Αυτοκινηση

Αναμνήσεις από την Ιντιανάπολη

Το φετινό Indy500 ζωντανεύει την αγάπη για την ταχύτητα πάνω σε ρόδες

Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 875
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Indianapolis 500: Η Σώτη Τριανταφύλλου θυμάται στιγμές από παλιότερους αγώνες στην Ιντιανάπολη.

Αν και η φύση των αγώνων αυτοκινήτων στην Ιντιανάπολη έχει αλλάξει στο πέρασμα του χρόνου, το φετινό Indy500 που τελείωσε προχθές ζωντανεύει την αγάπη για την ταχύτητα πάνω σε ρόδες.

Tην τελευταία φορά που πήγα στην Ιντιανάπολη, οι αγώνες της Φόρμουλα Ένα διακόπηκαν στον 180ό γύρο λόγω του τυφώνα: ο Μπάντυ Ράις τερμάτισε πρώτος τυλιγμένος στην ομίχλη. Καθώς τρέχαμε για να προφυλαχτούμε από τη βροχή και τον σφοδρό άνεμο, σκεφτόμουν: Είναι η τελευταία φορά που έρχομαι στην Ιντιανάπολη· η τελευταία. Συνωστισμός, κακουχίες, ο μονότονος ήχος των κινητήρων – λαϊκό πανηγύρι· κάπου κάπου καρδιοχτύπι, ενέδρες θανάτου.

Το 1982 είδα τον Κέβιν Κόγκαν να στουκάρει πλαγίως πάνω στον Φόυτ και να προκαλεί καραμπόλα τεσσάρων οχημάτων: για μερικές στιγμές νόμιζα ότι κάποιος σκοτώθηκε· ή ότι σκοτώθηκαν όλοι· στις κερκίδες κρατούσαμε την αναπνοή μας· σιωπή· ύστερα ένα βαθύ ωωω... Από μακριά, ο Αντρέττι χειρονομούσε εναντίον του Κόγκαν: «Είσαι ερασιτέχνης!»· ο Κόγκαν αποσυρόταν ταπεινωμένος.Το 1995, ο Φοξ τραυματίστηκε μπροστά στα μάτια μου: ήμουν στριμωγμένη πίσω από το κιγκλίδωμα, φορώντας ένα T-shirt που έγραφε Valvoline· τον είδα αιμόφυρτο, με τα πόδια συντετριμμένα· η μια ρόδα κύλησε έξω από το πιτ, το οπίσθιο μέρος του οχήματος φλεγόταν· το μπλουζάκι μου μαύρισε από την κάπνα.

Ο αγώνας Indianapolis 500 το 2004

Το 2004, η κούρσα άρχισε με την αναγγελία ηλεκτρικής καταιγίδας· μέσα σε λίγες ώρες, οι τυφώνες που είχαν σαρώσει τη Νεμπράσκα, το Ιλλινόι και το Μιζούρι έφτασαν στην Ιντιάνα· κι από μια παράξενη ευσπλαχνία της τύχης παρέκαμψαν την πίστα των αγώνων και προχώρησαν προς την κομητεία Φλόυντ. Στεκόμουν μόνη στην άκρη ενός υγρού, βίαιου κόσμου: μετά το τέλος της κούρσας, οδηγούσα στον 74, προς τα δυτικά, ευχόμενη να μη συναντήσω τον τυφώνα προτού πάρω τον διαπολιτειακό για το Σικάγο· εξαιτίας της κακοκαιρίας δεν είχα ραδιοφωνικό σήμα για να ακούω τα μετεωρολογικά δελτία και τις οδηγίες της τροχαίας· παρ’ όλα αυτά, μου ήταν αδύνατο να διανυκτερεύσω στην Ιντιανάπολη. Έφυγα κυλώντας στο ολισθηρό οδόστρωμα, με τους καθαριστήρες να πηγαινοέρχονται ρυθμικά: στον ορίζοντα διαγράφονταν τεθλασμένες φωτεινές γραμμές, σύννεφα που συστρέφονταν και διαλύονταν σαν φαντάσματα. Fucking Indiana-polis, σκεφτόμουν, fucking Indianapolis και fuck, fuck, fuck για όλα τα κακά που έχω πάθει εξαιτίας των αυτοκινήτων: τα ατυχήματα, τις βλάβες καταμεσής στην έρημο, τα οτοστόπ από την Κόλαση... μια ερωτική ιστορία που τέλειωσε άσχημα στο μπροστινό κάθισμα, μια άλλη που άρχισε άσχημα στο πίσω... για εκείνη τη φορά που χάθηκα σαν ηλίθια και βρέθηκα σε μια χερσόνησο που δεν οδηγούσε πουθενά παρότι όλοι οι δρόμοι οδηγούν κάπου. Fuck, fuck, fuck.

Σώτη Τριανταφύλλου

Ήμουν θυμωμένη με τον εαυτό μου, κι όταν είμαι θυμωμένη με τον εαυτό μου μυξοκλαίω: δάκρυα και καταρρακτώδης βροχή και οι λάμψεις των φαναριών του δρόμου με τις τριανταφυλλένιες ανταύγειες, ο υγρός και βίαιος κόσμος του αυτοκινητοδρόμου σε καιρό τυφώνα. Όταν έφτασα έξω από το Κρώφορντσβιλ, η νύχτα είχε πέσει, αλλά όχι, δεν μπορούσα να μείνω στο Κρώφορντσβιλ· θα έφτανα στο Σικάγο, ακόμα κι αν χρειαζόταν να οδηγώ όλη τη νύχτα, μέσα στη νεροποντή, μοναχή μου σ’ ολόκληρο το οδικό δίκτυο και χωρίς ραδιοφωνικό σήμα.
Όταν πήρα τον 65 προς τα βόρεια, ο ουρανός φαινόταν καθαρότερος, μπορούσα μάλιστα να διακρίνω μερικά αστέρια: καλό σημάδι τα αστέρια· ή μήπως ήταν απλώς δορυφόροι; Αλλά, καθώς προχωρούσα προς το Λαφαγέτ, η βελόνα του ραδιοφώνου σταθεροποιήθηκε, ακούστηκαν μερικά παράσιτα, έπειτα μπλουζ νότες –το «Devil May Care» του Χίραμ Μπούλλοκ– και η εύθυμη φωνή του ντιτζέι, «Ακούτε WASK στα μεσαία... ο τυφώνας σταμάτησε στο Έντουαρντσβιλ... Και τώρα, Γουές Μοντγκόμερυ και η γλυκιά τζαζ του μεγάλου Hoosier... Γουάου! Είναι εννέα και είκοσι δύο, μια νύχτα με ανοιξιάτικη μπόρα». Ανοιξιάτικη, my ass, σφύριξα, αλλά ενώ ακουγόταν η κιθάρα του Γουές, ένιωσα ότι προσπερνούσα το Λαφαγέτ μ’ ένα γαλήνιο αυτοκίνητο, μια Chevrolet Malibu φτιαγμένη στο Ντιτρόιτ, σε μια καλοασφαλτοστρωμένη εθνική οδό που με οδηγούσε απαλά στο ανατολικό Σικάγο. Έβρεχε μια φιλική βροχή, δυο αστέρια διακρίνονταν στον ουρανό· ο βρυχηθμός του ανεμοστρόβιλου εξασθενούσε. Ήμουν ολόκληρη κι ακέραια, το ένα μου πόδι ακουμπούσε στο γκάζι, το άλλο ήταν διπλωμένο στο κάθισμα· έβλεπα καθαρά τον δρόμο με τους φανούς θυέλλης. Για μια ακόμα φορά είχα δει τους αγώνες της Φόρμουλα Ένα στην Ιντιανάπολη, όπου είχαν θριαμβεύσει οι κινητήρες Chevrolet· παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, ήταν μια καλή χρονιά για το Indy 500· pace car ήταν η Corvette C5· το αναμνηστικό μοντέλο Ζ06 με καινούργιο σύστημα ανάρτησης είχε κιόλας βγει στην αγορά στο μπλε χρώμα του Le Mans. Όλα ήταν όπως έπρεπε να είναι, κι ο Μπάντυ Ράις είχε έρθει πρώτος· κανείς δεν είχε τραυματιστεί, κανένα όχημα δεν είχε πάρει φωτιά.

Στη διαπολιτειακή γραμμή Ιντιάνα-Ιλλινόι, ξημέρωνε η πρώτη Ιουνίου. Πλησιάζοντας τη μύτη μου στο παρμπρίζ, αναζητούσα ένα roadhouse για το τέλειο πρόγευμα: πελώριες τηγανίτες με μαρμελάδα blueberry. Aργότερα, από το δωμάτιο ενός μοτέλ έξω από τα όρια του Σικάγου, κοιτούσα την αραιή πρωινή κίνηση στον αυτοκινητόδρομο και σκεφτόμουν: Ίσως τελικά να ξαναπάω στην Ιντιανάπολη· ίσως να είμαι αρκετά τυχερή ώστε να δω τον Ράικκονεν να τερματίζει πρώτος. Αφού έπλυνα, με σαμπουάν, στον μικρό νιπτήρα το μπλουζάκι μου που έγραφε Valvoline, κοιμήθηκα σε καθαρά σεντόνια· ξυπνώντας την επομένη, ήμουν σίγουρη ότι θα ξαναπήγαινα στην Ιντιανάπολη.