Τέχνη κάνουμε για να αφηγηθούμε τον ανθρώπινο πόνο, όχι για να τον προκαλέσουμε
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
18°
Φιλίππου: η ιστορία του δημοφιλούς εστιατορίου στο Κολωνάκι και οι διάσημοι που κάθισαν στα τραπέζια του
Γράφουν η Νενέλα Γεωργελέ και η Σταυρούλα Παναγιωτάκη:
Το μακρινό 1923 η Αθήνα καμία σχέση δεν είχε με αυτό που ξέρουμε σήμερα. Λίγα σπίτια, ελάχιστα αυτοκίνητα, γειτονιές με λασπόνερα, πολλοί χωματόδρομοι. Εκεί ψηλά στο Κολωνάκι (που αυτό κι αν δεν είχε σχέση μ’ αυτό που βλέπουμε σήμερα), και πάνω στην Ξενοκράτους ο Κωνσταντίνος Φιλίππου, ερχόμενος από το Διχώρι Φωκίδος σε αναζήτηση καλύτερης τύχης γι’ αυτόν και την οικογένειά του, ανοίγει στο υπόγειο μιας διώροφης κατοικίας ένα μικρό μαγαζάκι που εκτελεί χρέη καρβουνιάρικου, παγοπωλείου και κρασοπουλειού. Οι πελάτες λιγοστοί αλλά καθημερινοί. Τα βαρέλια έχουν καλό κρασί από τα Μεσόγεια, ο κυρ Κώστας είναι δουλευταράς και επικοινωνιακός, αναπτύσσει σχέσεις εμπιστοσύνης με τους πελάτες του, η γυναίκα του από κοντά βοηθάει φτιάχνοντας ένα δύο μεζέδες για να τρατάρει όσους θελήσουν να δοκιμάσουν το κρασί επιτόπου. Τίποτα σπουδαίο... ένας κεφτές, κάποιο τουρσί, δυο φασόλια, ένα πιάτο φακή.
Τα χρόνια περνάνε και ο Φιλίππου παραμένει σταθερός στο πόστο του, παρακολουθώντας την Αθήνα να αλλάζει, να περνά φτώχειες, πολέμους, εμφύλιους, χούντες και βασιλιάδες. Το 1967, που έχει αναλάβει ήδη ο γιoς του Κωνσταντίνου, Γιάννης, το μικρό διώροφο γκρεμίζεται, τη θέση του παίρνει μια μεγάλη πολυκατοικία και ο Φιλίππου «αναβαθμίζεται» καταλαμβάνοντας με το μαγαζάκι του το ισόγειο. Εκεί θα μπουν τα βαρέλια με το καλό κρασί και κάποια τραπέζια παραπάνω για τους πελάτες που όλο και πληθαίνουν. Οι εργάτες που χτίζουν αβέρτα πολυκατοικίες στην Ξενοκράτους αλλά και στους διπλανούς δρόμους, τα μεσημέρια εδώ μαζεύονται, ο Φιλίππου βάζει μπρος τα μεγάλα καζάνια και φτιάχνει μακαρόνια με κιμά που χορταίνουν τους ανθρώπους. Από τα τραπέζια καθημερινά περνάνε οι κάτοικοι της γειτονιάς που φέρνουν και τους φίλους τους, αλλά και γνωστοί επιχειρηματίες, πολιτικοί, διανοούμενοι, ζωγράφοι και πολλοί καλλιτέχνες. Κάποιοι είναι τόσο συχνοί που αποκτούν δικαιωματικά το «τραπέζι» τους. Όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ο μεγάλος πολιτικός και πρωθυπουργός της Ελλάδας που μένει στην ακριβώς διπλανή πολυκατοικία – με τον θάνατό του αλλά και για μήνες μετά, το τραπέζι του έμενε άδειο, με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο πάνω του «εις μνήμην».
Στη δουλειά έχει μπει και ο νεαρός γιος του Γιάννη, ο Κώστας, ο πατέρας όμως θέλει να σπουδάσει το παιδί του, τον στέλνει στην Ιταλία να γίνει φαρμακοποιός. Ο μικρός σπουδάζει, σε κάποιο ταξίδι του πίσω στην πατρίδα γνωρίζει την Πατρίσια. Είναι Ελληνίδα της διασποράς γεννημένη στην Αυστραλία, κάθε καλοκαίρι όμως έρχεται στο χωριό των παππούδων της. Ερωτεύονται, και μόλις ο Κώστας τελειώνει τις σπουδές του, παντρεύονται. Όμως, ο Κώστας Φιλίππου έχει γεννηθεί και μεγαλώσει μέσα στην ταβέρνα του πατέρα του οπότε, όπως είναι παραπάνω από αναμενόμενο, αφήνει τη φαρμακολογία και αναλαμβάνει το μαγαζί. Το νεαρό ζευγάρι ακολουθεί πιστά τη ρότα που χάραξε ο πατέρας Γιάννης, όμως φέρνει και έναν φρέσκο αέρα στην επιχείρηση. Εισάγει το «σύστημα», δηλαδή ενώ μέχρι τώρα ήταν όλα στο «τεφτέρι», βάζουν ταμειακή, καθιερώνουν και το ντελίβερι. Στα της κουζίνας ακολουθούν κατά γράμμα τις παλιές συνταγές, προσθέτουν κι άλλα πολλά. Μαζί τους και οι παλιοί μάγειρες που ο Κώστας και η Πατρίσια τους βάζουν να θυμηθούν τις συνταγές των τόπων τους.
Καθημερινά τα τραπέζια είναι γεμάτα. Ο Κατσιφάρας με την πασοκική του παρέα αλλά και τις «ωραίες παρουσίες», ο Μητσοτάκης που μπαίνει και τον χαιρετάνε όλοι, αλλά και ο Ελύτης, ο Μάριος Πλωρίτης με τη Δανδουλάκη που μένουν στη Δεινοκράτους, η επίσης γειτόνισσα Ειρήνη Παπά, ο Κάρολος Παπούλιας, αργότερα ο Σημίτης με τη Δάφνη, ο Τέτσης, ο Λάππας, ο Γιάννης Διακογιάννης με την κόρη του τη Ρίκα Βαγιάννη, ο Τζίμης Πανούσης αλλά και ο Ψινάκης με τον Ρουβά, ο Άγγελος Δεληβοριάς του Μουσείου Μπενάκη, ο Βλάσσης Μπονάτσος με τη Μάρθα και την κόρη τους μωρό, ο Γιάννης Μπέζος, ο Μιχάλης Ασλάνης που έχει λίγο παρακάτω το ατελιέ του, η Άντζελα Γκερέκου, ο Κωνσταντίνος Τζούμας –καθημερινός πελάτης αυτός– μαζί με τον Άλκη Παναγιωτίδη και τον Γιώργο Κοτανίδη.
Μεγάλα ξενοδοχεία όπως η Μεγάλη Βρεταννία, το Χίλτον, το Saint George Lycabettus στέλνουν εδώ τους ξένους τους κάθε φορά που αυτοί ζητούν ένα καλό εστιατόριο για να γνωρίσουν την αυθεντική ελληνική κουζίνα. Στην ταβέρνα του Φιλίππου όλοι βρίσκουν το δεύτερο σαλόνι τους, αισθάνονται οικεία, στο κατώφλι του εστιατορίου αφήνουν κάθε τους έννοια και απολαμβάνουν τη σπιτική θαλπωρή που τονίζεται ακόμα παραπάνω καθώς η κουζίνα καθημερινά τους χορταίνει με τα άπαντα της ελληνικής κουζίνας. Αρνάκι ψητό και μοσχαράκι τας κεμπάπ, λαχανοντολμάδες, κοτόπουλο γιουβέτσι και γεμιστά, κότα α λα μιλανέζα και φρικασέ, μουσακάς, παστίτσιο, αγκινάρες α λα πολίτα, πίτες, αλλά και ψάρι σφυρίδα ψητή με χόρτα και αθηναϊκή. Καθημερινά στις κατσαρόλες του Φιλίππου μαγειρεύονται περί τα 25 φαγητά, 11-12 το μεσημέρι κι άλλα τόσα το βράδυ. Είναι πολλά τα φαγητά που τελειώνουν πριν καλά καλά μπουν στο ταψί, οι πιστοί πελάτες τα «κλείνουν» από το πρωί. Η σφυρίδα του Σαββάτου και η αθηναϊκή γίνονται ανάρπαστες.
Καθημερινά στις κατσαρόλες του Φιλίππου μαγειρεύονται περί τα 25 φαγητά, 11-12 το μεσημέρι κι άλλα τόσα το βράδυ. Τα άπαντα της ελληνικής κουζίνας.
Το καλοκαίρι του 2022 και πάνω σε μια ακόμη ανακαίνιση του μαγαζιού ο Κώστας πεθαίνει ξαφνικά στα 56 του, προδομένος από την καρδιά του. Μεγάλο το πλήγμα για όλη την οικογένεια Φιλίππου. Γιατί όλοι, αφεντικά, γκαρσόνια, μάγειρες ακόμη και οι προμηθευτές (κάποιοι που φέρνουν το ψωμί, τα μαναβικά, το καλό ψάρι, το κρασί από τα αμπέλια των Μεσογείων είναι συνεργάτες για πάνω από 40 χρόνια), οι καθημερινοί πιστοί πελάτες, έχουν γίνει πια μια οικογένεια. Είναι και η γειτονιά που περνάει από εδώ καθημερινά και τους εμψυχώνει «Είμαστε μαζί σας, μην το κλείσετε, σας στηρίζουμε». Το εστιατόριο μοιάζει να έχει μείνει ακέφαλο, όμως είναι εδώ και «όρθιες» η Πατρίσια και οι δύο τους κόρες, οι νεαρές δίδυμες Μαριάννα και Σύνθια. Στην αρρώστια του πατέρα τους έρχονται αμέσως πίσω στην Ελλάδα από την Αυστραλία, όπου σπουδάζουν, για να του συμπαρασταθούν. Με τον αδόκητο χαμό του, σφίγγουν τα δόντια και έτσι όπως κι αυτές είναι γεννημένες και μεγαλωμένες μέσα στις κουζίνες του Φιλίππου, αναλαμβάνουν πια τα ηνία της τέταρτης γενιάς Φιλίππου με τη μητέρα τους. Μαζί τους πάντα οι επί χρόνια πολλά μάγειρες και οι δυο Γιώργηδες, τα γκαρσόνια, που ο ένας δουλεύει 36 χρόνια στο πόστο του κι ο άλλος λίγα… μόνο 26! Πέφτουν όλοι πάνω και συνεχίζουν με την ίδια ζέση τον περίφημο Φιλίππου.
Όλοι τους θεωρούν πως ο Φιλίππου εξυπηρετεί μια καθημερινή ανάγκη, το φαγητό, δεν είναι τόπος ψυχαγωγίας, μου λένε ένα απόγευμα προχτές που έχω περάσει για να τα πούμε. «Εμείς δεχόμαστε τον κόσμο, σαν να τους ανοίγουμε το σπίτι μας, και τους περιποιούμαστε σαν να είναι μέλη της οικογένειάς μας. Όλους τους ξέρουμε και μας ξέρουνε, μιλάμε για τα παιδιά μας και τις δουλειές μας, αλλάζουμε πάντα δυο κουβέντες της πλάκας ή της καρδιάς». Και αυτό ακριβώς είναι που αγαπούν τόσες γενιές εδώ κι έναν αιώνα. Αυτή την ηρεμία και την πλήρωση που μπορεί να σου δώσει ένα πιάτο φαγητό, φτιαγμένο με τις πατροπαράδοτες συνταγές και με τον ίδιο κι απαράλλαχτο τρόπο εδώ και χρόνια, ένα φαγητό που δεν «ακκίστηκε» από μόδες και τρεντιές, παρά θέλησε να μείνει ατόφιο, δυναμωτικό και στοργικό όπως ακριβώς μας το μαγείρευε η μάνα μας. Μέσα σε ένα χώρο που δεν χωρούν υπερβολές, και με έναν κόσμο «ίσο». Εδώ, σ’ αυτή τη σάλα που όποιος μπαίνει αφήνει έξω τα προβλήματα, και γίνονται όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, διάσημοι και ανώνυμοι, ίδιοι μπροστά στην πείνα που ζητά να ικανοποιηθεί.
Από τον Μόραλη στον Τζούμα: Οι ιστορίες των ανθρώπων που πέρασαν από τα τραπέζια του Φιλίππου
Αν ο Πλάτανος στην Πλάκα ήταν το στέκι του Πικιώνη και του Σεφέρη, ο Μαγεμένος Αυλός στο Παγκράτι το στέκι του Μάνου Χατζηδάκι, ο Δουράμπεης στον Πειραιά και ο Λεωνίδας στην Πάρνηθα τα στέκια του Κωνσταντίνου Καραμανλή, το εστιατόριο του Φιλίππου συνδέθηκε στενά με τον κορυφαίο μας ζωγράφο Γιάννη Μόραλη.
Ο Μόραλης είχε σπίτι στην Ξενοκράτους και ατελιέ ένα δρόμο παραπάνω, στη Δεινοκράτους. Κάθε μα κάθε πρωί, έκανε το ίδιο δρομολόγιο. Ξεκινούσε από το ατελιέ του στη Δεινοκράτους (προτιμούσε να κοιμάται εκεί παρά στο σπίτι του), και κατηφόριζε μέχρι το Μπραζίλιαν για να πιει τον καφέ του μαζί με την υπόλοιπη παρέα. Στη συνέχεια άρχιζε να ανηφορίζει ξανά προς τα υψίπεδα του Κολωνακίου, έκανε μια στάση στο μαγαζί της φίλης και συνεργάτιδας του, της κεραμίστριας Ελένης Βερναδάκη, δεύτερη στάση στην άλλη φίλη του, τη Λένα Στρογγυλού και τρίτη στάση στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη για να μιλήσει και να καλαμπουρίσει με την γκαλερίστα του και πιο κοντινό του πρόσωπο μέχρι το τέλος της ζωής του, την Πέγκυ Ζουμπουλάκη. Γύρω στη μία έφτανε στο εστιατόριο του Φιλίππου. Εκεί τον περίμενε το δικό του αποκλειστικό τραπέζι σε μια απομονωμένη γωνία κοντά στο μαγειρείο. Για να ξεκινήσει το γεύμα του έπρεπε να συμβούν δύο πράγματα: Πρώτον, να υπάρχει ένα πιάτο με πιπεριές και κρεμμυδάκι και, δεύτερον, να έχει φθάσει ο οδηγός του για να παραγγείλει κι αυτός. Μαθαίνουμε από το προσωπικό του εστιατορίου ότι ο Μόραλης ποτέ δεν έτρωγε αν πρώτα δεν είχε σερβιριστεί ο οδηγός του. «Τον Μόραλη σέρβιρε πάντα ο Αλέκος» θυμάται σήμερα ο Γιώργος Αδαμόπουλος, υπάλληλος στο εστιατόριο εδώ και 35 χρόνια. «Μετά τον ανέλαβα εγώ. Αγαπούσε τα όσπρια, τη σφυρίδα και είχε πάντα ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί που κρατούσαμε κάβα, ένα μπουκάλι κάθε δύο ημέρες. Όταν ήταν μόνος του ήταν κλειστός με γυρισμένη πλάτη, δεν ήθελε να τον ενοχλεί κανείς. Τις φορές όμως που συνοδευόταν από γυναικεία παρουσία γινόταν αγνώριστος, έξω καρδιά, σε σημείο που να αναρωτιόμαστε, αν είναι όντως ο κύριος Μόραλης ή κάποιος άλλος».
«Ανταμό, μια σφυρίδα και ένα σπλατς ταραμά»! Ήταν η στιγμή που έμπαινε στο εστιατόριο ο Κωνσταντίνος Τζούμας. Καθημερινός πελάτης του Φιλίππου ο γνωστός ηθοποιός, έμενε στη Δεινοκράτους και κατέβαινε κάθε μεσημέρι, συχνότατα και βράδυ για να φάει. «Έμπαινε στο μαγαζί» θυμάται ο Γιώργος Αδαμόπουλος (εξ ου και το υποκοριστικό «Ανταμό»), «με έβλεπε με πιάτα και δίσκους στα χέρια και μου έκανε μασάζ στην πλάτη ξεστομίζοντας τις πιο θεϊκές ατάκες που μπορούσε να σκαρφιστεί το μυαλό του».
Ο Κώστας Σημίτης και ως υπουργός αλλά και ως πρωθυπουργός δεν παρέλειπε να ανηφορίζει, πάντα μαζί με τη γυναίκα του Δάφνη, από το σπίτι τους στην Αναγνωστοπούλου προς το εστιατόριο. «Ήταν ο πιο συνεσταλμένος και αθόρυβος άνθρωπος που έχω σερβίρει» θυμάται ο Γ. Αδαμόπουλος. «Ερχόταν κοντά μου και μου ψιθύριζε: “κύριε Γιώργο, μήπως υπάρχει κανένα τραπεζάκι για δύο;” Συνήθως διάλεγε μπριζόλα ενώ η γυναίκα του ψάρι. Έπιανε ένα τραπεζάκι στη γωνία και σταματούσε να μας απασχολεί».
Σε αντίθεση με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη που, όταν έμπαινε στο εστιατόριο, σηκωνόταν όλο το μαγαζί να τον χαιρετίσει και να τον κεράσει. «Δεν το έχω ξανασυναντήσει τέτοιο πράγμα με άλλο πολιτικό», θυμάται ο Γιώργος.
Αξέχαστος θα τους μείνει για την ευγένεια του και ο βουλευτής και πρώην υπουργός Γιάννης Κεφαλογιάννης. «Έμπαινε στο μαγαζί και με ρωτούσε “Τζορτζ, τι έχουμε σήμερα;” κι εγώ για να κάνω πλάκα στον κρητικό πολιτικό του απαντούσα “Έχουμε νοστιμότατη μπριζόλα Τζιάς”! Μου είχε κάνει τεράστια εντύπωση η εμμονή του να μη σερβιριστεί ποτέ αν πρώτα δεν σερβιριζόταν η ασφάλειά του. Με ρωτούσε συνέχεια “Πήγες γλυκό στον Νίκο, μήπως θέλει κι άλλο κρασί;”», θυμάται ο Γιώργος.
Ο Γιώργος Κλάγκος είναι ένας ακόμα υπάλληλος του Φιλίππου που κλείνει σχεδόν τρεις δεκαετίες. Θυμάται τον τρομερό Βλάσση Μπονάτσο να σκάει μύτη από το πουθενά πάνω σε ένα κάμπριο, να το αφήνει στη μέση του δρόμου, να μπαίνει στο μαγαζί και να παραγγέλνει ενώ έξω γίνεται χαμός από τα κορναρίσματα των άλλων.
Τακτικός θαμώνας υπήρξε ακόμα ο γκαλερίστας Ρένος Ξίππας, που αντιπροσώπευε μεταξύ άλλων και τον γλύπτη Τάκη, επίσης θαμώνα του Φιλίππου, αφού το διαμέρισμά του βρισκόταν μερικά μέτρα πιο κάτω επί της Ξενοκράτους. «Μια μέρα εμφανίζεται ο Τάκης με μια άσπρη κελεμπία», θυμάται ο Γιώργος, «και καθώς τον βλέπει μια γνωστή Αθηναία, μου ψιθυρίζει στ’ αυτί “καλέ, ποιος είναι αυτός με το σεντόνι;”».
«Ένας εκλεκτός που έχουμε σερβίρει» λέει ο Γιώργος Κλάγκος, «και δεν τον είχαμε αναγνωρίσει ποτέ παρά μόνο αφότου έφυγε από τη ζωή, ήταν ο εικαστικός Γιώργος Λάππας. Τώρα έρχεται εδώ συχνά η κόρη του». «Μα και η Λένα Εγγονοπούλου» συμπληρώνει ο Γιώργος Αδαμόπουλος «ερχόταν για να φάει, μου έχει χαρίσει μάλιστα και μια μεταξοτυπία του συζύγου της».
Με την ίδια γλύκα και χαμόγελο θυμούνται σαν πελάτη τους και τον Τζιμάκο τον Πανούση. Ο Γιώργος Ανταμό μάλιστα διαθέτει και ένα πιάτο ζωγραφισμένο από τον ίδιο που του χάρισε ένα βράδυ.
Οι ιστορίες που ακούστηκαν εκείνο το βράδυ που συναντήσαμε τον Γιώργο Κλάγκο και τον Γιώργο Αδαμόπουλο θα μπορούσαν να γίνουν βιβλίο. Γιατί ένα τόσο ιστορικό εστιατόριο που έχει ταΐσει, έχει χωρέσει και έχει καθίσει γύρω από τα τραπέζια του τόσους και τόσους Αθηναίους και μη, είναι από μόνο του Η Ιστορία Μιας Πόλης. - ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗ
Για τη συμπλήρωση των 100 χρόνων η οικογένεια με τη βοήθεια της 23χρονης Μαριάννας Φιλίππου που έχει κάνει σπουδές σκηνοθεσίας, έφτιαξε ένα πολύ όμορφο ντοκιμαντέρ μέσα από το οποίο περνούν φωτογραφίες από τα παλιά, νοσταλγικά στιγμιότυπα και ανέκδοτες ιστορίες, ενώ μιλούν για τις στιγμές που πέρασαν μέσα σ’ αυτόν τον χώρο παλιοί και νέοι του πελάτες.
Δειτε περισσοτερα
Η έκθεσή της Terra Cognita είναι ένα προσκύνημα σε άγνωστους τόπους
Η θρυλική Blondie ξεκίνησε πρόσφατα μία συνεργασία με τη μάρκα ένδυσης Wildfang, η οποία εστιάζει στη δημιουργία ενδυμάτων χωρίς φύλο και με δυναμικό, ασυμβίβαστο ύφος
Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show