Life

Θα ξαναζούσες τη ζωή σου;

Η ερώτηση είναι η εξής: Αν μπορούσες να βιώσεις ολόκληρη τη ζωή σου από την αρχή χωρίς κανένα περιθώριο παρέμβασης ή αλλαγής θα το έκανες;

Ρωμανός Γεροδήμος
ΤΕΥΧΟΣ 934
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Θα ξαναζούσες τη ζωή σου; Απαντήσεις στο ερώτημα αν θα έβαζες τον εαυτό σου στη διαδικασία να ξαναζήσει τα πάντα όπως ακριβώς τα έζησε, πάλι απ’ την αρχή.

Πριν από μερικές εβδομάδες πήρε το μάτι ή το αυτί μου (δυστυχώς δεν θυμάμαι πού) μια ερώτηση, που έσκασε μέσα μου σαν βραδυφλεγής βόμβα. Με προβλημάτισε τόσο πολύ, που την έγραψα σ’ ένα κομμάτι χαρτί για να την απαντήσω αργότερα. Όταν την έθεσα προχτές, Σάββατο βράδυ, στην παρέα μου, καταλήξαμε να τη συζητάμε ακόμα την Κυριακή το πρωί, έπειτα από πολλά ποτά και τσιγάρα.

Η ερώτηση είναι η εξής: Αν μπορούσες να ξαναζήσεις τη ζωή σου –να βιώσεις ολόκληρη τη ζωή σου από την αρχή, καρέ καρέ, χωρίς όμως επίγνωση του μέλλοντος, χωρίς κανένα απολύτως περιθώριο παρέμβασης ή αλλαγής σ’ αυτά που θα έμελλε να σου συμβούν, παρά μόνο με τη γνώση ότι την έχεις ξαναζήσει–, θα το έκανες;

Η παρέα χωρίστηκε ακριβώς στη μέση. Οι μισοί είπαν ναι, οι άλλοι μισοί όχι. Προς έκπληξη και στενοχώρια των υπολοίπων (εγώ το σοκ το είχα ήδη περάσει όταν πρωτοσκέφτηκα την ερώτηση), η απάντησή μου ήταν «μάλλον όχι».

Η ερώτηση αυτή είναι αρκετά παραπλανητική και πιο δύσκολη απ’ όσο αρχικά φαίνεται. Δεν σε ρωτάει αν θα ήθελες μια δεύτερη ζωή, αν αγαπάς τη ζωή ή αν είχες μια καλή ή επιτυχημένη ζωή. Δεν σε ρωτάει αν αγάπησες ή αν αγαπήθηκες, ούτε αν πέτυχες τους στόχους και τα όνειρά σου, ούτε αν θα άλλαζες κάτι. Σε ρωτάει αν θα έβαζες τον εαυτό σου στη διαδικασία να ξαναζήσει τα πάντα –τα ίδια, κάθε στιγμή– όπως ακριβώς τα έζησε, πάλι απ’ την αρχή.

Κάπου εδώ θα πρέπει να σημειώσω, χωρίς ίχνος ταπεινότητας, ότι αγαπάω τη ζωή περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο γνωρίζω. Έχω αρκετά αυξημένη συνείδηση του πόσο σύντομη, εύθραυστη και πολύτιμη είναι, γι’ αυτό άλλωστε και προσπαθώ να εκμεταλλεύομαι το κάθε λεπτό, και ένα από τα στοιχεία της ανθρώπινης φύσης που δυσκολεύομαι τρομερά να αποδεχτώ και να συγχωρήσω είναι η τεμπελιά –η βαρεμάρα, το βόλεμα, η σπατάλη του χρόνου–, όταν τόσο πολλοί άνθρωποι φεύγουν τόσο νέοι· κι όταν τόσο πολλοί άλλοι και ο πλανήτης μας συνολικά βρίσκονται σε κατάσταση που απαιτεί επείγουσα δράση απ’ όλους μας.

Ένα από τα στοιχεία της ανθρώπινης φύσης που δυσκολεύομαι τρομερά να αποδεχτώ και να συγχωρήσω είναι η τεμπελιά –η βαρεμάρα, το βόλεμα, η σπατάλη του χρόνου–

Με την ίδια έλλειψη ταπεινότητας, και με κίνδυνο να προκαλέσω τον φθόνο του αναγνώστη και την ίδια μου την τύχη, θα προσθέσω ότι έχω ζήσει και εξακολουθώ να ζω έπειτα από 19 χρόνια τον μεγαλύτερο, τον πιο συμπαντικό έρωτα που υπήρξε ποτέ μεταξύ δύο ανθρώπων, έχω πραγματοποιήσει πολλά από τα όνειρά μου, ακόμη και κάποια που έμοιαζαν αδύνατα (συνειδητοποιώντας στην πορεία ότι τα μεγαλύτερα εμπόδια τα θέτουμε εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας), έχω μια αρκετά αξιοσέβαστη εργασία που μου προσφέρει ελευθερία, έχω γράψει βιβλία κι έχω γυρίσει ταινίες για τις οποίες είμαι περήφανος, έχω ταξιδέψει σε περίπου 50 πανέμορφες χώρες σε πέντε ηπείρους, έχω γνωρίσει δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, έχω ζήσει σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο της ζωής μου σε ένα μυθικό παλάτι (μεγάλη ιστορία για άλλη φορά), και είχα την ευλογία και την τύχη να απολαύσω τον σεβασμό και τον ελάχιστο χρόνο τόσο αρκετών ανώνυμων ανθρώπων, όσο και μερικών από τους σημαντικότερους πνευματικούς και πολιτικούς παράγοντες αυτής της χώρας (ελάχιστο χρόνο, κυρίως επειδή εγώ δεν ήξερα πώς να τον μεγιστοποιήσω – ίσως όμως να ήταν για καλό, γιατί έτσι διατηρήθηκε ο αμοιβαίος σεβασμός). Κυρίως όμως προσπάθησα, και σε έναν βαθμό κατάφερα, να βελτιώσω τον εαυτό μου (και υπήρχε τεράστιο περιθώριο βελτίωσης). Και θέλω να πιστεύω ότι ήμουν εκεί για τους δικούς μου ανθρώπους σε κρίσιμες στιγμές, όταν με χρειάστηκαν και μου επέτρεψαν να τους βοηθήσω χωρίς εκείνοι να με βλάψουν σοβαρά.

Τίποτε απ’ αυτά όμως δεν σημαίνει ότι η ζωή μου ήταν ευχάριστη ή ότι το ισοζύγιο χαράς και δυσκολιών είναι θετικό ή ότι θα ήθελα να την ξαναζήσω. Ίσως φταίει η ηλικία, ίσως φταίει το πένθος για την απώλεια αγαπημένων προσώπων, θεσμών και ενός ολόκληρου τρόπου ζωής και ηθικού πλαισίου αξιών με τα οποία μεγάλωσα και τα οποία εξαϋλώθηκαν, στην αρχή σιγά σιγά και μετά με εντυπωσιακό ρυθμό, ίσως φταίνε οι συνεχείς αποτυχίες και ματαιώσεις, ίσως φταίει η κακή διάθεση της στιγμής ή η κακή κατάσταση του σώματος. Κυρίως και σίγουρα φταίει το βλέμμα μου, δηλαδή ο τρόπος σκέψης μου, που βιώνει, θυμάται ή φοβάται τα αρνητικά πολύ περισσότερο απ’ όσο μπορεί να αντιληφθεί τα θετικά.

Πάντως, κοιτώντας πίσω, αυτό που έχει μείνει ως επίγευση είναι η βιοπάλη∙ το άγχος για το μέλλον – σε κάθε στάδιο της ζωής∙ η σκληρή προσπάθεια, το ατέλειωτο διάβασμα, οι θυσίες, τα γκρίζα χρόνια στο πανεπιστήμιο προσπαθώντας να συνεισφέρω σε οικοδομήματα (σε ένα ίδρυμα, μια ακαδημαϊκή κοινότητα, ένα σύστημα παιδείας και έρευνας, μια κοινωνία, μια ενωμένη ήπειρο, έναν καλύτερο κόσμο) τα οποία τελικά, το ένα μετά το άλλο αδιακρίτως, απέτυχαν και γκρεμίστηκαν ή παρήκμασαν μπροστά στα μάτια μου.

Κυρίως όμως έχει μείνει η υφή της καθημερινότητας. Τα χρόνια της καθημερινής πρωινής ναυτίας και της απομόνωσης στο σχολείο. Η καταπίεση και η αστάθεια. Τα χρόνια της ακυρωμένης εφηβείας και της ανικανοποίητης επιθυμίας. Ο αέναος πόλεμος με τις παθήσεις, τις αδυναμίες και τους περιορισμούς του σώματος∙ η αργή αλλά σταθερή φθορά. Τα νοσοκομεία από πέντε χρονών, τα κατάγματα, οι εγχειρήσεις, οι εξετάσεις, τα φάρμακα, οι πολλές διαφορετικές μορφές πόνου, που από τα 30 και μετά έγινε σχεδόν καθημερινός. Η καθημερινότητα του να είσαι όλη μέρα στη δουλειά, μπροστά σε μια οθόνη, σε μια χώρα στην οποία ουσιαστικά δεν θέλεις να είσαι. Η συνεχής συννεφιά. Η αίσθηση ότι ο κόσμος τείνει προς την αποξένωση και την απαξίωση. Και κυρίως η καθημερινή αποτυχία των άλλων ανθρώπων να συμπεριφερθούν με τον τρόπο που θέλεις εσύ να συμπεριφερθούν∙ με τον τρόπο που θα σε έκανε ευτυχισμένο.

Κάποια στιγμή, γύρω στο 2019, άγγιξα τη γαλήνη. Και η γαλήνη είναι πολύτιμη στο να διαχειριστείς ανθρώπους και καταστάσεις, αλλά από μόνη της δεν αρκεί για να σε κάνει να πεις ότι θέλεις να ξαναζήσεις την ίδια ζωή.

Σε κάποιο σημείο της συζήτησης της παρέας προχτές αναρωτήθηκα: μήπως ζω τη ζωή μου με λάθος τρόπο όλα αυτά τα χρόνια; Am I doing it wrong? Μήπως να κοιτάξω να περνάω απλώς καλά;

Φλας μπακ

Στις 5 Οκτωβρίου 1949, ο Άρθουρ Μίλερ απάντησε στο γράμμα μιας φοιτήτριας που του είχε στείλει κάποιες ερωτήσεις πάνω στον Θάνατο του Εμποράκου για μια εργασία της. Ο Μίλερ απαντούσε σε πολλά γράμματα θαυμαστών και αναγνωστών του, αλλά η συγκεκριμένη απάντηση (που δημοσιεύτηκε πρόσφατα από το Atlantic) ήταν ιδιαίτερης έκτασης και βάθους.

Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο πυρήνας της σαιξπηρικής τραγωδίας –και του δράματος γενικότερα– είναι η Πτώση του ανθρώπου από το ιδανικό· η καταστροφή της ιδέας που έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του από δυνάμεις που του εναντιώνονται. Ο Μίλερ προσθέτει ότι στην ελισαβετιανή περίοδο του Σαίξπηρ, αυτή η Πτώση προφανώς μπορούσε να αφορά μόνο τους ευγενείς –πρίγκιπες και βασιλιάδες–, αφού η ζωή του λαού ήταν σε μεγάλο βαθμό περιορισμένη και προκαθορισμένη. Σήμερα, που είμαστε όλοι «ελεύθεροι» να ονειρευόμαστε τα πάντα, διαθέτουμε όλες τις αναγκαίες εναλλακτικές ενός ήρωα.

Η τραγωδία σήμερα, το δράμα –θεατρικό και μη– κατά τον Μίλερ, είναι η άτσαλη προσπάθεια του ανθρώπου, η πεισματική επιμονή του να νικήσει το Κακό με την αγάπη και την ανθρωπιά του· και η ματαίωση αυτού του ονείρου· η συνειδητοποίηση ότι αυτό δεν πρόκειται ποτέ να επιτευχθεί, παρα μόνο όταν έρθει η στιγμή που ο άνθρωπος θα επιβραβεύεται όχι για αυτά που μαζεύει, αλλά γι’ αυτά που δίνει στην κοινωνία. Η βάση της ανθρώπινης τραγωδίας είναι η ουτοπική προσπάθεια να κάνεις τον κόσμο καλύτερο· η Πτώση του σημερινού ανθρώπου από τα ιδανικά του.

Φλας φόργουορντ

Η απάντηση του Μίλερ μάς δίνει και το αντικλείδι για την άλλη ερώτηση. Η ερώτηση αν θα ξαναζούσες τη ζωή σου είναι η λάθος ερώτηση. Είναι ερώτηση-παγίδα· στάχτη στα μάτια.

Ακριβώς επειδή δεν πρόκειται να ξαναζήσουμε τη ζωή μας, η πραγματική ερώτηση που καλούμαστε καθημερινά να απαντήσουμε δεν είναι το αν περάσαμε αρκετά καλά σ’ αυτή τη ζωή ώστε να θέλουμε να την ξαναζήσουμε απ’ την αρχή, αλλά το πώς μπορούμε να τη ζήσουμε με το μέγιστο δυνατό νόημα. Και το νόημα δεν μπορεί να δημιουργηθεί από μια ζωή αυτο-ικανοποίησης, αλλά από μια ζωή σε σχέση με τους άλλους.