Αυτοκινηση

Συνοδηγοί στο εργοστασιακό Citroen C3 Rally2: A dream come true

Δύο κορίτσια, η μία κειμενογράφος/συγγραφέας και η άλλη φωτογράφος με ένα κοινό στοιχείο, την αγάπη για τα ράλι, ζήσαμε ένα δώρο ζωής και η ψυχή μας χαμογέλαγε. Και έμεινε έτσι, χαμογελαστή…

Ελένη Χελιώτη
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Λίγες μέρες πριν την εκκίνηση του Ράλλυ Ακρόπολις 2024 μπήκαμε συνοδηγοί στα αγωνιστικά αυτοκίνητα στη διαδρομή που τα πληρώματα έκαναν τα τελικά set up

Λίγες ημέρες πριν την εκκίνηση του θρυλικού Ράλλυ Ακρόπολις («το Ράλλυ των Θεών») βρεθήκαμε με τη φωτογράφο και λάτρη της ταχύτητας και των αυτοκινήτων, Έφη Τορνάρη, στο χωριό Μενδενίτσα, στη Φθιώτιδα. Γιατί; Γιατί η DG Sport, η ομάδα που «τρέχει» το πρόγραμμα συμμετοχής της Citroen Racing στο WRC2, έκανε δοκιμές εξέλιξης και τελικών set up του Citroen C3 Rally2 για το Ράλλυ Ακρόπολις. Παρόντα, τα επίσημα πληρώματα της ομάδας στην κατηγορία Rally2, Yohan Rossel με τον συνοδηγό του Florian Barral, και Nikolay Gryazin με τον συνοδηγό του Konstantin Aleksandrov. Κι εμείς τι θέλαμε εκεί; Μα για να εκπληρώσουμε ένα όνειρο ζωής: να μπούμε συνοδηγοί στα αγωνιστικά αυτοκίνητα στη διαδρομή που τα πληρώματα έκαναν τα τελικά set up εν όψει Ράλλυ Ακρόπολις.

Ας ξετυλίξουμε, ανάποδα όμως, το κουβάρι της εμπειρίας…

© Έφη Τορνάρη

Η ψυχή μας χαμογέλασε!

«Είναι τόσο συναρπαστικό όταν το βλέπεις σαν θεατής» μου είπε η Έφη, «έχει τόση ένταση! Ενώ όταν ήμουν μέσα, το μόνο που ένιωθα ήταν μια ηρεμία». Εξεπλάγην από τη δική της εμπειρία, και με έκανε να το σκεφτώ ακόμα περισσότερο. Να επαναξετάσω τη δική μου. Εν τέλει όμως δεν άλλαξα άποψη. Καταλάβαινα απόλυτα τι εννοούσε με τη λέξη ηρεμία. Την ένιωσα και εγώ. Παρ’ όλα αυτά, για εμένα δεν ήταν το κύριο συναίσθημα. Το δικό μου κυρίαρχο ήταν το δέος. Η κυριολεκτική ανατριχίλα που ένιωσα από το κεφάλι που ήταν σφιχτά προστατευμένο από το κράνος, μέχρι τις πατούσες μου.

© Έφη Τορνάρη

Ενώ δεν έχω υψοφοβία, τα τελευταία χρόνια έχω ένα θεματάκι με τους γκρεμούς. Τις μεγάλες απότομες γκρεμίλες. Αισθάνομαι περίεργα όταν είμαι κοντά τους ή οδηγώ δίπλα τους. Όταν λοιπόν το πρωί μπήκαμε στη διαδρομή και είδα ότι σε δύο σημεία το δεξί κομμάτι του δρόμου έχει μικρούς γκρεμούς χωρίς κάποια προστατευτική μπάρα, δεν θα πω ψέματα… με απασχόλησε… το σκέφτηκα μια-δυο φορές μέχρι να μπω στο C3 Rally2 του Yohan Rossel. Όταν δε φύγαμε από τον χώρο του σέρβις και ζέσταινε τα λάστιχα σταματώντας και φρενάροντας απότομα στα 300 περίπου μέτρα ασφάλτου μέχρι να μπούμε στην Ειδική, και μετά το ζέσταμα δεν σταμάτησε καν αλλά έστριψε απότομα αριστερά και μπήκε στην Ειδική με μένος, κατάλαβα ότι δεν θα με πήγαινε μια ήπια βόλτα.

Η ψυχή μου χαμογέλασε στην συνειδητοποίηση αυτή, νομίζω και τα χείλη μου, αλλά δεν θυμάμαι. Το επόμενο κλάσμα όμως μου είπε «ώπα, Ελένη, έχει κάτι γκρεμούς εδώ πιο κάτω. Να πανικοβληθούμε; Τι γίνεται; Τι κάνουμε;».

Και, παραδόξως, τη θυμάμαι σαν τώρα την απάντηση. Δεν ήταν λεκτική, αλλά αισθητήρια. Όχι, δεν υπήρχε κανένας λόγος να πανικοβληθώ. Απλά αφέθηκα: στην εμπειρία, στην αίσθηση της ταχύτητας που πέρναγε από μέσα μου σαν σίφουνας, στην ελευθερία, στα χέρια του κυρίου Rossel, ο οποίος με πήγε μαλλιοκούβαρα. Και εκεί που είχα σταυρωμένα τα χέρια μου, τα έλυσα και τα ακούμπησα απαλά στα πόδια μου, και το έζησα. Και είδα τις γκρεμίλες να έρχονται και να εξαφανίζονται σε χρόνους που τώρα δεν μπορώ να συλλάβω.

© Έφη Τορνάρη

Και φτάνοντας στο τέλος της διαδρομής, όταν «γύρισε» το Citroen C3 Rally2 με χειρόφρενο και περιμέναμε να καταλαγιάσει η σκόνη για να γυρίσουμε κάνοντας ανάποδα την διαδρομή για ακόμα τέσσερα χιλιόμετρα ευτυχίας… άρχισα να δακρύζω, γιατί τα 4 αυτά πρώτα χιλιόμετρα με είχαν κυριολεκτικά ξεπεράσει.

Γιατί αισθανόμουν τυχερή που το είχα ζήσει. Και τον ευχαρίστησα από τα βάθη της καρδιάς μου, και του είπα πόσο θαυμάζω αυτό που κάνει, και πόσο χαρούμενη ήμουν, και τον ευχαρίστησα ξανά. Γιατί μου είχε δώσει ένα δώρο· ένα το οποίο απειροελάχιστοι άνθρωποι έχουν την ευκαιρία να βιώσουν στη ζωής τους.

Στο Citroen C3 Rally2

Ένα ανθρώπινο τέχνασμα, με τόση τέχνη, τόση ομορφιά, τόση τελειότητα μέσα του. Ένα τεχνολογικό αριστούργημα που δουλεύει με τους νόμους της φυσικής για να σε κάνει να νιώθεις ότι τους αψηφάς. Γιατί αυτό νιώθεις. Ότι αψηφάς ό,τι υφίσταται, ό,τι γνωρίζεις, ό,τι έχεις νιώσει μέχρι τώρα. Και εύχομαι ο κύριος Rossel να είναι ευγνώμων για το ό,τι το βιώνει καθημερινά. Γιατί θα έπρεπε.

Όταν η σκόνη καταλάγιασε ήμουν και εγώ ευγνώμων, όχι μόνο για όλα όσα είχα αισθανθεί στο πετσί μου, αλλά και γιατί είχα άλλα 4 χιλιόμετρα να τα ξανανιώσω. Πριν όλο αυτό αναπόφευκτα τελειώσει. Και ίσως το κατάλαβε, και ίσως άκουσε το τρέμουλο στη φωνή μου από την ευφορία όταν τον ευχαρίστησα μέσα από το κράνος μου, γιατί στην επιστροφή ήταν το ίδιο αλλά λίγο διαφορετικό. Ήταν πιο παιχνιδιάρικο, γλιστρούσαμε λίγο περισσότερο, έβλεπα περισσότερο τα πλάγια πάρα τον δρόμο μπροστά. Και ευχόμουν να μην τελειώσει. Και ενώ δεν είχα ξεχάσει ότι υπάρχουν γκρεμίλες, απλά δεν μ’ ένοιαζε.

Και εν πάση περιπτώσει, μου θύμισε κάτι που μου είχε πει πριν χρόνια ο υπεύθυνος του automotive εδώ στην Athens Voice, ο Θωμάς Κ. Ευθυμίου, ο οποίος φαντάστηκε, σχεδίασε και υλοποίησε αυτό το εγχείρημα που διαβάζετε: «Αν είναι να γίνει "στραβή" σε ένα τέτοιο codriving, υπάρχει πιο ωραίος τρόπος να φύγεις από αυτή τη ζωή;»…

© Έφη Τορνάρη

Αυτό το οποίο βλέπαμε στα όνειρά μας κάθε βράδυ!

Αφού λοιπόν ο κάθε οδηγός είχε ήδη περάσει τη διαδρομή αυτή δεκάδες φορές, είτε με τον συνοδηγό του, είτε κάποιες φορές με τον μηχανικό του η ώρα είχε έρθει. Ποια ώρα; Η ώρα που αγωνιωδώς περιμέναμε. Ο κύριος λόγος για τον οποίον είχαμε έρθει. Αυτό το οποίο βλέπαμε στα όνειρά μας κάθε βράδυ. Η ώρα να μπούμε και εμείς και να βιώσουμε, έστω επαγωγικά, έστω παθητικά, έστω για λίγα και μόνο λεπτά, τι σημαίνει να υπάρχεις μέσα σε ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο, όταν ο οδηγός δίπλα σου είναι ένας επαγγελματίας οδηγός που, hopefully, θα σε πάει …flat out. 

Την ώρα δηλαδή, που θα τα δεις όλα. Που θα νιώσεις τι πραγματικά θα πει ταχύτητα. Τι σημαίνει να βλέπεις τη γκρεμίλα να σου ‘ρχεται με… δεν ξέρω και εγώ πόσα χιλιόμετρα την ώρα… και σε κλάσματα δευτερολέπτου να προλαβαίνεις να επεξεργαστείς στον εγκέφαλό σου, ότι ενώ θα ΕΠΡΕΠΕ να φοβάσαι, ενώ δεν θα έπρεπε αυτό που ζεις να μπορεί να συμβαίνει, στην πραγματικότητα όχι απλά δεν φοβάσαι, αλλά αισθάνεσαι μέσα σου μια «ηρεμία», μία «γαλήνη», όπως την χαρακτήρισε η Έφη, ή μια «υπαρξιακή συγκίνηση», όπως την περιέγραψα εγώ.

© Έφη Χαλιορή

Λίγες ώρες μετά το co-drive μας, καθίσαμε με την Έφη σε μια ταβέρνα για να τσιμπήσουμε κάτι, αλλά νομίζω κυρίως για να μιλήσουμε, για το τι βιώσαμε, πως το εκλάβαμε, πως το περιμέναμε, και πως εντέλει το νιώσαμε. Τι μας έμεινε.

Ήγγικεν η ώρα!

Ξυπνήσαμε στην Αθήνα από το μαύρο χάραμα για να είμαστε εκεί στις 10 το πρωί, όπου βρήκαμε όλο το crew της ομάδας να εργάζεται ήδη σκληρά στα δύο αυτοκίνητα, και τους οδηγούς και συνοδηγούς να βρίσκονται σε εγρήγορση. Και ενώ υπήρχε μια συνεχή, ακατάπαυστη θα πω, δραστηριότητα από το κάθε μέλος της ομάδας, ταυτόχρονα επικρατούσε και μια ηρεμία και οργανική ροή η οποία φαινόταν να αποκρούει το οποιοδήποτε άγχος ή αίσθηση ανησυχίας. Δεδομένου δε ότι οι εργασίες ήταν πυρετώδεις για την προετοιμασία του επερχόμενου σκληρού Ακρόπολις, αυτό από μόνο του ήταν αξιοθαύμαστο.

© Έφη Τορνάρη

Έμπροσθεν του Δημοτικού Σχολείου

Υπό την σκιά του ονομαστού Κάστρου του μαρτυρικού χωριού Μενδενίτσα, που κατασκευάστηκε από τον Λομβαρδό ιππότη Guido Pallavicini το 1204, τα στελέχη της ομάδας μας υποδέχτηκαν όλοι με χαμόγελα και μέσα σε λίγη μόνο ώρα, αν και καθισμένες σε μια γωνίτσα ώστε να μην ενοχλούμε, είχαμε γίνει και εμείς μέρος του τοπίου. Και τι τοπίο! Σε έναν μικρό, στενό δρόμο του χωριού, μπροστά από το ιστορικό, αλλά κλειστό εδώ και χρόνια σχολείο, και «απέναντι» (στα 5 μέτρα) από την αυλή ενός σπιτιού, ένα μεγάλο φορτηγό που περιείχε οτιδήποτε μπορεί να χρειάζεται η ομάδα, και δύο μεγάλοι μουσαμάδες πάνω στους οποίους ξαπόσταιναν τα C3 για σέρβις και τεχνικούς ελέγχους, μια ντουζίνα ανθρώπων δούλευαν, ενώ οι ντόπιοι, ενήλικες και παιδιά, περνούσαν ή στεκόντουσαν και κοιτούσαν.

© Έφη Τορνάρη

Θα σταθώ με την ευκαιρία σε ένα τσούρμο παιδιά με ποδήλατα ή χωρίς που έκαναν το camp της Βελγικής ομάδας «παιδική χαρά»… Επικοινωνούσαν με τους πάντες, το κυριότερο μίλαγαν αγγλικά, φαινόμενο σπάνιο σε άλλα χωριά του κόσμου, αλλά τόσο διαδεδομένο στην χώρα μας. Και το τονίζω γιατί η Μενδενίτσα είναι ένα χωριό που οι μόνιμοι κάτοικοί της ίσα ίσα που ξεπερνάνε τα 250 άτομα…

Δυο κόσμοι διαφορετικοί και όμως τόσο εναρμονισμένοι, κυρίως λόγω του ανθρώπινου στοιχείου και της αγάπης των Ελλήνων για τα ράλι, και πόσο μάλλον των συγκεκριμένων Ελλήνων της Κεντρικής Ελλάδας, όντας κοντά στην Λαμία, την «μητρόπολη» του motorsport στην Ελλάδα!

© Έφη Τορνάρη

Και μια και μιλήσαμε για το Δημοτικό Σχολείο να πούμε εδώ ότι σύμφωνα με στοιχεία από το διαδίκτυο το εικονιζόμενο σε κάποια φωτογραφία δημοτικό σχολείο Μενδενίτσας -μπροστά στο οποίο είχε «στρατοπεδεύσει» το φορτηγό της Citroen Racing- κτίσθηκε το 1927 με πόρους που είχε διαθέσει στο Ελληνικό Κράτος ο Εθνικός Ευεργέτης Ανδρέας Συγγρός. Το λιτό νεοκλασσικό κτίριο πρόσφερε αίγλη στο χωριό, και υπερηφάνεια στους μαθητές, δασκάλους, και κατοίκους και για δεκαετίες αποτέλεσε το στολίδι της Μενδενίτσας.

Το σχολείο με τα αρχεία του καταστράφηκε με το ολοκαύτωμα της Μενδενίτσας το Σάββατο 9 Οκτωβρίου 1943 από τα ναζιστικά Γερμανικά στρατεύματα κατοχής και ανοικοδομήθηκε το 1950 με έρανο του Βασιλιά Παύλου Α. Δυστυχώς σήμερα ρημάζει και είναι σκιά της δόξας του ερειπωμένο και βανδαλισμένο…

Ο καιρός ήταν ιδανικός για αδρεναλίνη…

Έτσι ήταν... Όχι ζεστός, λίγο συννεφιασμένος (ώστε να μην βαράει ο ήλιος κατακούτελα), αλλά ήπιος, χωρίς ισχυρούς ανέμους ή βροχές, τις οποίες συναντήσαμε σε αφθονία στην Π.Α.Θ.Ε. μέχρι να φτάσουμε στον χώρο των δοκιμών. Αφού χαιρετίσαμε τα πληρώματα, τους μηχανικούς και την υπεύθυνη του camp των δοκιμών της Citroen, ρωτήσαμε κατά πόσο θα μπορούσαμε να μπούμε μέσα στην Ειδική Διαδρομή στην οποία τα πληρώματα δοκίμαζαν τόσο τα αυτοκίνητα και τα διαφορετικά setup τους, όσο και τους εαυτούς τους. Πήραμε το ΟΚ, και μπήκαμε μέσα. Ψάξαμε να βρούμε ένα καλό σημείο (εντέλει βέβαια καθίσαμε σε 3 σημεία), και από εκεί απολαύσαμε το τοπίο και την ηρεμία, την κουβέντα με τους ενδιάμεσους κριτές ασφαλείας, τα περάσματα των πληρωμάτων, τον ήχο και το χώμα, την νοτισμένη σκόνη από πρόσφατες βροχές στην περιοχή και σαφώς αποθανατίσαμε και κάποιες από τις καλύτερες στιγμές τους.

Δυο ωρίτσες αργότερα επιστρέψαμε, και πετύχαμε το μισό crew να κάνει ένα σύντομο διάλλειμα για φαγητό, ενώ οι υπόλοιποι συνέχιζαν να δουλεύουν γύρω από τα Citroen C3 Rally2 που σημειωτέο βρίσκονται στο απόγειο της εξέλιξής τους, όπως μας είπαν και οι επιτόπου υπεύθυνοι μηχανικοί. Σε αντίθεση με άλλες δοκιμές στις οποίες έχω παραβρεθεί, εδώ δεν υπήρχε ένας συγκεκριμένος χρόνος όπου όλα τα μέλη κάθονται μαζί γύρω από ένα «τραπέζι» για να μοιραστούν ένα γεύμα. Αντ’ αυτού ο καθένας έκανε το διάλλειμά του όποτε ήθελε, και έτσι η ροή των εργασιών δεν σταματούσαν ποτέ.

© Έφη Τορνάρη

Η αποδόμηση!

«Ένιωθα ηρεμία και γαλήνη», μου είπε ξανά η Έφη ενώ εγώ έτρωγα μια καυτή φρέσκια πατατούλα τηγανητή. «Σε αντίθεση με αυτό που βλέπω απ' έξω όσες φορές έχω παραβρεθεί σε αγώνα, από μέσα η αίσθηση είναι ότι ξεκινάει να γλιστράει από την εκκίνηση και σταματάει στον τερματισμό, σα να σερφάρει στο χώμα».

Την κοιτούσα χωρίς να τη διακόπτω, ήθελα να ολοκληρώσει τη σκέψη της, το συναίσθημά της. Συνέχισε με γουρλωμένα μάτια… «εγώ η ίδια δεν ενιωθα να πατάω! Ήταν λες και αιωρουμασταν μόνιμα ένα χιλιοστό πάνω από το έδαφος. Ήταν μαγικό!»

«Η ταχύτητα…» μου είπε λίγα λεπτά αργότερα, έχοντας πιει μια γουλιά παγωμένης μπύρας, «το σώμα σου κολλάει πίσω και αυτό το αντιλαμβάνεσαι ακόμα περισσότερο τις λίγες στιγμές που το φρένο σε κάνει να ξεκολλήσεις από την πλάτη του bucket καθίσματος. Σε αυτές τις στιγμές ένιωθα ότι είναι αρκετά δύσκολο να ελέγξω τις κινήσεις μου».

Κατάλαβα εκείνη την ώρα ότι αυτό το κομμάτι δεν με είχε απασχολήσει καθόλου. Άλλωστε ήμουν τόσο σφιχτά δεμένη που είχα την εντύπωση ότι ο κορμός μου ήταν ένα με το κάθισμα, ένα με το αυτοκίνητο το ίδιο. Ένα τόσο γυμνό αυτοκίνητο. Περιλάμβανε μόνο τα απολύτως απαραίτητα.

© Έφη Τορνάρη

Η Έφη ήταν ακόμα σκεπτική, το βλέμμα της λίγο «αλλού», οριακά σαν να μην ήμουν καν εκεί. «Ήμουν κολλημένη πίσω και κοίταζα λίγο το δρόμο, μακρυά. Είμαι και κοντή, οπότε η οπτική μου ήταν περιορισμένη, αλλά παρ’ όλα αυτά κοιτούσα κυρίως τα δέντρα και τον ουρανό. Κάτι άλλο που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι από τη στιγμή που ξεκίνησε να τρέχει μέσα στην Ειδική ένιωθα ότι το αμάξι είχε μια κλίση… η μούρη ψηλά και το πίσω μέρος του να έχει «κάτσει», και ήταν υπερβολικά πιο έντονο απ' ότι φαίνεται απ' έξω, ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΑ.» Τόνισε την τελευταία λέξη κοιτάζοντάς με. Κάτι άλλο που δεν είχα αισθανθεί. Της το είπα.

«Δεν είναι φοβερό;» τη ρώτησα, «ότι δύο άνθρωποι που βίωσαν το ίδιο ακριβώς πράγμα, που μπήκαμε μέσα στο ίδιο αυτοκίνητο με τον ίδιο οδηγό, και κάναμε την ίδια ακριβώς διαδρομή, βγήκαμε από αυτό με τόσο διαφορετικές οπτικές και αισθητήριες αναμνήσεις; Για παράδειγμα, αυτό που είπες για το μπρος-πίσω, κατάλαβα τι εννοείς, αλλά δεν το σκέφτηκα καθόλου. Όταν ο εγκέφαλός μου «διαχειριζόταν» τον χώρο, εστίαζε στο πόσο άναρχα αλλά ταυτόχρονα δομημένα κινείτο το αυτοκίνητο στο δρόμο. Σαν οι γραμμές κάτω να ήταν απλά μια ιδέα, κάτι που πρέπει να ακολουθήσουμε για να φτάσουμε στον τερματισμό, αλλά η περιήγησή μας μέσα σε αυτόν ήταν μονάχα αυτό που επιθυμούσε ο οδηγός, του οποίου τα χέρια κοίταξα μερικές φορές με την άκρη του ματιού μου. Τα ήρεμά του χέρια! Χέρια χειρούργου: σταθερά, ήρεμα, ακριβή. Είχαν μια χάρη ασύλληπτη, μια ομορφιά ενώ άφηνε το χειρόφρενο στο χιλιοστό που έπρεπε να το αφήσει δαμάζοντας το αυτοκίνητο στο έπακρον.»

«Ναι!» είπε η Έφη, σχεδόν φωνάζοντας. «Κάτι που με ενθουσίαζε σε βίντεο που έβλεπα και ανυπομονούσα να δω είναι με πόση ηρεμία κάνουν τις κινήσεις τους οι οδηγοί. Και ερχόταν πάντα στο μυαλό μου σε μια πλήρη αντίθεση με το θέαμα που προσφέρουν, αυτό τουλάχιστον στη δική μου εμπειρία όχι απλά το είδα μπροστά μου αλλά ένιωσα ότι ήταν και μεταδοτικό.» Χαμογέλασα. Ήταν όντως.

«Ξέρεις τι άλλο;» μου είπε, κοιτώντας με έντονα. «Πες μου» της απάντησα. 

«Ο χρόνος κυλούσε περίεργα, διαφορετικά… ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω αν πέρναγε πιο γρήγορα ή πιο αργά, δε με ένοιαζε όμως, απολάμβανα με ηρεμία από μέσα αυτό που έχω δει τόσες φορές ως θεατής. Σίγουρα όταν τελείωσε μου φάνηκε σαν μόλις ένα δευτερόλεπτο αλλά καθ' όλη τη διάρκεια άκουγα την ανάσα μου και απολάμβανα κάθε στροφή, και κάθε τράνταγμα.»

© Έφη Τορνάρη

«Σε αυτό θα συμφωνήσω απόλυτα μαζί σου» της είπα χαμογελώντας. «Και για να σου πω την αλήθεια, για μένα μέσα εκεί δεν υπήρχε χρόνος. Ο χρόνος ξεκίνησε να κυλάει πολύ πιο αργά με το που μπήκα και δέθηκα. Όταν, δε, μπήκε και ο Rossel, με ρώτησε αν είμαι ΟΚ, και ξεκινήσαμε, είχε οριακά σταματήσει. Και λέω οριακά γιατί ακόμα κρατούσα μια επαφή με την πραγματικότητα εκεί έξω. Ακόμα και όταν ζέσταινε τα λάστιχα το μυαλό μου δούλευε, επεξεργαζόταν, αναλογιζόταν πώς θα είναι. Με το που μπήκε όμως χάθηκαν όλα. Δεν υπήρχε χρόνος. Την ανάσα μου δεν την άκουγα, ίσως γιατί είχε σωπάσει και αυτή, μαζί με το μυαλό μου. Και κάτι τελευταίο…θα μπορούσα να είχα κλείσει τα μάτια και απλά να ένιωθα, αλλά το να βλέπεις τον έξω κόσμο και να νιώθεις το μέσα είναι τόσο οξύμωρα που ΠΡΕΠΕΙ να βλέπεις…για να ζήσεις το παράδοξο.»

Χαμογελούσε τώρα εκείνη. «Εγώ ιδανικά δεν ήθελα καν να ανοιγοκλεινω τα μάτια μου για να μην χάσω τίποτα!»

Και κάπως έτσι τελείωσε η μέρα μας, με μπίρα, παϊδάκια, τυροκαυτερή και τηγανιτές πατατούλες σε μια δροσερή ταβερνούλα σε ένα μικροσκοπικό χωριό. Με μία τόση κανονικότητα ενώ αναλογιζόμασταν ότι πιο μη κανονικό έχουμε ζήσει. Και κάπως έτσι έκλεισε…ενώ μέσα μας όλα ακόμα έβραζαν. Και θα συνεχίσουν να βράζουν, μέχρι να υπάρξουμε αρκετά τυχερές να το ξαναζήσουμε. Εθισμένες πια… στο παράδοξο.