Αυτοκινηση

Προσπερνώντας τη ζωή

Η εθνική φαινόταν ατελείωτη μπροστά μας. Οι ζώνες κρατούσαν τα σώματά μας ασφαλή, στη θέση τους. Οι αερόσακοι ήταν το Plan B

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 680
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Της Ελένης Χελιώτη (www.darkcaffeinematter.blogspot.com)


Η Νεφέλη είχε κατέβει να πάρει καφέ και κάτι γλυκό που της είχα ζητήσει. Εγώ έστριβα ένα τσιγάρο και την περίμενα. Άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου, την ώρα που εγώ είχα χαθεί σε σκέψεις του προηγούμενου ταξιδιού που είχα κάνει.

«Αχ, ρε Νεφέλη», της είπα ενοχλημένη.
«Δανάη, δεν μας παρατάς; Φάε το κρουασάν σου και ηρέμησε λίγο. Έχεις πάθει ψύχωση».
«Ντόνατ δεν είχε;»

Σε αυτό το σημείο η Νεφέλη απάντησε με μια χειρονομία εκφράζοντας τη βαθύτατη δυσαρέσκειά της στην αναισθησία μου. Γύρισα, λοιπόν, τη μίζα και φύγαμε. Η ώρα ήταν 1.37 π.μ., ο προορισμός μας ένα μικροσκοπικό χωριό της Λακωνίας και η ακατάλληλη ώρα αποτέλεσμα μιας παρορμητικής απόφασής εκ μέρους μου, και μιας θυσίας εκ μέρους της.

«Κάνε το τσιγάρο σου πριν βγούμε εθνική, θα μας τρελάνει ο αέρας μετά», είπε η Ζαν Ντ’ Αρκ.
«Μου φαίνεται έπρεπε να ’χες πάρει και εσύ κάτι να φας», της απάντησα.
«Είσαι ηλίθια. Λοιπόν, ξεκίνα, σ’ ακούω».
«Δεν είμαι έτοιμη ακόμα. Ας πούμε κάτι άλλο».
«Δανάη, ήρθες και με απήγαγες μες στα άγρια μεσάνυχτα με τις πιτζάμες μου, μέσα στις οποίες σου πήρα κρουασάν παρεμπιπτόντως, και με σέρνεις σ’ ένα κωλοχώρι στη μέση του πουθενά. Start talking».
«Ε όχι και κωλοχώρι το Γεωργίτσι, το μπαλκόνι του Ταΰγετου!»
«Θα σε βαρέσω», είπε γελώντας.

Η Νεφέλη ήταν ένας άκρως λογικός άνθρωπος, σε σημείο που εάν δεν την ήξερες, την έλεγες και αναίσθητη. Η πλήρης αντικειμενικότητά της με κούραζε κάποιες φορές, αλλά μπορούσα να βασιστώ επάνω της ό,τι και αν συνέβαινε, και αυτό μου αρκούσε.

«Δε θα ’ναι η πρώτη φορά», της απάντησα κοιτάζοντας μπροστά χαρούμενη που την είχα δίπλα μου.«Πώς αλλάζει η σχέση μας με τον χωροχρόνο, όταν είμαστε εν κινήσει;» τη ρώτησα μετά από λίγα λεπτά.
«Για εκείνον είμαστε μάλλον αδιάφοροι, για εμάς αλλάζει η οπτική. Μετράμε τον χρόνο αλλιώς, όταν τον εκμεταλλευόμαστε. Εάν τώρα κοιμόμασταν δεν θα μας απασχολούσε καν, ενώ αυτή τη στιγμή είμαστε συνειδητά γνώστες της ύπαρξής του».
«Και τι κερδίζουμε μ’ αυτή τη γνώση;»

Είχε σκύψει να βγάλει το μπουκαλάκι νερό απ’ τη σακούλα στα πόδια της. Δεν είχε πάρει καφέ.

«Θες λίγο νεράκι;» με ρώτησε.
«Σε λίγο, να τελειώσω πρώτα το τσιγάρο».
«Με τη γνώση την ίδια τίποτα»
συνέχισε, «με την πράξη κερδίζουμε και μετράμε λίγες ακόμα αναμνήσεις. Μπαίνουν στο αρχείο της ζωής μας. Λίγα χρόνια μετά θα είμαστε ευγνώμονες για αυτές».
«Γι’ αυτό ήρθες απόψε μαζί μου;», τη ρώτησα ενώ έκανα την τελευταία τζούρα του τσιγάρου.
«Μεταξύ άλλων, ναι».
«Πόσες ζωές έχουμε, ρε Νεφέλη;»
«Εάν αφαιρέσεις τα παιδικά μας χρόνια και τα βαθιά γεράματα, λιγότερες από μία».
«Τι μας καθιστά τόσο στάσιμους, λοιπόν;»
«Η πεποίθηση ότι έχουμε άλλες 10».
«Και τι είναι χειρότερο; Να μένεις κολλημένος σε παλιές αναμνήσεις ή να μη φτιάχνεις καινούργιες;»
«Να περιμένεις τις παλιές να ξανάρθουν αυτούσιες, και να πιστεύεις ότι οι καινούργιες δεν θα μπορέσουν ποτέ να είναι ισάξιες ή καλύτερες».

Παραμείναμε σιωπηλές μέχρι να βγούμε εθνική. Το CD που είχα βάλει από το πρωί ήταν στο 7ο τραγούδι. Ακουγόταν περισσότερο ως θόρυβος, παρά ως μουσική.

«Θες να βάλεις κάτι άλλο;» της είπα κάποια στιγμή πριν τα πρώτα διόδια.
«Όχι, δεν έχω διάθεση να ακούσω μουσική».
«Γι’ αυτό λοιπόν μένουμε μετέωροι;» συνέχισα.
«Γι’ αυτό μένουμε άεργοι. Γιατί περιμένουμε να έρθουν και ξεχνάμε ότι πρέπει να τις δημιουργήσουμε».
«Μα ακόμα και όταν έρθουν είμαστε τόσο τυφλοί απ’ το παρόν, που τις διώχνουμε στην προσπάθεια να ζήσουμε».

Η εθνική φαινόταν ατελείωτη μπροστά μας. Ξεκινούσαμε τώρα την ανάβαση που θα μας έβγαζε στη σήραγγα όπου θα μπαίναμε σ’ ένα βουνό σμιλεμένο εσωτερικά. Έμοιαζε με δίοδο, ένα μονοπάτι φυγής, μια παράκαμψη χωροχρόνου. Οι ζώνες κρατούσαν τα σώματά μας ασφαλή, στη θέση τους. Οι αερόσακοι ήταν το Plan B. Η αρρωστημένη για εμάς τους αστικούς τύπους σιωπή στο κωλοχώρι, Plan C.

«Και μετά, Δανάη;»
«Μετά ξαναπέφτουμε για ύπνο».