Life

Οι δουλειές που έχω κάνει στη ζωή μου, και ένας κεραμιδόγατος

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Είδαμε κάτι πολύ όμορφο χθες στο σιντριβάνι. Έναν πατέρα, κάπου στα τριάντα-κάτι, που είχε βγει βόλτα με την κόρη του, ενάμισι έτους περίπου, κάτι τέτοιο. Αλλά όχι κανονική βόλτα. Εκείνη πήγαινε μπροστά, κι αυτός την ακολουθούσε από τα δύο μέτρα. Είχε βέβαια συνέχεια τον νου του μη λοξοδρομήσει και βγει σε κάνα δρόμο, αλλά της μικρής τής έκοβε και έκανε τη βόλτα της κυρίως στον αρκετά μεγάλο χώρο πέριξ τού σιντριβανιού, που είναι μόνο για πεζούς. (Και, για κάποιο λόγο, και για ποδήλατα και πατίνια, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα). Ο πατέρας αυτός μάς θύμισε τις βόλτες μυρωδιάς που (πρέπει να) κάνουμε μια στο τόσο με τον σκύλο μας. Άλλως: smell walks, sniff walks, scent walks ή free walks. Είναι εκείνες οι «ελεύθερες» βόλτες, κατά τις οποίες δεν τραβάμε το λουρί για να κατευθύνουμε τον σκύλο μας, αλλά τον αφήνουμε να διαλέξει μόνος του την πορεία που θα ακολουθήσουμε. Και εκείνος πάντα μα πάντα θα διαλέξει την πορεία που θα του υποδείξουν οι πιο δελεαστικές μυρωδιές της περιοχής, αυτές που θα τραβήξουν την προσοχή των 200-300 εκατομμυρίων οσφρητικών υποδοχέων που έχει στη μύτη του. Αυτή η διαδρομή δεν έχει ποτέ την ίδια χάραξη, είναι πάντα διαφορετική, και πάντα εξόχως ενδιαφέρουσα. Αν έχετε σκυλάκι, ας του τη χαρίζετε μια φορά την εβδομάδα, θα βγείτε και οι δύο κερδισμένοι. Ιδανικά, ας είναι βράδυ ή χάραμα, και ας είστε οι δυο σας μόνο: όσο πιο μόνοι είστε, τόσο πιο πολλά θα έχει να μυρίσει, δηλαδή να δει, με την ησυχία του ο σκύλος σας. Αν πάλι έχετε παιδάκι, ίσως να θέλετε να κάνετε καμιά φορά αυτό που έκανε ο πατέρας χθες στο σιντριβάνι με την κόρη του. Η οποία, χωρίς να κοιτάξει καθόλου πίσω της, πήγαινε από δω, πήγαινε από κει, κοίταγε τον κόσμο, έπιανε πράγματα από κάτω, έβαζε τα χέρια της στα νερά, έπεφτε, σηκωνόταν — και το απολάμβανε.

* * *

Μιας και λέμε για σκυλιά. Χθες κάναμε μία τακτική επίσκεψη στην κτηνίατρό μας, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε για ακόμη μία φορά να αντιμετωπίσω όλη την παλέτα άγχους του σκυλάκου μου. Και να την ξεπεράσει κι αυτός. Δεν είναι ο μόνος που φοβάται τον γιατρό. Τα περισσότερα σκυλιά τον φοβούνται. Αλλά άραγε γιατί; Οι περισσότεροι θα σας πουν ότι το κάνουν λόγω μιας ή περισσότερων τραυματικών εμπειριών που είχαν στο παρελθόν. Το ακούω (μου αρέσει ακόμη αυτή η έκφραση, αν και έχει ασφαλώς παλιώσει: του χρόνου δεν θα τη λέμε), αλλά η αλήθεια είναι πως τα περισσότερα σκυλιά φοβούνται τον γιατρό ενώ δεν είχαν ποτέ τους μια τραυματική εμπειρία: τις ενέσεις για τα εμβόλια δεν τις καταλαβαίνουν καν. Οι λόγοι είναι μάλλον άλλοι. Ένας συνδυασμός αρνητικών αισθητηριακών δεδομένων, από τη μία, και ο φόβος του αγνώστου από την άλλη. Αναφορικά με το πρώτο: Οι σκύλοι με την τόσο οξεία όσφρηση εκτίθενται απότομα σε ένα κοκτέιλ από παράξενες, άγνωστες και τρομερά έντονες μυρωδιές (φάρμακα και απολυμαντικά κυρίως), που μπορούν να τους προκαλέσουν τρομερό άγχος και δυσφορία, όμοιο με αυτό ενός ανθρώπου που θα βρισκόταν στο μέσον ενός αυτοκινητοδρόμου ταχείας κυκλοφορίας. Αλλά κυρίως: οι σκύλοι ευδοκιμούν στη ρουτίνα και νιώθουν πολύ πιο άνετα σε οικεία περιβάλλοντα· όταν τους πηγαίνουμε στον κτηνίατρο, αισθάνονται ανασφαλείς και αναστατώνονται. Ως εκ τούτου, η εικόνα και μόνο του κτηνιατρείου, ή του δρόμου που οδηγεί σε αυτό, ξυπνά κάθε φορά μέσα τους την ανάμνηση του δικού τους φόβου για το άγνωστο — και δεν θέλουν με τίποτε να επαναληφθεί. Όλοι φοβόμαστε τις αναμνήσεις μας.

* * *

Όταν αποδεσμευτούμε, επιστρέφουμε στο σπίτι μας τρέχοντας, και πέφτουμε για ύπνο αποκαμωμένοι. Ξυπνάμε έχοντας δει έναν τελευταίο, πρωινό εφιάλτη. Φυσικά, τον χειρότερο.

Ο φόβος του σκύλου για το κτηνιατρείο είναι συγγενής με τον φόβο ενός εσωστρεφούς ανθρώπου για το μη οικείο. (Όπου «οικείο», βλ.: τον χώρο του). Όπως ακριβώς και ένα σκυλί, συχνά νιώθουμε πως θα αφήσουμε τα κοκαλάκια μας εκεί, πως θα μας κλάψει η μάνα μας, πως αυτή τη φορά δεν θα τη γλιτώσουμε. Πέφτει η ουρά μας, μαζεύονται τα αυτιά μας, εμφανίζουμε το φαινόμενο του «ματιού της φάλαινας», ανεβάζουμε παλμούς, ιδροκοπάμε (εμείς κανονικά, οι σκύλοι με τον τρόπο τους), τρέμουμε, λαχανιάζουμε, κλαψουρίζουμε, γινόμαστε όσο μικρότεροι γίνεται να γίνουμε για να μη φαινόμαστε, κρυβόμαστε άπαξ και μας δοθεί η ευκαιρία, πηγαίνουμε τοίχο-τοίχο από γωνία σε γωνία, κοιτάμε τον τοίχο αντί για τους ανθρώπους, αρνούμαστε να συνεργαστούμε, και ενίοτε δαγκώνουμε. Όταν αποδεσμευτούμε, επιστρέφουμε στο σπίτι μας τρέχοντας, και πέφτουμε για ύπνο αποκαμωμένοι. Ξυπνάμε έχοντας δει έναν τελευταίο, πρωινό εφιάλτη. Φυσικά, τον χειρότερο.

* * *

Δουλειές που έχω κάνει στη ζωή μου: [1] Συντάκτης λεξικού. (Πρέπει να μου ξέφυγαν τρομερά πολλά λάθη, λυπάμαι πολύ, ήμουν μόνο δεκάξι χρονών). [2] Μάζεμα ροδάκινων στα χωριά της Βέροιας και της Νάουσας. (Ανάμεσα στα δεκάξι και τα δεκαοχτώ). [3] Μάζεμα ροδάκινων ξανά, ενήλιξ πλέον. Είναι αλλιώς όταν είσαι μεγάλος. (Στα ίδια μέρη αλλά πιο επαγγελματικά αυτή τη φορά, και σε σταθερότερη βάση). [4] Πακετάς. (Αν και συχνά στο ίδιο μηχανάκι με τον φίλο μου τον Γ.Κ.: οι μισές πίτσες έφταναν κρύες — όχι ότι τρωγόντουσαν και ζεστές). [5] Μοίρασμα διαφημιστικών φυλλαδίων και διαφημιστικών συσκευασιών. (Ειδικά με το δεύτερο σκέλος υπήρξαμε πρωτοπόροι στη χώρα· πολλά από τα δείγματα δωρεάν, ασφαλώς, τα μοιραζόμασταν μεταξύ μας, ειδικά τα σαμπουάν). [6] Στην κρεαταγορά. (Το Καπάνι, που λέμε εδώ πάνω. Πολλές άσχημες μυρωδιές από το πηγμένο και πλημμελώς ξεπλυμένο αίμα· ακόμα το θυμάμαι, σου κολλάει στη μύτη. Δεν μπορούσα να κουβαλήσω τα μοσχάρια, και το HR με μετέθεσε από την πρώτη κιόλας εβδομάδα στο Τμήμα Αμνοεριφίων, που ήταν οπωσδήποτε πιο ματζόβολα). [7] Μεταφορέας. (Αισθάνομαι ακόμα ότι έχω κουβαλήσει τα έπιπλα από όλες τις φοιτητικές εστίες της πόλης). [8] Σερβιτόρος σε καφέ. (Στο περίφημο Ντορέ, για δύο χρόνια). [9] Σερβιτόρος σε ταβέρνα. [10] Λάντζα. (Λάντζα σημαίνει meditation. Χώρος και χρόνος για να σκεφτείς. Γι’ αυτό και πλουτίζεις μετά. Ή πλουτίζουν όλοι, εκτός από κάποιους. Ή όλοι, εκτός από εμένα. Δεν ξέρω). [11] Χτίστης. (Μεγάλη και δραματική ιστορία, και όχι μόνο επειδή δεν έχω ιδέα από τη δουλειά). [12] Αγρεργάτης. (Αν και όχι στο όργωμα, στη σπορά κλπ., που απαιτούν μια άλφα γνώση του πράγματος· σε όλα τα δευτερεύοντα: ξεχέρσωμα, ξεπάτωμα και μεταφορά φυτών, καθαρισμός θερμοκηπίων κ.ο.κ.). [13] Φιγκιράν. (Τουτέστιν κομπάρσος, ή τέλος πάντων βοηθητικός ηθοποιός, αλλά ο γαλλικός όρος ήταν κυρίως σε χρήση τότε· άλλα δύο χρόνια, στο ΚΘΒΕ). [14] Παρασκευή και πώληση γλυκών στη Φοιτητική Λέσχη, σε αυτοσχέδιο πάγκο. (Ρεβανί και ροξ, από ένα ταψί την ημέρα· άλλα δύο χρόνια). [15] Στα βιβλία. | Νομίζω αυτά ήταν όλα, τουλάχιστον τα νόμιμα.

* * *

Πριν μερικούς αιώνες, κάθε συντεχνία είχε τους δικούς της κώδικες γραφής: αλλιώς έγραφαν οι νομικοί, αλλιώς οι γιατροί, αλλιώς οι θεολόγοι, και αλλιώς οι ποιητές. Το πέρασμα από τα γκόθικ γράμματα σε ένα πιο ελεύθερο («ιταλικό») στιλ ήταν αργό και επαναστατικό — έπεφταν κορμιά, δεν ήταν εύκολο πράγμα. Ο γραφικός χαρακτήρας σήμαινε πολλά περισσότερα από όσα στα μέσα τού 20ού αιώνα. Κατά κάποιον τρόπο, ακόμη και τώρα, που κανείς δεν γράφει στο χέρι, τα «γράμματα» ξεχωρίζουν: από την επιλογή τού font μέχρι τα χαρακτηριστικά του αρχείου όπου σώζουμε το κείμενό μας ή του τύπου μέιλ που επιλέγει κανείς — κάθε μας έγγραφο μιλά για μας πολύ περισσότερο από όσο νομίζουμε: είναι ένας καθρέφτης, για όποιον ξέρει να κοιτά στους καθρέφτες. ΥΓ. Τρέφω τη λουδίτικη ψευδαίσθηση ότι, στο μέλλον, για ορισμένες κατηγορίες επαγγελμάτων η χειρογραφή θα είναι, αν όχι απαιτητή, τουλάχιστον κομμάτι της εκπαίδευσης των νέων.

* * *

Χθες το βράδυ στο σιντριβάνι, μια γάτα ανέβηκε στο περίπτερο τη στιγμή που ο περιπτεράς εξυπηρετούσε έναν πελάτη, από εκεί πήδηξε με ένα ωραίο σάλτο στην τέντα της ταβέρνας με τα σουτζουκάκια, προχώρησε καταμήκος του κεντρικού της στελέχους για καμιά δεκαριά μέτρα, και με έναν τελευταίο πήδο βρέθηκε στο μπαλκόνι ενός άδειου διαμερίσματος, που φαινόταν πως ήξερε καλά ότι ήταν κλειστό από χρόνια. Εκεί, ανεβασμένη στα κάγκελα, έκατσε και μας κοιτούσε, έχοντας δυνατότητα εποπτείας σε όλη την πλατεία, αν και τα μάτια της —λένε— δεν βλέπουν καθαρά πέρα από τα πέντε με έξι μέτρα. Αισθάνθηκα μια αόριστη συγγένεια μ’ αυτό τον κεραμιδόγατο.

Fernando Botero, «Γάτα στα κεραμίδια» (1978, 87 x 77 cm).