Γευση

Εν Γαυρίω, μέσα σε καθρέφτες δίχως μνήμες

Θα ακολουθήσει την πορεία των γνωστών ιστορικών μαγαζιών της Αθήνας, και των άλλων πόλεων, που κλείνουν

Σέργιος Θεοδωρίδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Εν Γαυρίω στην Άνδρο: Η ιστορία του παραδοσιακού καφενείου - ουζερί που κλείνει.

Ήταν κάπου στη δεκαετία του 1990 που πάτησα το πόδι μου για πρώτη φορά στο Γαύριο στην Άνδρο. Δεν ήταν όπως σήμερα. Ακόμη κρατούσε μια όψη από την παλιά του κληρονομιά. Και δεν αναφέρομαι, μόνο, στην αρχιτεκτονική αλλά, κυρίως, στην κοινωνική θέση που έπαιζε το Γαύριο στην ταξική κοινωνία της Άνδρου. Η Χώρα με τους εφοπλιστές και τους καπεταναίους, το Κόρθι με τους αγρότες και το Γαύριο με τα χαμηλά πληρώματα. Τους μπαρκαρούτσους (μπαρκάρω σαν μούτσος). Η κοινωνική αυτή κληρονομιά αναδύονταν, όχι μόνον από τον τρόπο δόμησης, αλλά και από τον τύπο και την αισθητική των καφενείων και των μαγαζιών.

Εν Γαυρίω στην Άνδρο: Το ιστορικό μαγαζί του νησιού

Πάντα έτσι κάνω μόλις πατήσω το πόδι μου σ’ ένα μέρος. Σταματάω και παρατηρώ προσεχτικά, προσπαθώντας να οσφρανθώ τη «μυρωδιά» της πόλης. Και κάπου εκεί το βλέμμα ξεχώρισε κάτι. Το Εν Γαυρίω. Πέτρινο, με ξύλινη πρόσοψη, και μια μπουκαμβίλια για ίσκιο. Χωρίς πλαστικές προεκτάσεις για να κόβουν τον αέρα. Έκανα τα πρώτα βήματα προς τα εκεί και πλησιάζοντας άκουσα απαλά τη φωνή της Σεζάρια Έβορα να τραγουδά Sodade. Μπήκα και κάθισα.

Το μαγαζί πέτρινο με μια τεράστια επιβλητική πέτρινη καμάρα, με φωτιστικά εποχής αρ ντεκόρ, οι τοίχοι με αφίσες από Τσαρούχη, Νικολάου, Μαντζαβίνο, Τάσο, Μποκόρο, αλλά και μια αφίσα εποχής με τον Κουταλιανό. Στο κάθε τραπεζάκι, πάντα ένα φρεσκοκομμένο, το πρωί, λουλουδάκι εποχής. Ήταν το μπαράκι της Κατερίνας.

Η Κατερίνα, δασκάλα στο επάγγελμα και αργότερα πρόεδρος της κοινότητας Γαυρίου, Γαυριώτισσα μέχρι το μεδούλι, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980 αποφάσισε να γυρίσει και να «αλλάξει» το Γαύριο. Το Εν Γαυρίω θα ήταν η πρώτη της συνειδητή κίνηση για ένα «στέκι» υψηλής μουσικής και αρχιτεκτονικής αισθητικής που θα αγκάλιαζε τους τότε νέους του Γαυρίου και «θα σπερνε» το μήνυμα. Από διηγήσεις και συζητήσεις, το μαγαζί «φτιάχτηκε» από παρέα, με τη βοήθεια μιας ομάδας φίλων. Άλλος γκρέμιζε, άλλος σοβάντιζε, άλλος έβαφε. Η δεκαετία του 1980 ήταν η εποχή που το συλλογικό όνειρο έμοιαζε να είναι ακόμη εφικτό.

Το Εν Γαυρίω έγινε το στέκι, όχι μόνο των «ντόπιων» αλλά και των «ξένων» (σαν κι εμένα) που έφταναν τότε σιγά σιγά. Ήταν το στέκι για καφέ το πρωί, για τσιπουράκι το μεσημέρι για ένα ποτάκι το βράδυ. Και η μουσική; Το αφεντικό ήταν η Κατερίνα. Ανάλογα την ώρα και τους θαμώνες, άκουγες τζαζ, μπλουζ, κλασσικό ροκ, όπερα, αλλά και Χατζηδάκη, Ξαρχάκο, Θεοδωράκη. Κάπου κάπου, τις μεταμεσονύχτιες ώρες ίσως, και λίγο, Πάριο (μου ‘χεις κάνει τη ζωή μου κόλαση). Στο Εν Γαυρίω κάθισε ο Παπανδρέου, ο Στεφανόπουλος, ο Ξαρχάκος, και όλοι οι επώνυμοι που πέρασαν από εκεί.

Σιγά σιγά η αισθητική του Εν Γαυρίω δάνειζε στοιχεία και στα άλλα μαγαζιά που άνοιγαν. Ήταν ο σπόρος που ποτίστηκε και με τις γενικότερες πολιτικο - οικονομικές εξελίξεις του 1980, που έδωσε στο Γαύριο, με τη ροή του χρόνου, μια μορφή που δεν θυμίζει πια τη δεύτερη θέση που είχε στην κοινωνική  κατάταξη της Άνδρου. Όταν η Κατερίνα απεβίωσε, η Αλέκα συνέχισε πιστά την παράδοση.

Στην αρχή ξαφνιάστηκα, κάτι πήγα να πω μα μάλλον ψέλλισα. Πιες το για τελευταία φορά, μου είπε, και μου ‘δωσε το στριφτό. Το Εν Γαυρίω κλείνει. Ο ιδιοκτήτης, κάτοικος Γερμανίας, το ‘δωσε σε άλλον, το συμβόλαιο έληξε. Φαγάδικο λένε θα γίνει. Θα πέσουν, λένε, και οι τοίχοι, θα «εκσυγχρονιστεί». Πριν λίγες μέρες είχα μάθει και για το κλείσιμο του καφέ στο Νομισματικό Μουσείο.

Το Εν Γαυρίω θα ακολουθήσει την πορεία των γνωστών ιστορικών μαγαζιών της Αθήνας, και των άλλων πόλεων, που κλείνουν. Και μαζί με αυτά χάνεται και η ιστορία του κάθε τόπου. Ίσως μένει μόνο σε κάτι χαρτιά στοιβαγμένα σε ιστορικά αρχεία χρήσιμο για διδακτορικές διατριβές ιστορικών. Χάνεται όμως η ιστορία ως βίωμα, ως συνέχεια, ως ρίζα που σε κρατάει συνεκτικά στον τόπο που ζεις. Πόσο ζηλεύω τα καφέ στην Ηπειρωτική Ευρώπη. Εκεί, σου λένε, κάθισε ο Νίτσε, εκεί κάθισε ο Πεσσόα, εκεί καθόντανε ο Σαρτρ. Η Ελλάδα δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτά. Προσπαθεί να ξεχάσει, γιατί έτσι πιο εύκολα θα «κυριαρχεί» το σουβλάκι, πιο εύκολα και αδιαμαρτύρητα θα ακούγεται το σκυλάδικο, γιατί έτσι πιο εύκολα και χωρίς αντιστάσεις παραδίνεσαι και ξεχνάς ποιος είσαι και από πού έρχεσαι. Έτσι ξεχνάς αυτούς στους οποίους οφείλεις. Και χωρίς ρίζες και αυτογνωσία το μέλλον σε πάει εκεί όπου εκείνο θέλει. Ερήμην σου.

«Κι όλο ψάχνω στα σκοτάδια μήπως κάτι και συμβεί
Ίσως φταίνε τα φεγγάρια ίσως πάλι φταις κι εσύ»

***

Ο κ. Ανδρέας Αντωνόπουλος μας έστειλε την κάτωθι επιστολή:

«Ο συγγραφέας του άρθρου, που το έγραψε στη μνήμη της Κατερίνας, θα είχε πετύχει απόλυτα το σκοπό του, αν δεν είχε προστεθεί η παράγραφος με την απαρίθμηση από φήμες (fake news), που δεν ενδιαφέρθηκε να διασταυρώσει πριν τη δημοσίευση, αλλά και με το "κοσμητικό", που "στόλισε" τον "ιδιοκτήτη". Γεγονός είναι ότι στα επόμενα 12 χρόνια μετά από το θάνατο της Κατερίνας, διαπιστώθηκε μια συνεχόμενη παρακμή της αίγλης και της φήμης του "Εν Γαυρίω" κυρίως λόγω έλλειψης συντήρησης, συνθηκών αμφισβητούμενης καθαριότητας, κ.ο.κ. Όποιος πονάει κάτι το φροντίζει. Το "Εν Γαυρίω" δεν μπόρεσε να παραμείνει στο ίδιο ψηλό επίπεδο, προφανώς λόγω κακής διαχείρισης. Κρίμα για όλους μας. Φυσιολογική συνέπεια ήταν, η εκμισθώτρια να μη μπορεί να αγνοήσει τη παρακμή που παρατηρούσε και τις διαμαρτυρίες γνωστών παλιών πελατών. Επειδή όμως υπάρχει επιθυμία η οικογενειακή παράδοση, που ξεκινάει από τον προκάτοχο της Κατερίνας (Παύλο Σαράτσογλου), σαν "Καφενείο"/"Καφέ-Μπαρ" να διατηρηθεί, έπρεπε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις, ώστε να δοθεί η δυνατότητα να ξαναγίνει πάλι για όλους το "στέκι", που ήταν. Σχετικά με το πιθανό υπονοούμενο "Ο ιδιοκτήτης, κάτοικος Γερμανίας, …", θα ήθελα να διευκρινίσω, ότι όσοι με γνωρίζουν προσωπικά και ιδιαίτερα τη σχέση μου με το Γαύριο μπορούν να διαπιστώσουν τη πρόθεση μιας κακόβουλης δυσφήμισης, που αιτιολογείται από τις ελλιπείς πληροφορίες του αρθρογράφου».