- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ράλλυ Ακρόπολις: Ταξίδι σε έναν άλλον πλανήτη
Ο Κώστας Στεφανής, διηγείται ενδιαφέροντα πράγματα για το Ράλλυ Ακρόπολις
Ράλλυ Ακρόπολις: Ο Κώστας Στεφανής του Traction, διηγείται ενδιαφέροντα πράγματα για το Ράλλυ Ακρόπολις.
Ο Κώστας Στεφανής, ο πιο επιτυχημένος Έλληνας συνοδηγός ράλι, έτρεξε το πρώτο του «Ακρόπολις» το 1975, το κέρδισε είκοσι χρόνια αργότερα και έχει κάμποσα ράφια, ντουλάπες και ερμάρια γεμάτα κύπελλα και διακρίσεις. Ωστόσο, περισσότερο από όλα αυτά θα έλεγα, με αγάπη και σεβασμό, ότι το μετάλλιο/κύπελλο/περγαμηνή που δεν του έχει απονεμηθεί πρακτικά, αλλά μόνο διά βοής στο κοινωνικό μας στερέωμα, είναι η εξαιρετική ικανότητά του να λέει ιστορίες με τρόπο παραστατικό, γλαφυρό, ευρηματικό και ιδιαίτερο, μιας και έχει έμφυτη ικανότητα να γίνεται δεινός λεξιπλάστης! Αλήθεια: Αν οι συνθήκες της ζωής «βοηθούσαν» και βρισκόταν στους λόφους του Χόλιγουντ, δύο σκηνοθέτες θα έριζαν για να τον πάρουν ως σεναριογράφο-storyteller: ο Woody Allen με τον Quentin Tarantino. Ναι, αυτοί.
Το Χόλιγουντ έχασε, το «Traction» τον κέρδισε, και ας του δώσουμε τον λόγο γιατί θα μάθουμε ενδιαφέροντα πράγματα. Ναι, σε μόλις 949 λέξεις, όπως τις είπε στον δημοσιογράφο Βασίλη Τσακίρογλου πριν από κάποια χρόνια.
«Με κίνδυνο να ακούσω το σχόλιο “γέρασε πια ο Στεφανής και μιλάει μόνο για τα παλιά”, θα έλεγα ότι το μυαλό μου πηγαίνει αναπόφευκτα στα Ράλλυ Ακρόπολις του παρελθόντος. Γιατί εκείνοι οι αγώνες, έως το τέλος της δεκαετίας του ’80 περίπου, ήταν πραγματικά ράλι, ήταν περιπέτειες. Θυμάμαι ότι έχω τρέξει σε “Ακρόπολις” με 55 Ειδικές Διαδρομές, από τις οποίες καμία δεν ήταν επαναλαμβανόμενη, ήταν όλες μοναδικές – κυριολεκτικά και μεταφορικά. Γράφαμε σημειώσεις επί εβδομάδες ολόκληρες και γυρνούσαμε σχεδόν σε όλη την Ελλάδα: ξεκινούσαμε από την Αθήνα, πηγαίναμε στην Καλαμπάκα, από εκεί στην Κοζάνη, στον Όλυμπο και κατόπιν περνούσαμε στην Πελοπόννησο για να τερματίσουμε και πάλι στην Αθήνα. Αλλά τότε ήταν μια Ελλάδα διαφορετική, τα δάση της ήταν ανέγγιχτα από τις πυρκαγιές που τα ρήμαξαν τα επόμενα χρόνια και εν μέρει τουριστικώς αναξιοποίητη – ευτυχώς. Ο μεγάλος βιασμός της άναρχης δόμησης δεν είχε συντελεστεί ακόμη. Το πρώτο μου “Ακρόπολις” ήταν το 1975 με οδηγό τον Γιάννη Σταθάτο. Εκεί, μάλιστα, είχα πάρει και τα πρώτα μου χρήματα από αγώνα. Ήταν επίσης και η πρώτη μου τούμπα, καθώς είχαμε φτάσει πολύ γρήγορα στην πλατεία της Δεσφίνας και ο κόσμος τρόμαξε βλέποντας το αυτοκίνητο να ντελαπάρει, πιο πολύ τρόμαξε όμως που μας είδε να βγαίνουμε. Οι άνθρωποι έφευγαν μακριά μας, σαν να έβλεπαν φαντάσματα ή βρικόλακες.
Πιστεύω ότι τα μαραθώνια “Ακρόπολις” ήταν ιδανικά. Τότε το ράλι έμοιαζε να εξελίσσεται σε τρεις διαφορετικές χώρες, ήταν σαν τρεις διαφορετικοί αγώνες. Η Πελοπόννησος ήταν μια χώρα, με στενούς δρόμους και σαθρά εδάφη και λάσπη, η Κεντρική Ελλάδα ήταν μια άλλη και μια τρίτη ήταν τα μέρη γύρω από τον Όλυμπο. Για παράδειγμα, η ειδική Ξηρονομή-Αλυκή, έξω από τη Θήβα, ήταν ένα σεληνιακό τοπίο, και είμαι σίγουρος ότι εάν η NASA είχε δει αυτό τον δρόμο, θα δοκίμαζε εκεί τα οχήματα που στέλνει στο διάστημα.
Πολύς κόσμος με έχει συνδέσει με τον Ιαβέρη ή με τον Τζίγγερ, με κάθε οδηγό όμως με τον οποίο συνεργάστηκα έχω ζήσει ξεχωριστά πράγματα και, τελείως ειλικρινά, νιώθω απέραντη ευγνωμοσύνη για το ότι με εμπιστεύτηκαν. Θυμάμαι, πάντως, ότι τότε με τον Ιαβέρη ο κόσμος τον άκουγε να έρχεται και ένιωθε δέος, γιατί ήταν εξαιρετικά γρήγορος, ένας σίφουνας. Όταν όμως, το 1977, μας είχε καλέσει η εργοστασιακή ομάδα της Ford να παρακολουθήσουμε τις δοκιμές της με τον Bjorn Waldegaard, ο οποίος θα μας πήγαινε και βόλτα, έμεινα άναυδος. Κάθισα δίπλα του πρώτος, καθώς ο Ιαβέρης δίστασε προς στιγμήν. Δεν τρόμαξα από το πόσο γρήγορα πήγαινε, αλλά από τον τρόπο που οδηγούσε και από αυτά που έκανε. Ένιωσα σαν οδηγός ταξί δίπλα σε έναν πιλότο διαστημοπλοίου, τέτοια ήταν η διαφορά ικανοτήτων.
Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένας οδηγός “με κρέμασε” στο χάος: ήταν μια κλειστή δεξιά στροφή, ο δρόμος έλειπε, ο Waldegaard πλασαρίστηκε και πέρασε τη στροφή με το μισό αυτοκίνητο στον αέρα. Ή, σε μια κατηφορική δεξιά κλειστή στροφή, ο δρόμος είχε δύο επίπεδα, υπήρχε ένα σκαλοπάτι 40 εκατοστών. Λέγαμε με τον Ιαβέρη: “Να πάμε από πάνω; Κι αν γλιστρήσει και πέσουμε; Να πάμε από κάτω, είναι πολύ στενά”. Ο Waldegaard δεν προβληματίστηκε: πέρασε με τις πίσω ρόδες κάτω και τις εμπρός επάνω. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Δεν το πίστευα ότι μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο, εμείς τουλάχιστον δεν μπορούσαμε καν να το φανταστούμε.
Επιστρέψαμε στην αρχή της Eιδικής, λοιπόν, ήταν στον Άγιο Μερκούριο και ήμουν ανίκανος να αρθρώσω λέξη. Ευτυχισμένος και άναυδος. Με ρώτησε ο Ιαβέρης όλο αγωνία: “Τι είδες;”. Του απάντησα: “Τάσο, πρέπει να μπεις οπωσδήποτε μέσα. Κι αφού μπεις, ή μάλλον είτε μπεις είτε δεν μπεις, έχω να σου προτείνω κάτι: από αύριο, στο αγωνιστικό μας Escort, θα βάλουμε μια πινακίδα που θα λέει ΤΑΧΙ, αυτό δικαιούμαστε να κάνουμε. Δεν είμαστε οδηγοί αγώνων”. Ο Ιαβέρης πήγε βόλτα με τον Waldegaard και δεν έβγαινε από το αυτοκίνητο ούτε μετά από τρεις ώρες. Κατόπιν σκίσαμε όλες μας τις σημειώσεις και αρχίσαμε από την αρχή. Ήταν ένα πολύ μεγάλο μάθημα, ταξίδι σε έναν άλλο πλανήτη. Ήταν το κλικ που μας έκανε ταχύτερους – έκτοτε περνούσαμε από παντού με δύο ταχύτητες πάνω. Το αυτοκίνητο βέβαια κοβόταν στη μέση, αλλά τι να κάνεις, δεν είχαμε την ίδια υποστήριξη με τους οδηγούς του παγκοσμίου.
Θεωρώ ότι ο ιδανικός συνδυασμός οδηγού-αυτοκινήτου, από όσους και όσα γνωρίζω, θα ήταν ο Τζίγγερ με ένα Subaru Ipmreza WRC. Είχα την ευτυχία να κερδίσω το “Ακρόπολις”, μαζί με τον Άρη Βωβό το 1995. Οπωσδήποτε είναι κάτι σημαντικό, αλλά εκείνη τη χρονιά το “Ακρόπολις” δεν μετρούσε για το παγκόσμιο πρωτάθλημα αλλά μόνο για την κατηγορία F2, επομένως η υπερηφάνειά μου μετριάζεται γι’ αυτή τη μοναδική νίκη. Επιπλέον, κι είναι κάτι που ίσως δεν γνωρίζει ο κόσμος, αρκεί όμως που το ξέρω εγώ, είναι το ότι κερδίσαμε επειδή εγκατέλειψαν όσοι ήταν μπροστά από εμάς. Κι αυτό δεν με κάνει να νιώθω τόσο πολύ χαρούμενος που κέρδισα στο “Ακρόπολις”. Προτιμώ να κερδίζω με το σπαθί μου.
Από τα αυτοκίνητα με τα οποία έχω τρέξει, εκτός από το Audi Quattro και τις Lancia Delta του Τζίγγερ, ο περισσότερος κόσμος θυμάται την περίφημη “Ντόλι” και τον ένδοξο “Πλαπούτα”. Η “Ντόλι” ήταν μια Alfa Romeo GTA που είχε φέρει ο Μιχάλης Μοσχούς από την Ιταλία γύρω στο 1975 και ήταν ένα αυτοκίνητο καταταλαιπωρημένο από τους αγώνες. Οι θόλοι των τροχών ήταν σάπιοι και σε κάποιο άλμα το αυτοκίνητο άνοιξε και στράβωσε. Εάν το κοίταζες από πίσω ήταν σαν το άλογο του Λούκι Λουκ, την “Ντόλι”, με τα πίσω πόδια πλάγια σε σχέση με τα εμπρός. Τη δική μας “Ντόλι” την έθαψε ο Γιώργος ο φαναρτζής μας για να γλιτώσει από αυτήν, καθώς δεν άντεχε να την επισκευάζει άλλο. Πρέπει μια μέρα να την ξεθάψουμε για να της κάνουμε μια κανονική κηδεία, όπως της αξίζει. Ο “Πλαπούτας” ήταν ένα Ford Escort, το οποίο επιζεί ακόμη, αλλά έχει την ηλικία που θα είχε σήμερα ο οπλαρχηγός της Ελληνικής Παλιγγενεσίας του 1821».