Αυτοκινηση

Car nostalgia: αυτοκίνητα συνδεδεμένα με όνειρα ελευθερίας και τελειότητας

Τα αμερικανικά muscle cars της δεκαετίας του 1950 και στα ευρωπαϊκά roadsters της δεκαετίας του 1960

Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 935
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μοντέλα αυτοκινήτων που σημάδεψαν το αμερικανικό τοπίο και τον αμερικανικό τρόπο ζωής, όπως το Ford Mustang του 1964 ή το Pontiac Coupe του 1966

Καθώς αυτόν τον καιρό γράφω ένα μυθιστόρημα που τοποθετείται στο Μέμφις του Τενεσή, ανακαλώ ξεχασμένα μοντέλα αυτοκινήτων που σημάδεψαν το αμερικανικό τοπίο και τον αμερικανικό τρόπο ζωής, από το 1918 μέχρι το 1970 – αυτό είναι το χρονικό πλαίσιο του βιβλίου. Οι ήρωες του μυθιστορήματος, που έχει τίτλο «Το τυφλό γουρούνι στη Δεύτερη Οδό», είναι συνηθισμένοι άνθρωποι που οδηγούν συνηθισμένα αυτοκίνητα: πηγαινοέρχονται στη δουλειά, βγαίνουν ραντεβού, κόβουν βόλτες πάνω κάτω στην κεντρική οδό, φιλιούνται και καμιά φορά συνουσιάζονται σε άβολη στάση στο πίσω κάθισμα. («Μετά τις αποτυχίες στο Όλντσμομπιλ, τις οποίες αποδώσαμε, η Βίκυ κι εγώ, στην άβολη στάση και στο ότι ο μοχλός δεν βρισκόταν πίσω από το τιμόνι αλλά δίπλα στη θέση του οδηγού, πάψαμε σιγά σιγά να βλεπόμαστε: εγώ τα ’φτιαξα με τη Μαίρη Κέυ και η Βίκυ αρραβωνιάστηκε τον Πίτερ Κάλλουμ, που πήρε αθλητική υποτροφία για το πανεπιστήμιο, αλλά, το 1953, γύρισε από την Κορέα μ’ έναν γάντζο στη θέση του αριστερού του χεριού».) Εγώ δεν έχω εμπειρία από Oldsmobile· και παρ’ όλ’ αυτά, τα παλιά μοντέλα που αναφέρω στο βιβλίο κινητοποιούν αισθήματα νοσταλγίας: το Oldsmobile, η Plymouth του ’56 ή η Buick LeSabre συνδέονται με τη μυθολογία των ταξιδιών και της αυτοκίνησης· με την κουλτούρα του ροκ εντ ρολ, του κινηματογράφου και των cool ινδαλμάτων της νεανικής μου ηλικίας.

Εμπειρίες και αναμνήσεις έχω από οικογενειακά αυτοκίνητα –Lloyd Arabella, Peugeot 404, Chrysler Le Baron– κι από μια σειρά μοντέλων που έχω οδηγήσει στον μακρύ βίο μου, μεταξύ των οποίων μια Βarchetta και μια Chevy Impala. Αλλά δεν είναι αυτά για τα οποία νιώθω νοσταλγία. Ακόμα και τα μοντέλα που θαυμάζαμε στους δρόμους όταν ήμασταν μικροί –τον «Βάτραχο» Citroën ή το Volvo 262– είναι συνδεδεμένα με την πεζή πραγματικότητα· αντιθέτως, μοντέλα σαν το Ford Mustang του 1964 ή το Pontiac Coupe του 1966, είναι συνδεδεμένα με όνειρα· όνειρα ελευθερίας και τελειότητας. Έτσι κι αλλιώς, τα αυτοκίνητα δεν είναι μηχανές σαν τις άλλες: εκτός από την ιστορία μας, τις τεχνολογικές εξελίξεις και τις σχεδιαστικές τάσεις, αντανακλούν το ίδιο το Zeitgeist· και ταυτοχρόνως είναι ένα χειροπιαστό σημείο επαφής με το παρελθόν. Σ’ αυτό συμμετέχουν τέσσερις αισθήσεις: η ακοή –το βρουμ βρουμ, ολόκληρη η γκάμα των ήχων– η αφή, η όσφρηση («I want to check if her oil smells good/Mm, smells like caviar» όπως έλεγε ο Mick Jagger στο «Brand New Car»), η όραση. Εντάξει, δεν θα υπερβάλλω προσθέτοντας τη γεύση, αν και παραδέχομαι πως είμαι εκείνος ο άνθρωπος που χαϊδεύει τα ταμπλό των αυτοκινήτων με τέτοιο τρόπο ώστε δίνει την εντύπωση ότι προτίθεται να τα φάει.

DeSoto 1959 © Θέμης Βελερής, VART Contemporary

Αναφέρομαι κυρίως στα αμερικανικά muscle cars της δεκαετίας του 1950 και στα ευρωπαϊκά roadsters της δεκαετίας του 1960, που αφηγούνται παραμύθια για φιλοδοξίες, αξίες και προσδοκίες· που μοιάζουν σαν να πρόκειται να απογειωθούν ανοίγοντας τα φτερά τους. Αν και στο πέρασμα του χρόνου, γίναμε πιο πρακτικοί, πιο αποτελεσματικοί, περιβαλλοντικά πιο ευαίσθητοι, η προσοχή στη λεπτομέρεια και η χειροποίητη ποιότητα πολλών παλιών αυτοκινήτων αναδείκνυαν μεράκι άλλης κλάσης. Πράγμα που με ξαναφέρνει στο Ford Mustang πρώτης γενιάς· ένα αμερικανικό σύμβολο: το μακρύ καπό, το κοντό οπίσθιο τμήμα και η σπορ απόδοσή του το έκαναν όχημα, φορέα, ελευθερίας και νεανικότητας. Το Μustang ανταγωνιζόταν η Chevrolet Camaro (1967-1969) με τον επιθετικό σχεδιασμό και τους κινητήρες V8. Eκείνη την εποχή η Ευρώπη απαντούσε με την Jaguar E-Type (1961-1975) που μερικοί θεωρούν το ωραιότερο αυτοκίνητο ever –με την κομψότητά του και τους ισχυρούς κινητήρες E-Type αναδείχτηκε σε έναν από τους μύθους της δεκαετίας του 1960– και με την Porsche 911 με τον οπίσθιο κινητήρα· το αποκορύφωμα της ακριβείας στη μηχανολογία και της οδηγικής απόλαυσης. Αλλά, στην πραγματικότητα, τα μοντέλα που με συγκινούν δεν είναι ούτε θαύματα της μηχανολογίας, ούτε glamour cars: το Mercury Turnpike του 1957, η DeSoto του ’47 και του ’59 (με τα έξι taillights σαν ρουκέτες!), η Plymouth Belvedere του ’58 μού φαίνονται υπέροχα· όχι ότι θα μπορούσε κανείς να τα οδηγήσει στους συνωστισμένους δρόμους του 2024. Ήταν αυτοκίνητα για μεγάλα road trips: κατά κάποιον τρόπο, το cross-country χάνει τη γοητεία του αν οδηγείς Zastava 750· τη χάνει κι αν οδηγείς SUV ή Αudi e-tron Gt.

Corvair Convertible Monza 1962 © Θέμης Βελερής, VART Contemporary

Πολλοί οδηγοί δείχνουν τρυφερότητα για το σκαθάρι της Volkswagen, για το Mini Cooper, για το Cinquecento, για το 2CV. Όχι εγώ. Δύο από αυτά τα δημοφιλή αυτοκινητάκια ήταν τα μοντέλα των δικών μου twenties – μια δύσκολη εποχή την οποία δεν θέλω να θυμάμαι. Επίσης, μερικοί νοσταλγούν το Datsun 240Z, την ιαπωνική απάντηση στα ευρωπαϊκά σπορ αυτοκίνητα: πράγματι, ο (σχετικά) κομψός σχεδιασμός, η προσιτή τιμή και οι επιδόσεις του δημιούργησαν μια μεγάλη αφοσιωμένη κοινότητα – αλλά το Datsun δεν είναι για μένα. Ούτε η BMW 2002, η πρωτοπόρος των μικρών σπορ σεντάν, που συνδύαζε διασκεδαστική οδήγηση με καθημερινή πρακτικότητα, ευέλικτη οδική συμπεριφορά και «καρχαριομύτη»· ούτε η Mercedes-Benz 300SL Gullwing με τις εμβληματικές «γλαροπόρτες». Τόσο η BMW όσο και η Μercedes ήταν ανέκαθεν αυτοκίνητα της κοινωνικής καταξίωσης, πράγμα που δεν με ενδιέφερε καθόλου: αυτό που με ενδιέφερε ήταν η απαλή οδήγηση, το γλίστρημα στον ανοιχτό δρόμο, η παιγνιώδης σιλουέτα. Γι’ αυτό αγάπησα την Pontiac GTO, αλλά όχι τη Ferrari 250 GTO που ήταν υπερβολικά πολυτελής για μένα. Δεν με φανταζόμουν ποτέ σε Corvette· με φανταζόμουν σε εξακύλινδρη softtop Corvair του ’63 – η οποία είχε ένα από τα πιο θεσπέσια instrument panels που έχω δει· σε χρώμα καρπουζί.

Όταν ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο Κρις, αγοράζει ένα βεραμάν στέισον βάγκον Galaxie Country Squire της Ford, μουρμουρίζει «ίδιο με τα πλακάκια του μπάνιου!»· ύστερα, βγαίνει στην εθνική οδό, ξεκινάει ένα μακρύ ταξίδι για να βρει τον αδερφό του. Διανύει 351.672 μίλια, κι όταν επιστρέφει στο Μέμφις διαπιστώνει πως το αυτοκίνητο με τις ξύλινες επενδύσεις έχει γίνει το δεύτερο δέρμα του.