- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Αυτά που δεν λέμε ποτέ παραέξω από την καμπίνα του αυτοκινήτου
Ανείπωτα λόγια. Μια θεομηνία λέξεων που αν ακούγονταν, θα έπνιγαν το συνοδηγό μου
Ψάχνω απεγνωσμένα να βρω έναν αναπτήρα. Το στριφτό μου τσιγάρο έσβησε για μια ακόμη φορά στα χέρια μου. Οι σκέψεις που δεν μετέτρεψα ποτέ σε λέξεις γυρνάνε μπροστά μου σαν κομμάτια στον κύβο του Ρούμπικ. Ψηλαφίζω μέσα μου να βρω τον αλγόριθμο που θα τις έκανε να μπουν σε μια σειρά· που θα τις έκανε ενδεχομένως να ακουστούν όσο άρτιες γεννήθηκαν.
Αυτό για το οποίο έχω κατηγορηθεί περισσότερο στη ζωή μου είναι γιατί δεν μιλάω. Έχω συμφιλιωθεί με τη σιωπή, πολλοί όμως τη θεωρούν ένα είδος τρομοκρατίας. «Ζεις σε μια φυλακή των λέξεων που δεν έχεις ποτέ ξεστομίσει», μου λένε. Ας είναι. Προτιμώ να ακούω, να γνέφω καταφατικά, να λέω όσα χρειάζεται ο άλλος.
Αυτοκίνητο: ένα νεκροταφείο λέξεων που σφύζει από ζωή. Ένα οξύμωρο θαμμένο στο συνειδητό κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Στίχοι αγαπημένων τραγουδιών, προσευχές, βρισίδια, μυστικά τηλεφωνήματα που δεν θα έκανες αλλού, συζητήσεις που έγιναν γιατί ένιωσες άθελά σου μια φαινομενική ασφάλεια που πηγάζει από κάτι τόσο ευκίνητο που σχεδόν αψηφά το χωροχρόνο.
Έχω αφήσει κουβέντες μου σε αμέτρητα αυτοκίνητα. Πόσο παρανοϊκή η επιθυμία μου να ζήσω την περιπέτεια του να τις ξαναβρώ; Θα τις αναγνώριζα άραγε ανάμεσα σε άλλες; Θα ’χουν γίνει σκόνη τώρα, όπως τα κύτταρα του δέρματός μας. Θα ’χουν θαφτεί σχεδόν στρατηγικά μέσα στα καθίσματα, στους σκαλιστούς αριθμούς του λεβιέ, θα ’χουν εισχωρήσει στο δέρμα του τιμονιού. Όλα αυτά που ξεστομίσαμε μονάχα γιατί ήμασταν μόνοι μας σ’ αυτό το κονσερβοκούτι, παραμένουν ανείπωτα.
Ο Edward Bulwer-Lytton έγραψε στο θεατρικό του έργο «Cardinal Richelieu» το 1839 «the pen is mightier than the sword». Ο Αριστοφάνης είπε «πάσαν γλώσσα βασάνιζε» και ο Όμηρος «έπεα πτερόεντα». Shall I go on? Αυτά που είπες και μετάνιωσες δεν μπορείς να τα πάρεις πίσω, αυτά που δεν είπες όμως... μπορείς να τα ηχήσεις μια άλλη φορά όπως πρέπει; Πιθανόν, αλλά πόσοι από εμάς τους σιωπηλούς επανήλθαμε, και τι δυναμική είχαν τότε; Σέρνονταν αδιάφορα, χωρίς πυγμή, σχεδόν χωρίς νόημα. Εξασθενημένα σύμβολα πραγμάτων που κυριεύουν το μυαλό μας και έκλεισαν ερμητικά τις πύλες των χειλιών.
Δέκα λεπτά πριν κοιτούσα το τιμόνι, το δεξί μου χέρι στο χειρόφρενο και η αριστερή μου παλάμη κάλυπτε το μισό μου πρόσωπο, έκλεινε το στόμα, σωπαίνοντας μια κραυγή και μια θεομηνία λέξεων που θα έπνιγαν το συνοδηγό μου. Τα κράτησα στο στομάχι μου, λοιπόν. Έχει ήδη αρχίσει η αποσύνθεση από το γαστρικό οξύ. Ο Αριστοφάνης ξέρει γιατί τα κατάπια. Ο συνοδοιπόρος μου δεν θα μάθει ποτέ.
Δυναμώνω την ένταση της μουσικής και ακούω τον Marilyn Manson να συνοδεύει με την ασύγκριτη βραχνάδα του μια ακουστική κιθάρα. Δυναμώνω λίγο ακόμα, κλείνω τα μάτια και τον συνοδεύω. Ο καλύτερος τρόπος να ακούσεις μουσική είναι στο αυτοκίνητο. Τα καινούργια μου CD έκαναν πάντα το ντεμπούτο τους εκεί, σ’ εκείνο το παλιό μπλε Punto με το μπορντό πορτμπαγκάζ, και έπειτα στο νευρικό (σαν και μένα) swiftάκι με τα κόκκινα φωτάκια του. Ο τωρινός ασπρόμαυρος μεταλλικός εφιάλτης μου παίζει μόνο αντιγραμμένα και η Mustang που μια μέρα θα αποκτήσω θα διαβάζει απλά το μυαλό μου (άλλη μια αφορμή για να μη μιλάω).
Οι περισσότεροι θεωρούν πως ό,τι λέγεται σ’ ένα αυτοκίνητο αλλάζει σύσταση ύπαρξης (σε μη υπαρκτό) μόλις ανοίξουν οι πόρτες, μπει αέρας και τα πάρει μαζί του... τα λόγια αυτά που ειπώθηκαν, όπως και τις σιωπές που γέμισαν κάθε γωνιά και κάθε σχισμή. Οι σιωπές που εισχώρησαν μέσα μας. Οι τοίχοι ενός δωματίου φαίνεται να αιχμαλωτίζουν όσα λέμε, αλλά σ’ ένα κουτί φτιαγμένο από μέταλλο του οποίου η ύπαρξη είναι εχθρός της στασιμότητας, τα πάντα φαντάζουν εφήμερα, αναστρέψιμα, σχεδόν στιγμιαία. Τότε; Γιατί παραμένουμε δειλοί ακόμα και εκεί; Τι ακριβώς περιμένουμε για να μιλήσουμε; Τι θα μας έδινε ελευθερία; Και όταν την αποκτούσαμε, τι θα την κάναμε; Τι μορφή θα μπορούσε να πάρει η έλλειψη φόβου;
Κάθε βράδυ το υποσυνείδητό μας μάς στήνει παγίδες, και κάθε μέρα πέφτουμε σε αυτές, ξανά και ξανά. Ζούμε την κόλαση του αυτόχειρα που ζει το θάνατό του καθημερινά. Πνίγουμε στη σιωπή τη μία ελευθερία μετά την άλλη, τη μία αλήθεια μετά την άλλη, ώσπου στο τέλος βρίσκουμε τον εαυτό μας μεσοπέλαγα, επιπλέοντας σε μια σχεδία φτιαγμένη από λάθη και ανείπωτα λόγια.
Ο φόβος και η δικαιολογία μου πάντα ήταν ότι οι λέξεις αλλοιώνονται κατά την εξωτερίκευσή τους. Οι σκέψεις διαστρεβλώνονται από το διοξείδιο του άνθρακα που τις διαπερνάει ενώ μιλάμε. Πάντα τα γραπτά μου ήταν πιο πιστά σε μένα από τα λόγια μου, ίσως γιατί δεν έπαιξαν ποτέ με τις φωνητικές μου χορδές. Ίσως γιατί μπροστά μου είχα ένα λευκό χαρτί αντί για μια άλλη ψυχή. Ίσως κρύβονταν από αγανάκτηση και τη συνειδητοποίηση ότι αν ηχήσουν θα γίνουν αθάνατα.
Ίσως όμως ήρθε η ώρα, να πω αυτά που και η σιωπή η ίδια δεν άντεξε. Αυτά που βάρυναν εμένα αντί να τα πάρει ο συνομιλητής, να τα γευτεί, να τα αναμασήσει, να τα καταπιεί και να τα χωνέψει. Τα λόγια που από φόβο δεν φτύσαμε στο πάντα ετοιμοπόλεμο στόμα του άλλου έγιναν λεπίδες μέσα στο δικό μας.
Ας το ανοίξουμε λοιπόν τώρα, με το ίδιο θράσος που πατάμε το γκάζι και αλλάζουμε λωρίδες με μένος όταν ο μπροστινός μας «μας πάει βόλτα». Ας αφήσουμε πίσω μας ανθρώπους με τις λέξεις που θα μας εκτοπίσουν μπροστά. Με θάρρος, με αλήθεια, με τόλμη, αλλά και με την αυτοπεποίθηση ότι η λεκτική μας επιτάχυνση θα μας οδηγήσει σε έναν άλλο δρόμο, μια διαφορετική οπτική, σε ένα μελλοντικό χωροχρονονικό αυτοκινητόδρομο μέσα στον οποίο είμαστε «εμείς», και όχι μια πινακίδα που μας πρόσαψαν.