Life

Εσείς κάνετε ερωτήσεις στους άλλους; Ένας δεκάλογος για την επικοινωνία

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη υπερδύναμη και καλύτερη επένδυση από το να είσαι καλός στο να ακούς τους άλλους, με ειλικρινές ενδιαφέρον και ενσυναίσθηση

Ρωμανός Γεροδήμος
ΤΕΥΧΟΣ 928
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ένας δεκάλογος για την επικοινωνία. Πότε η ομιλητικότητα ή μη γίνεται πρόβλημα για τις ανθρώπινες σχέσεις.

Τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια με απασχολεί –σε ανησυχητικό, εμμονικό σχεδόν βαθμό– ένα ερώτημα: ποιοι (δεν) κάνουν ερωτήσεις στους άλλους και γιατί;

Όλοι μας έχουμε βρεθεί με ανθρώπους που δεν βάζουν γλώσσα μέσα τους και έχουν μια εκπληκτική ικανότητα να φλυαρούν ή να περιαυτολογούν αδιάκοπα για ώρες. Κατά πάσα πιθανότητα, σε κάποια φάση της ζωής μας αυτό το έχουμε κάνει κι εμείς οι ίδιοι.

Γιατί άραγε είναι σημαντικό αυτό το ερώτημα των ερωτημάτων; Πότε η ομιλητικότητα ή μη γίνεται πρόβλημα για τις ανθρώπινες σχέσεις; Από τι εξαρτάται;

Έπειτα από μια εντατική, (μη) συστηματική και (μη) επιστημονική δεκαετή έρευνα σε διάφορες χώρες, εργασιακά και κοινωνικά περιβάλλοντα, περιστάσεις, συγκεντρώσεις και συναντήσεις –έρευνα η οποία απαίτησε την κατανάλωση λίτρων καφέ και τη διοργάνωση άπειρων dinner parties, σκέφτηκα να μοιραστώ μαζί σας τα βασικά μου συμπεράσματα.

Ένας δεκάλογος για την επικοινωνία

1. Κάποιοι άνθρωποι είναι πολύ καλοί ομιλητές/αφηγητές∙ κάποιοι (συνήθως άλλοι, πολύ σπάνια οι ίδιοι) είναι εξαιρετικοί ακροατές. Μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες της ανθρώπινης κατάστασης είναι ότι η αντίληψη που έχουμε ο καθένας για τον εαυτό του συχνά δεν ταυτίζεται με την πραγματικότητα.

2. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να διαγνώσουμε την πραγματικότητα είναι μέσα από τα μάτια των άλλων. Αν οι άλλοι μάς παρακαλούν και μας παρακινούν να τους διηγηθούμε ιστορίες και μας κάνουν πολλές ερωτήσεις, τότε μάλλον είμαστε καλοί αφηγητές ή κάνουμε τους άλλους να νιώθουν ότι έχουμε ενδιαφέροντα πράγματα να πούμε. Αν η γλώσσα του σώματός τους δείχνει ότι αδημονούν να φύγουν, αν μας διακόπτουν επειδή πέρασε η ώρα και όλοι έχουμε δουλειές, τότε κάτι δεν πάει καλά. Αν, πάλι, οι άλλοι νιώθουν άνετα να μας ανοίξουν την καρδιά τους με τις ώρες, τότε ενδεχομένως είμαστε επαρκείς ακροατές. Ωστόσο, μπορεί απλώς να έχουν την ανάγκη να βγάλουν τα σώψυχά τους σε κάποιον – στον οποιονδήποτε∙ μπορεί απλώς να έτυχε να βρισκόμαστε εμείς στο σωστό (/λάθος) μέρος, τη σωστή (/λάθος) στιγμή. Αν πιάσουμε τους άλλους να μοιράζονται ακριβώς την ίδια ιστορία, με τα ίδια λόγια, σε τρίτους, τότε μάλλον αυτό λέει κάτι για τη δική τους ανάγκη, παρά για τη δική μας ικανότητα.

3. Υπάρχουν άνθρωποι εξωστρεφείς και εσωστρεφείς∙ άνθρωποι καλόπιστοι και ανοιχτοί, και άλλοι που είναι τραυματισμένοι, φοβισμένοι, δύσπιστοι ή κλειστοί∙ υπάρχουν άνθρωποι με συσσωρευμένη πικρία και απωθημένα και άλλοι που μεταβολίζουν καλύτερα τις δυσκολίες και φιλτράρουν το δηλητήριο της ζωής χωρίς να το διαχέουν στους άλλους. Υπάρχουν άνθρωποι που με την πρώτη ερώτηση θα σου πουν τις βαθύτερες σκέψεις τους – είτε γιατί έχετε χτίσει μια σχέση εμπιστοσύνης, είτε γιατί έχουν βαρεθεί τις ανούσιες συζητήσεις και έχουν αντίληψη του πεπερασμένου χρόνου όλων μας στη Γη∙ και υπάρχουν άλλοι, ακόμα και πολύ κοντινοί, που, με όσους διαφορετικούς διπλωματικούς, διακριτικούς ή ευθείς τρόπους και να προσπαθήσεις να τους ρωτήσεις, τους είναι πολύ δύσκολο να μοιραστούν τα κακά και τις δυσκολίες της ζωής. Είτε από περηφάνια, είτε από άρνηση, είτε επειδή δεν ξέρουν πώς να τα επεξεργαστούν – δεν έχουν το λεξιλόγιο και τη συναισθηματική νοημοσύνη∙ είτε από φόβο μη σε απωθήσουν, αυτοί οι άνθρωποι προσπαθούν να εστιάζουν μονίμως και πάντα στα θετικά ή στα ανούσια της ζωής.

4. Ωστόσο, όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι εντέλει έχουμε τη βαθιά, την υπαρξιακή, την ανυπέρβλητη ανάγκη όχι απλώς να μιλήσουμε –αυτό είναι το πρώτο βήμα, συνθήκη αναγκαία αλλά όχι επαρκής–, αλλά και να μας ακούσουν. Τότε μόνο κλείνει το κύκλωμα της επικοινωνίας. Η ανάγκη αυτή δεν είναι απλώς ένα μόνιμο και θεμελιώδες στοιχείο της κοινωνικής φύσης του ανθρώπου –το να μας προσέχουν οι άλλοι σημαίνει ότι μας «βλέπουν», μας υπολογίζουν, μας σέβονται, και άρα η ορατότητα αυτή μας καθησυχάζει ότι ανήκουμε ακόμα στην ομάδα, στην κοινότητα, στην κοινωνία· είναι ταυτόχρονα και μια άμεση ανάγκη ζωτικής σημασίας για την ψυχική μας υγεία, ειδικά όταν αντιμετωπίζουμε δυσκολίες ή προβλήματα. Όπως έλεγε και η καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο λύκειο, «ο καθένας κουβαλάει τον δικό του σταυρό».

5. Στις (ενδεχομένως δεκάδες χιλιάδες) σύντομες ή εκτενείς συζητήσεις που έχω κάνει τα τελευταία χρόνια με ανθρώπους όλων των ηλικιών και των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών ταυτοτήτων σε αρκετές χώρες, το ένα καθολικό συμπέρασμα είναι ότι οι άνθρωποι σήμερα νιώθουν πάρα πολύ μόνοι. Ασχέτως του πόσο καλά δικτυωμένοι ή κοινωνικοί μπορεί να φαίνονται, μέσα τους νιώθουν απομονωμένοι. Ενδεχομένως (σίγουρα θα έλεγα εγώ, όπως και αρκετές μελέτες) η κουλτούρα της μετάδοσης (broadcasting) στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να μας έχει κάνει όλους καλύτερους στην αυτοπροβολή, στο να μιλάμε∙ αυτό όμως ταυτόχρονα έχει δημιουργήσει ένα τρομακτικό έλλειμμα ακρόασης: όταν όλοι μιλάνε, και όταν η κουλτούρα πριμοδοτεί την ταχύτητα και τη συντομία, ποιος ακριβώς ακούει; Ποιος έχει τον χρόνο και τη διάθεση να ασχοληθεί μαζί σου; Όχι με την εικόνα και το περιτύλιγμα, αλλά με τα βαθύτερα συναισθήματά σου; Πόσο ουσιαστική και θεραπευτική είναι πραγματικά μια επικοινωνία με κοινωνικά και τεχνολογικά εμπόδια – συνεχείς διακοπές, περισπασμούς και «θόρυβο»;

6. Εάν η μοναξιά και η έλλειψη καλών ακροατών που θα εκδηλώσουν ενδιαφέρον και ενσυναίσθηση είναι το πρωτογενές πρόβλημα, το δευτερογενές πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε καν συνείδηση του πόσο ανάγκη έχουμε την επικοινωνία και πόσο πραγματικά κακοί είμαστε σε αυτήν, όσο καλοί κι αν νομίζουμε ότι είμαστε. Από αυτήν ακριβώς την άτσαλη (και τόσο γλυκιά και γήινη) προσπάθεια των ανθρώπων να επικοινωνήσουν –με όλους τους λάθους τρόπους, παραβιάζοντας κάθε κανόνα και κώδικα των κοινωνικών συμβάσεων, παραβιάζοντας τον χώρο των άλλων, λέγοντας ένα πράγμα και εννοώντας κάτι άλλο, μεταθέτοντας το ενδιαφέρον τους από την ουσία και τα δύσκολα συναισθήματα στην απόδραση και την κατανάλωση– ξεκινάνε όλα τα νήματα της ανθρώπινης τραγωδίας. Αυτή είναι άλλωστε και η ρίζα της τέχνης: μια μετάθεση της επικοινωνίας από αυτό που θα έπρεπε να ειπωθεί κυριολεκτικά σε πολλά άλλα πράγματα που μένουν κρυφά, αφανή, σε μυστικά και ψέματα, συμβολισμούς, αντικατοπτρισμούς και προβολές. Τα τραγικά απωθημένα δημιουργούν υψηλή τέχνη.

7. Η επικοινωνία –η τέχνη του να ακούς και του να αφηγείσαι, το να εκδηλώνεις το ενδιαφέρον σου για τον άλλον και να του αφήνεις χώρο για να μπορέσει να διερευνήσει μαζί σου σε πραγματικό χρόνο τις πραγματικές ανάγκες, τα συναισθήματα και τις σκέψεις του– είναι μια δεξιότητα την οποία μπορεί να αποκτήσει, με παρατήρηση ή μελέτη, με προσήλωση και πρακτική, ο οποιοσδήποτε. Δεν είναι κάτι μαγικό∙ υπάρχουν συγκεκριμένες τεχνικές που μπορείς να ακολουθήσεις για να «λιπάνεις» μια συζήτηση, είτε τετ-α-τετ, είτε σε ευρύτερη κοινωνική συγκέντρωση. Οι άλλοι εκπέμπουν συνεχώς λεκτικά, σωματικά και συναισθηματικά σήματα∙ τα σήματα αυτά λειτουργούν ως κλωστές∙ αρκεί να πιάσεις μία και, με διακριτικότητα και υπομονή, να την ξεδιπλώσεις. Ο αυτοσκοπός όμως δεν είναι το να μάθεις εσύ κάτι για τον άλλον∙ ο αυτοσκοπός δεν είναι καν το να σου εκμυστηρευτεί ο άλλος κάτι∙ ο στόχος της ουσιαστικής επικοινωνίας είναι να εξερευνήσετε μαζί και να μεγιστοποιήσετε τον κοινό χώρο που μπορείτε να δημιουργήσετε, και κυρίως να σεβαστείτε τα όρια μέχρι τα οποία θέλει να φτάσει ο άλλος την κάθε φορά. Επικοινωνία χωρίς αμοιβαιότητα, χωρίς συναίνεση, χωρίς σεβασμό των ορίων του άλλου είναι απλώς άσκηση μιας αφανούς μορφής βίας.

8. Το πρόβλημα της αμοιβαιότητας με έχει προβληματίσει πολύ. Τι κάνουμε με τους ανθρώπους που ποτέ δεν μας ρωτάνε τίποτα (ή ακόμη κι αν ρωτήσουν δεν κάθονται καν να ακούσουν την απάντηση), ενώ είναι έτοιμοι να μιλήσουν επ’ άπειρον;

Όλα αυτά τα χρόνια έχω φλερτάρει με διάφορες θεωρίες

α) ότι οι Έλληνες είμαστε κακοί στο να ρωτάμε, ενώ (π.χ.) οι Άγγλοι είναι καλοί (δεν ισχύει, απλώς οι Άγγλοι ακολουθούν πολύ πιο τυποποιημένα πρωτόκολλα επικοινωνίας, στα οποία είναι ενσωματωμένη η αμοιβαιότητα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι είναι έτοιμοι να ακούσουν ή ότι ενδιαφέρονται πραγματικά)∙

β) ότι οι μεγαλύτεροι άνθρωποι είναι καλύτεροι στο να ρωτάνε και να ακούνε (επίσης δεν ισχύει, άλλωστε οι παλιότερες γενιές, λόγω κακουχιών και ανατροφής, είναι περιβόητες για την έλλειψη συναισθηματικής νοημοσύνης και ενός λεξιλογίου που να καλύπτει συναισθηματικές ανάγκες)∙

γ) ότι οι νέοι άνθρωποι είναι καλύτεροι στο να ρωτάνε και να ακούνε (αυτό κι αν δεν ισχύει, αν και φυσικά υπάρχουν πολλές εξαιρέσεις∙ το πρόβλημα είναι διαγενεακό, η τεχνολογία το έχει μετατρέψει σε επιδημία, ενώ είναι κυρίως θέμα καλλιέργειας και συνηθειών στο σπίτι και στην οικογένεια)∙

δ) ότι με τους ανθρώπους που δεν ρωτάνε ποτέ ή αρκετά θα πρέπει εντέλει να ξεκόψεις (κι αυτό δεν ισχύει απαραιτήτως∙ η αμοιβαιότητα είναι σαφώς σημαντική, ωστόσο απ’ όλους τους ανθρώπους μπορείς να πάρεις κάτι, και ο κάθε άνθρωπος έχει διαφορετικούς τρόπους να δείχνει την αγάπη και το ενδιαφέρον του). Μια αγαπημένη φίλη προ ημερών είπε το πολύ σωστό ότι το να ασχολείσαι συνέχεια με το αν ο άλλος σου έκανε ερωτήσεις «σημαίνει ότι δεν τον εμπιστεύεσαι [ότι δεν πιστεύεις δηλαδή πως ενδιαφέρεται όντως για σένα], ότι καραδοκείς να τον πιάσεις».

9. Τελικά δεν φαίνεται να υπάρχει μία διαιρετική τομή, ένας μοναδικός παράγοντας που να διαχωρίζει τους καλούς από τους κακούς ακροατές. Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι στην Ελλάδα είμαστε συνηθισμένοι, ειδικά σε συνευρέσεις μεγαλύτερων ομάδων, να διακόπτουμε ο ένας τον άλλον, να μιλάμε όλοι μαζί, να φωνάζουμε. Συχνά ο μόνος τρόπος για να ακουστείς είναι να κάνεις κι εσύ το ίδιο. Αν δεν είναι αυτό το στιλ σου, αν περιμένεις κάποιος να σε ρωτήσει κάτι και οι υπόλοιποι να σωπάσουν για να σε ακούσουν υπομονετικά, τότε μάλλον θα νιώσεις πολύ μόνος.

10. Ωστόσο, ειλικρινά δεν πιστεύω ότι υπάρχει μεγαλύτερη υπερδύναμη και καλύτερη επένδυση –πιο καίρια δεξιότητα για την κοινωνική ενσωμάτωση, την επαγγελματική προκοπή, τη συναισθηματική ωριμότητα και την ψυχική υγεία ενός ανθρώπου– από το να είσαι καλός στο να ακούς τους άλλους∙ όχι ως παθητικός ακροατής, αλλά δείχνοντας ειλικρινές ενδιαφέρον και ενσυναίσθηση για αυτά που τους απασχολούν, που στα μάτια σου μπορεί να μοιάζουν ασήμαντα, όμως γι’ αυτούς είναι ο κόσμος τους∙ μαθαίνοντας από αυτούς, προσέχοντας πραγματικά αυτό που προσπαθούν να σου πουν, δίνοντάς τους τον χώρο να σκεφτούν, να διστάσουν, να προσεγγίσουν αυτό που πραγματικά θέλουν να πουν με προσεκτικά βήματα, περπατώντας πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί∙ και κυρίως κάνοντας ωραίες ερωτήσεις, ουσιαστικές, που δείχνουν ότι ακούς αυτά που σου λένε, ότι το κύκλωμα της επικοινωνίας έχει κλείσει.