Life

Εσωστρέφεια: Όταν τα πράγματα δεν πήγαν καθόλου καλά

Τι σημαίνει να είσαι εσωστρεφής όταν πρέπει να μιλάς σε κοινή θέα

Κυριάκος Αθανασιάδης
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Εσωστρέφεια στο σχολείο, και σε δημόσια εμφάνιση

Εκείνη την ημέρα ήταν να πάρω ένα βραβείο. Δεν ξέρω για ποιο πράγμα. Για κάτι που έγραψα, υποθέτω. Συνολικά έχω πάρει ελάχιστα βραβεία στην καριέρα μου και θα έπρεπε να τα θυμάμαι ένα προς ένα, αλλά όχι. Η μνήμη μου δεν υπήρξε ποτέ σύμμαχός μου. Θυμάμαι όμως όλα τα άλλα.

Η τελετή γινόταν στην Αίθουσα Λόγου της Στοάς του Βιβλίου, στο υπόγειο δηλαδή, στην κεντρική αίθουσα όπου κάναμε και τις περισσότερες παρουσιάσεις εκείνο τον καιρό. Πρέπει να ήταν λίγο πριν την αλλαγή της χιλιετίας. Το δικό μου δεν θα ήταν το μοναδικό. Και σίγουρα όχι το σημαντικότερο. Συνολικά θα δίνονταν κάπου δέκα βραβεία, σε δέκα συγγραφείς. Έτσι, η αίθουσα ήταν κατάμεστη. Μάλιστα, κάμποσοι άνθρωποι περιφέρονταν και στον προθάλαμο, την Αίθουσα Τέχνης. Αν δεν κάνω λάθος, εκεί υπήρχε και ένας μπουφές με τυριά και κρασί.

Δεδομένου ότι η Αίθουσα Λόγου χωράει διακόσιους καθήμενους, πρέπει να μιλάμε για κάπου διακόσιους πενήντα ανθρώπους συνολικά. Διακόσιοι πενήντα άνθρωποι είναι πολλοί άνθρωποι. Τα πιο συνηθισμένα εκστρατευτικά σώματα των Βίκινγκ δεν ξεπερνούσαν τους εκατό πολεμιστές. Κι εγώ —αυτό δεν γίνεται να το ξεχάσω— καθόμουν στην πρώτη σειρά.

Είναι κάτι που το κάνω συχνά. Εφόσον βρίσκομαι αναγκαστικά σε μία κατάσταση που δεν μου αρέσει και δεν με ευχαριστεί, προσπαθώ να φανώ όσο πιο γενναίος μπορώ. Και προσπαθώ επίσης να μην κρύβομαι. Είναι περισσότερο ένα παιχνίδι που παίζω με τον εαυτό μου, όχι κάτι που έχει οποιαδήποτε αξία. Όταν λοιπόν είδα ότι κανείς δεν ήθελε να καθίσει σε μία από εκείνες τις μπροστινές θέσεις, ήξερα ότι έπρεπε να το κάνω εγώ.

Υπήρχε όμως και ένας επιπλέον λόγος. Εάν καθόμουν σε οποιαδήποτε άλλη θέση, τη στιγμή που θα με φώναζαν να πάρω το βραβείο μου θα έπρεπε να σηκωθώ, να με δουν όλοι, και να βγω προσεκτικά από τη σειρά των καθισμάτων, προσέχοντας να μην πατήσω τους ανθρώπους που κάθονταν εκεί, όπως κάναμε παλιά στον κινηματογράφο. Δεν ήθελα να το υποστώ αυτό. Αρκούσαν όλα τα άλλα.

Η επιλογή εκείνης της θέσης ήταν, με άλλα λόγια, μονόδρομος.

Προηγουμένως οι περισσότεροι ήμασταν έξω, στην Αίθουσα Τέχνης, όπου οι σερβιτόροι ετοίμαζαν τον μπουφέ. Είχαν σχηματιστεί πηγαδάκια, αν και όχι της ίδιας έντασης με αυτά που θα σχηματίζονταν μετά τις βραβεύσεις. Εκεί, πάντως, υπήρχαν σημεία όπου μπορούσες να σταθείς και να μη σε βλέπουν πολύ, ειδικά αν έκανες πως κοιτούσες κάτι με προσήλωση — ας πούμε, κάποια έργα που ήταν κρεμασμένα στους τοίχους. Μπορούσες ακόμη να κάνεις ότι διαβάζεις το βιβλίο σου, ή ακόμη καλύτερα ότι ψάχνεις κάτι συγκεκριμένο στις σελίδες του. Δίνοντας στο σώμα σου την κατάλληλη γωνία ως προς τον τοίχο, το τραπέζι του μπουφέ και την κύρια μάζα των ανθρώπων που συζητούσαν, ίσως κατάφερνες να περάσεις σχετικά απαρατήρητος, ή, σε κάθε περίπτωση, να δείξεις πως εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή δεν ήσουν ακριβώς διαθέσιμος για κουβέντα.

Όμως εκείνες οι στιγμές είχαν περάσει, και πια καθόμουν στη θέση μου, στην πρώτη σειρά, περιμένοντας να αρχίσει η εκδήλωση.

Ένιωθα σαν να περίμενα σε αίθουσα αναμονής ιατρείου. Και όχι ό,τι κι ό,τι ιατρείου, αλλά ίσως ενός ειδικού δερματολόγου που περίμενες να σε εξετάσει για μια πολύ παράξενη καινούργια ελιά στο στομάχι σου. Μια ελιά που νόμιζες ότι κινούνταν, ας πούμε. Που δεν άλλαζε μόνο χρώμα και υφή, αλλά και θέσεις.

Μιλώ για ένα τέτοιο ιατρείο.

Προτού αρχίσουν οι απονομές έπρεπε να υποστούμε όλο το υπόλοιπο πρόγραμμα· να γίνουν οι απαραίτητοι χαιρετισμοί, να διαβαστούν ομιλίες, όλα αυτά. Ο χρόνος είχε παγώσει, και όλοι μιλούσαν υπό συνθήκες αργής κίνησης, επαναλάμβαναν τα ίδια ακριβώς πράγματα, άλλαζαν θέση στο βήμα αλλά χωρίς να αλλάζουν πρόσωπο. Έπρεπε απλώς να κάνεις υπομονή. Και έκανες. Είναι άλλωστε αυτό που προσωπικά ξέρω να κάνω καλύτερα από οτιδήποτε άλλο. Είμαι επαγγελματίας σ’ αυτό. Από την άλλη βέβαια, όση υπομονή και να κάνεις, ξέρεις πως δεν έχει σημασία: σε ένα παράλληλο σύμπαν, σε κάποια διάσταση του χρόνου όπου οι ομιλητές δεν τελειώνουν ποτέ αυτά που έχουν να πουν, παραμένεις εγκλωβισμένος εκεί, στην πρώτη σειρά των καθισμάτων, καταδικασμένος να μη σηκωθείς από εκείνη ώς την αιωνιότητα, ώς το τέλος όλων των πραγμάτων.

Στην παρούσα διάσταση του χρόνου, κάποια στιγμή πάντως η διαδικασία των βραβεύσεων ξεκίνησε κανονικά. Φυσικά, δεν ήμουν ο πρώτος που θα έπαιρνε το βραβείο του για να φύγει από εκεί μέσα. Ούτε ο δεύτερος. Κάτι μέσα μου, μάλιστα, μου έλεγε ότι θα ήμουν ο τελευταίος.

Μου είχε ξανασυμβεί αυτό. Όχι μόνο μία φορά. Αλλά ειδικά εκείνη τη μία φορά, που δεν την ξέχασα ποτέ μου.

* * *

Είμαι στο δημοτικό, στη δευτέρα ή στην τρίτη, και κάνουμε ανάγνωση. Έχουμε όλοι μας το αναγνωστικό ανοιγμένο μπροστά μας στην ίδια σελίδα, και ο καθένας μας διαβάζει με τη σειρά από μία γραμμή, από μια μικρή πρόταση. Δεν είναι πολύ, είναι πανεύκολο. Παιχνιδάκι. Δύσκολο είναι όταν η δασκάλα σε βάζει να σηκωθείς όρθιος στο θρανίο σου, ή ακόμη χειρότερα στον πίνακα, και να διαβάσεις όλο το μάθημα της ημέρας, μια ολόκληρη σελίδα. Αυτό, ναι. Αυτό είναι δύσκολο. Η μια προτασούλα δεν είναι κανένα τρομερό πράγμα. Είναι παιχνιδάκι. Άλλωστε, αν μιλάμε για μένα, ήμουν και διαβασμένος. Το προηγούμενο απόγευμα είχα διαβάσει το μάθημα έχοντας το μυαλό μου ακριβώς σε κάτι όπως το σημερινό. Ναι, είχα προετοιμαστεί καλά. Είχα διαβάσει φωναχτά όλο το κείμενο, πάνω από δέκα φορές στη σειρά, χωρίς ούτε ένα λάθος.

Και με μία εξαίρεση. Δεν μπορούσα να πω καλά μία συγκεκριμένη πρόταση.

Ή μάλλον, μπορούσα να την πω, αλλά όχι όταν σκεφτόμουν ότι θα την έλεγα μπροστά σε άλλους. Αν ήμουν μόνος, την έλεγα μια χαρά. Αν απλώς σκεφτόμουν τα άλλα παιδιά, ή και μόνο τη δασκάλα μας, οι λέξεις μπερδεύονταν μέσα στο στόμα μου, έπεφταν η μία πάνω στην άλλη, χτύπαγαν τα κεφάλια τους, και στριφογυρνούσαν όλες μαζί με έναν τρόπο που, αν είχε χέρια, θα με έπνιγε κανονικά.

Από όλο το κεφάλαιο, νά η φράση που δεν μπορούσα να πω: «Τα παιδιά ρουφούσαν με τα μάτια τους το γάλα».

Είμαστε κάπου μετά τον πόλεμο, ή ίσως κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, δεν είμαι σίγουρος, και ξένοι στρατιώτες τής UNRRA γυρίζουν τα χωριά και μοιράζουν στον πεινασμένο κόσμο προμήθειες. Τη συγκεκριμένη ημέρα, έχουν πάει σε ένα ανεμοδαρμένο, μισοπεθαμένο χωριό φέρνοντας γάλα σε σκόνη για τα μικρά παιδιά. Εκείνα είναι στην ουρά, με ένα τσίγκινο κύπελλο στα χέρια, και κοιτάζουν την παρασκευή του μαγικού ροφήματος: «Τα παιδιά ρουφούσαν με τα μάτια τους το γάλα».

Μου ήταν αδύνατον να το πω. Όχι με το μυαλό μου σε όλα τα παιδιά της τάξης μου να με κοιτάνε, και τη δασκάλα μου με τα χέρια στη μέση να περιμένει να πω την πρόταση για να περάσει στον επόμενο. Ήδη η προσπάθεια να πω τις πρώτες δύο λέξεις ήταν εξαντλητική, αλλά η ήττα μου πάνω στο ρουφούσαν ήταν άνευ προηγουμένου. Απέμενα να κάνω ένα ρ-ρ-ρ…, έναν ήχο σαν μηχανή που δεν μπορούσε να πάρει μπροστά.

Αλλά αυτή ήταν μόνο μία πρόταση ανάμεσα σε τόσες άλλες — σωστά; Στην τάξη ήμασταν σαράντα πέντε άτομα. Οι πιθανότητες να πέσει ειδικά σε εμένα ήταν πολύ μικρές.

Και έτσι περίμενα στο θρανίο μου, με την πλάτη καμπουριασμένη, το δάχτυλο κρατημένο πάνω στις αράδες του βιβλίου, και με μια ανατριχίλα να περιτρέχει το κορμί μου σαν ηλεκτρικό ρεύμα χαμηλής τάσης.

Η ανάγνωση άρχισε, η σκυτάλη δινόταν από μαθητή σε μαθητή, όλα εξελίσσονταν κανονικά, κι εγώ, από ένα σημείο και μετά, άρχισα να κάνω νοερούς υπολογισμούς για να δω ποια πρόταση θα έπεφτε σε μένα. Ποτέ δεν κάνει κακό μια επανάληψη. Ήμουν ο δέκατος όγδοος, και ήδη είχαν διαβάσει εφτά, άρα έμεναν έντεκα προτάσεις, άρα θα μου έπεφτε… όχι, όχι, λάθος. Τώρα διάβασε και ο όγδοος, οπότε… Όχι, όχι, όχι, δεν μπορεί.

Και τώρα διάβασε και ο δωδέκατος, άρα… δεκατρία, δεκατέσσερα, δεκαπέντε…

Όχι, Θεέ μου. Όχι το ρουφούσαν. Όχι σε μένα.

Διάβασε και ο δέκατος πέμπτος. Και ο δέκατος έκτος. Και τώρα πια δεν χρειαζόταν να μετράς τις προτάσεις. Δεν ήταν δύσκολο. Γιατί οι λέξεις ήταν εκεί, μπροστά σου, δυο δάχτυλα παρακάτω από εκεί που ο δείκτης σου με το μαυρισμένο νύχι έδειχνε τρέμοντας πάνω στο βιβλίο.

Το πλήθος των παιδιών της τάξης έγινε μικρές σκιές, ξωτικά, που πήδηξαν στους τοίχους, κρεμάστηκαν από το ταβάνι, κι από κει πήδηξαν πάνω στο σβέρκο, στο κεφάλι και στην πλάτη μου και άρχισαν να περπατάνε και να με τσιμπάνε με τα μικρά δάχτυλά τους. Μου έλεγαν πράγματα στο αυτί, και χασκογελούσαν. Ήθελα να είμαι στο σπίτι μου, μόνος, στο δωμάτιό μου, κουκουλωμένος με ένα εμπριμέ σεντόνι και κρυμμένος από όλο τον κόσμο.

Αλλά δεν ήμουν μόνος στο σπίτι μου. Ήμουν στην τάξη μου, στο σχολείο, μαζί με όλους τους άλλους. Και είχε φτάσει η σειρά μου. Και βέβαια έπρεπε να πω τις μόνες λέξεις που μου ήταν αδύνατον να πω μπροστά σε τρίτους.

Ο διπλανός μου είπε με επιτυχία τη δική του πρόταση, αναστέναξε με ανακούφιση και έκατσε πιο χαλαρά στη θέση του. Και έπειτα με κοίταξε. Όλοι γύρισαν να με κοιτάξουν. Κι αυτό το ήξερα. Πάντα ξέρεις πότε γίνεσαι το επίκεντρο της προσοχής. Και είναι κάτι που σιχαίνεσαι και σε καταβάλλει.

Ωστόσο έπρεπε να μιλήσω. Έπρεπε να διαβάσω. Έπρεπε, αν μη τι άλλο, να πέσω μαχόμενος. Άνοιξα τα μάτια, που τα τελευταία λεπτά τα κρατούσα σφαλισμένα, και κοίταξα τις σατανικές λέξεις. Με κοιτούσαν κι εκείνες, προκαλώντας με. «Τα… τα παιδιά», είπα, γουρλώνοντας τα μάτια από την έκπληξη. Εκεί που περίμενα να κολλήσω και στο ταυ και στο πι, ξεπέταξα τις λέξεις με μια ευκολία που δεν χωρούσε στο μυαλό μου. Νά λοιπόν που μπορούσα να τα καταφέρω. Νά που υπήρχε ελπίδα.

«Ρ… ρ… ρ… ρ-ρ-ρ-ρ-ρ-ρ…»

Ναι, δεν ήταν η τελευταία πρόταση του κειμένου. Αλλά ήταν η τελευταία πρόταση που διαβάστηκε —ή μάλλον, που δεν διαβάστηκε— εκείνη την ημέρα στην τάξη. Γιατί μετά έγινε χάβρα, κι εγώ ήμουν στο κέντρο της. Ακόμη θυμάμαι εκείνα τα γέλια, και το «ρρρ» που έκαναν οι συμμαθητές μου σιγοντάροντάς με.

* * *

Ο δεύτερος πρέπει να μίλησε κάπως λιγότερο, αλλά πολύ κι αυτός, ούτως ή άλλως. Δεν ήταν το Νόμπελ. Δεν ήταν το Μπούκερ. Δεν ήταν τίποτε, παιδιά.

Ο πρώτος βραβευμένος μίλησε για κάπου δέκα λεπτά. Δεν θυμάμαι τι είπε, και πιθανότατα κανείς από τους διακόσιους τόσους ανθρώπους που ήμασταν τότε εκεί δεν θα μπορούσε να θυμηθεί τι είχε ακούσει ακόμη και μετά από πέντε λεπτά το πολύ. Ενδεχομένως πράγματα για το έργο του, για την αξία του, κάτι τέτοιο. Πράγματα που ξεχνιούνται πριν καν καταγραφούν στη μνήμη σου. Κακά πράγματα ίσως, άσχημα, από αυτά που σε ντροπιάζουν. Αλλά που τα συνηθίζουν γενικώς οι άνθρωποι, άγνωστο γιατί.

Ο δεύτερος πρέπει να μίλησε κάπως λιγότερο, αλλά πολύ κι αυτός, ούτως ή άλλως. Δεν ήταν το Νόμπελ. Δεν ήταν το Μπούκερ, που δεν το ξέραμε εκείνο τον καιρό στην Ελλάδα. Δεν ήταν τίποτε, παιδιά. Ήταν ένα μικρό, περιφερειακό βραβείο, μάλλον ενός περιοδικού, ενός συλλόγου, μιας κάποιας ομάδας ανθρώπων που τους ξέραμε και μας ήξεραν. Έμοιαζε με τις παρασημοφορήσεις στρατηγών στη Βόρειο Κορέα. Προς τι οι λόγοι;

Τα σκεφτόμουν όλα αυτά, μαζί με πολλά άλλα, χειρότερα, και ξαφνικά, με μια έκλαμψη της στιγμής, μία φώτιση, και με μια μεγάλη ανακούφιση που με δρόσισε σαν κρύο νερό, αποφάσισα, όταν θα ερχόταν και η δική μου σειρά, να μην έλεγα παρά μονάχα δέκα λέξεις. Μάξιμουμ. Θα έλεγα κάτι τέτοιο: «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ όλους, είναι μεγάλη μου τιμή». Τις είπα ξανά και ξανά από μέσα μου, σαν μάντρα, προβάροντας και τον τόνο, έστω και νοερά: Σας ευχαριστώ πάρα πολύ όλους, είναι μεγάλη μου τιμή. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ όλους, είναι μεγάλη μου τιμή. Μάλιστα, ήταν εννιά λέξεις τελικά, όσες και η καταραμένη πρόταση με το γάλα. Νά που κάπου εδώ έκλεινε λοιπόν ένας κύκλος δημόσιων ομιλιών μου. Ωραία.

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ όλους, είναι μεγάλη μου τιμή.

Μια χαρά. Ήταν εύκολο. Ήταν ωραίο. Κυρίως όμως: ήταν statement. Το ότι θα έλεγα αυτές τις εννιά λεξούλες ενώ θα παραλάμβανα το βραβείο μου, συνοδεύοντάς τες στο τέλος με μία ελαφριά υπόκλιση, ήταν πολύ σημαντικότερο από το να έβγαζα ολόκληρο λόγο σχετικά με το πόσο γελοίο ήταν να μιλάς για τον εαυτό σου στο κοινό, λες και είσαι λαϊκή τραγουδίστρια. Όλοι εκεί μέσα θα καταλάβαιναν. Ήταν ένα κλείσιμο του ματιού στους ανθρώπους του σιναφιού. Όλοι, έστω, εκτός των τύπων που είχαν βγάλει εκείνους τους λόγους και είχαν μεθύσει από τον εαυτό τους. Εκείνων των τύπων… και των επόμενων

Γιατί και οι επόμενοι μιλούσαν με τις ώρες εκεί πάνω στο βήμα. Μιλούσαν, και μιλούσαν, και μιλούσαν, και μιλούσαν. Τι στον κόρακα; Δεν ντρέπονταν καθόλου; Δεν είχαν νιώσει κι αυτοί άσχημα ακούγοντας τους προηγούμενους; Τι διάβολο συνέβαινε; Από τι ήταν φτιαγμένοι; Ή μήπως ήταν στ’ αλήθεια κάποια σημαντική βράβευση εδώ; Μήπως ήταν πράγματι το Μπούκερ τελικά;

Κοίταξα δεξιά και αριστερά μου. Έριξα και μερικές ματιές προς τα πίσω, πάνω από τον ώμο μου. Όχι, ήμασταν όλοι από το χωριό. Κι εδώ ήταν το καφενείο του. Απλώς κοροϊδευόμασταν μεταξύ μας για ακόμη μία φορά.

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ όλους, είναι μεγάλη μου τιμή.

Ξαφνικά, ένιωσα εκείνο το πλήθος των διακοσίων-τόσων ανθρώπων να με ενοχλεί πραγματικά, σαν να καθόταν στο στήθος μου. Πόσοι ήταν ακόμη οι ομιλητές; Θα τελειώναμε καμιά φορά; Είχαμε και δουλειές. Και κυρίως είχαμε απόλυτη ανάγκη να αναπνεύσουμε. Μήπως να έβγαινα στον προθάλαμο για ένα τσιγάρο; Ή ακόμα καλύτερα να ανέβαινα έξω, στη στοά;

Όχι, νά το, τελειώναμε. Όλοι οι βραβευθέντες είχαν σηκωθεί, είχαν παραλάβει το Νόμπελ τους και είχαν βγάλει τον λόγο που έβγαζαν οι ηθοποιοί στα Όσκαρ: «Ευχαριστώ τους γονείς μου και τον Θεό, χωρίς αυτούς δεν θα ζούσα ποτέ αυτή τη μοναδική στιγμή. Μαμά, μπαμπά, Χριστούλη, αυτό είναι για εσάς». Όλοι είχαν ανέβει στο βήμα, πράγμα που σήμαινε ένα μόνο πράγμα: μετά από αυτούς, ακολουθούσα εγώ. Ο τελευταίος. Κι αυτό εκεί ήταν το όνομά μου.

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ όλους, είναι μεγάλη μου τιμή.

Πρόβαρα πάλι τα λόγια μου καθώς έψαχνα να δω πώς σηκώνονται από την καρέκλα. Τα είπα μία, δύο και τρεις φορές από μέσα μου καθώς προχωρούσα προς το βήμα, εκείνο τον λαϊκό άμβωνα, με το μικρόφωνο και το αναλόγιο για να αφήσεις τις παρτιτούρες σου έτσι και ήθελες να παίξεις και μουσική αντί να μιλήσεις μονάχα στο κοινό.

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ όλους, είναι μεγάλη μου τιμή.

Έφτασα σκυφτός και στάθηκα από πίσω του, μέσα σε απόλυτη σιωπή. Ακουγόταν μόνο η καρδιά μου που χτυπούσε σαν τρελή, καθώς διακόσια-τόσα ζευγάρια μάτια ήταν καρφωμένα επάνω μου.

Κάποιος με πλησίασε και μου είπε κάτι, και μου έδωσε κάτι, κι εγώ το πήρα και άνοιξα το στόμα μου μουρμουρίζοντας κάτι προς το μέρος του, και μετά έφυγε και με άφησε μόνο. Μπροστά στο μικρόφωνο.

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ όλους, είναι μεγάλη μου τιμή.

Statement.

Σήκωσα τα μάτια, σφίγγοντας στα δάχτυλά μου αυτό που μου είχαν δώσει, ό,τι και να ήταν. Το στόμα μου απείχε μερικά χιλιοστά όλα κι όλα από το μικρόφωνο. Κρύος ιδρώτας με είχε λούσει. Οι κρόταφοί μου μυρμήγκιαζαν, και η Αίθουσα Λόγου ξαφνικά έμοιαζε ταυτόχρονα αχανής σαν το Κολοσσαίο στα μάτια ενός εντόμου, και στενή, σαν μπουντρούμι. Κι εκείνα τα διακόσια-τόσα μάτια είχαν πετάξει γάντζους επάνω μου όπως στο Hellraiser και μου τρύπαγαν το δέρμα και τους ιστούς από κάτω, και ήταν έτοιμα να τραβήξουν όλα μαζί τις αλυσίδες για να με κάνουν μικρά-μικρά κόκκινα κομματάκια.

Μέσα στο κεφάλι μου υψώθηκε ένας ήχος. Έμοιαζε με ήχο μηχανής. Μιας μηχανής που δεν μπορούσε να πάρει μπροστά.

Ρ… ρ… ρ… ρ-ρ-ρ-ρ-ρ-ρ…

Η καρδιά μου βρόντηξε στο στήθος μου. Η οροφή της αίθουσας γέμισε ρωγμές και ήταν έτοιμη να καταρρεύσει. Έπρεπε να πω αυτό που με τόσο κόπο είχα προετοιμάσει και να φύγω. Έπρεπε να πω: «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ όλους, είναι μεγάλη μου τιμή». Αλλά δεν ήταν δυνατόν να το πω βέβαια. Το ήξερα. Δεν είχα τη δύναμη να το κάνω, και κάθε στιγμή που περνούσε αυτή η δύναμη που μου απέμενε ήταν μισή από όση είχα πριν. Όμως έπρεπε να πω κάτι. Το βρήκα. Το βρήκα! Θα έλεγα απλώς, «Ευχαριστώ». Αν η μεγάλη, θαρραλέα μου φράση των εννέα λέξεων ήταν statement, αυτή η λέξη ήταν η επιτομή των statement όπου γης. Ήταν το κάτι άλλο. Ήταν ένας θρίαμβος.

Εξακολουθώντας να κοιτάζω χαμηλά, πλησίασα κι άλλο το μικρόφωνο, μέχρι που ακούμπησε στα χείλη μου. Είχε μια μεταλλική γεύση, και μέσα του έτρεχε ηλεκτρισμός. Μισάνοιξα το στόμα μου. Το ξανάκλεισα. Το μισάνοιξα πάλι.

Και έφυγα.

Δεν είπα εκείνη τη λέξη.

H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot.