μακάριος χρόνια ψώνιζε μόνος του και χρόνια μαγείρευε τις ίδιες συνταγές που θα δοκιμάσεις και τώρα, σε μια κουζίνα που δεν θυμίζει ταβέρνα αλλά μερακλή μάγειρα. Λίγα πιάτα και εξαιρετικά, με τη νοστιμιά τους να τελειοποιείται μέρα τη μέρα, σαράντα χρόνια τώρα, στη συνταγή που έφτιαξε τη φήμη της γαλλικής γαστρονομίας: νόστιμο πιάτο είναι αυτό που του έχεις αφιερώσει τη ζωή σου για να το μαγειρεύεις. Πιάτα που πίσω τους νοιώθεις τη σιγουριά της εκτέλεσης, τη σταθερή ποιότητα. Τη διαφορά θα τη νοιώσεις από τη σαλάτα του κηπουρού με τις διαφορετικές πρασινάδες, ολοζώντανες, κρουστές, χωρίς τα μπαλσάμικα και τα γλυκά στοιχεία που τόσο αγαπούν στην τοπική μας εστίαση. Το λίγο οξύμελι απλά δίνει την πιο ισορροπημένη σπιρτάδα, σε μια σαλάτα που ξέρει από αλάτι και πόση ακριβώς σος χρειάζεται για να μην της περισσεύει τίποτα.

Εμβληματικά πιάτα, το χοιρινό κότσι που λιώνει στο στόμα, ψημένο με θυμάρι και μέλι, το χοιρινό που αρωματίζεται με μαστίχα Χίου, το χιουνκιάρ και ο κρασάτος κόκορας, με τις τραγανές, αλάδωτες, σπιτικές πατατούλες. Σπιτική σκοπελίτικη τυρόπιτα με μπόλικο ανθότυρο και νόστιμο, χοντρό, σπιτίσιο φύλλο και το πιάτο-σουξέ που έχει προσθέσει ο Γιάννης στο μενού: τηγανητά, ζουμερά αβγά με ψιλοκομμένο, τραγανοσοταρισμένο παστουρμά και σάλτσα ντομάτα, που θα λατρέψουν και όσοι μισούν τον παστουρμά. Στο τέλος, ένας καλοκαμωμένος, ζουμερός χαλβάς με χοντρό σιμιγδάλι και κανέλα, που μοσχοβολά πορτοκάλι.

Μαυρομιχάλη 152, 2106440945