Life

Νέοι Μινχάουζεν, ή: Οι επιτυχημένοι ψεύτες

Εξωπραγματικά, ολότελα επινοημένα ψέματα στα social media

Κυριάκος Αθανασιάδης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Βιωματικές ιστορίες: Μα πώς γίνεται να συμβαίνουν πάντα στους ίδιους ανθρώπους;

Τα πρώτα χρόνια της κρίσης, που συνέπεσαν και με τα πρώτα χρόνια της διείσδυσης των σόσιαλ μίντια στη ζωή μας, έγιναν μόδα οι βιωματικές ιστορίες. Όχι ακριβώς ευφάνταστοι χρήστες, σχεδόν αντέγραφαν ο ένας τον άλλο αφηγούμενοι δραματικά ή συγκινητικά περιστατικά των οποίων υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες, ή στα οποία κατέληξαν να παίξουν έναν δεύτερο μεν πλην καθοριστικό ρόλο από μηχανής Θεού.

Ένα 40% πάνω-κάτω αυτών των βιωματικών ιστοριών είχε σαν κεντρικό ήρωα έναν ανώνυμο φτωχό συνάνθρωπό μας που δεν του έφταναν τα λεφτά για να αγοράσει τρόφιμα από το σούπερ-μάρκετ — συνήθως ψωμί, μαργαρίνη, ίσως λίγες φέτες σαλάμι ετικέτας. Συνήθως αυτό το αντιλαμβανόταν στο ταμείο, καθώς ήλπιζε μέχρι την τελευταία στιγμή πως τα κέρματα στις τσέπες του θα του έφταναν. Εκεί, τότε, είτε ο αφηγούμενος το περιστατικό έβγαζε από την τσέπη του και συμπλήρωνε τη διαφορά, είτε η ταμίας έκλεινε το μάτι στον δακρυσμένο, ή τρομοκρατημένο, ανθρωπάκο, άνοιγε το πορτοφολάκι της και προσέθετε μερικά ευρώ στο συρτάρι της ταμειακής, είτε όλοι μαζί οι πελάτες που περίμεναν στην ουρά προθυμοποιούνταν να πληρώσουν, όχι απλώς τη διαφορά, αλλά όλο τον λογαριασμό του φτωχού ανθρώπου. Κάποιοι αφηγητές μάλιστα συμπλήρωναν με μικρά, ωραία περιστατικά τον βασικό κορμό της ιστορίας, με φινετσάτες λεπτομέρειες: ένας τού κουβαλούσε τις τσάντες μέχρι έξω «ξεχνώντας» όμως και μία από τις δικές του με κρέας και τυριά μαζί με τη μαργαρίνη και το ψωμί, άλλος τού χάριζε ένα κουτί με φόρμουλα για βρέφη γιατί κατάλαβε πως είχε μωρό στο σπίτι, άλλος έβγαζε και του έδινε μερικά χαρτονομίσματα κι ας ήταν τα τελευταία του γιατί έχει ο Θεός κ.ο.κ.

Αυτή είναι μία μόνο αρχετυπική βιωματική ιστορία. (Μάλιστα, μία δεκαετία μετά θα μεταφερόταν αυτούσια στα «τυριά του Σκλαβενίτη», όπου λέγονταν πολλές πανανθρώπινες αλήθειες. Το τι έχουν ακούσει τα τυριά του Σκλαβενίτη). Υπήρξαν όμως πολλές μέσα στα χρόνια. Άλλες έδειχναν με ανάγλυφο τρόπο πόσο δυστυχούν οι άνθρωποι σ’ αυτό τον τόπο, και άλλες πόσο δυστυχούν κάποιοι άνθρωποι και παράλληλα πόσο καλός είναι ο αφηγούμενος την ιστορία, καθώς, με μια μικρή, γενναία, αλτρουιστική κίνηση έλυνε αυτοστιγμεί το πρόβλημα και προχωρούσε στη ζωή του, χωρίς καν να δεχτεί από τον άνθρωπο που έσωσε ένα θερμό ευχαριστώ. Σαν άλλος υπερήρωας —αλλά όχι χάρτινος: ένσαρκος, υπαρκτός, δικός μας, ένας από εμάς—, γλιστρούσε μέσα στη νύχτα, τις σκιές και τους καπνούς, έχοντας κάνει το καθήκον του. Ένας vigilante του ελέους.

Το τρεντ, που δεν πρέπει να συγχέεται με τις παραποιημένες ειδήσεις, τα fake news ή την προπαγάνδα («Παιδάκια που λιποθυμούν στο προαύλιο του σχολείου από πείνα» κ.τ.π.), παρέμεινε με τον καιρό. Παρέμεινε μάλιστα εις πείσμα των κομματικών fake news, καθώς εκείνα δεν μπόρεσαν να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς για τους οποίους επινοούνταν και διαδίδονταν. Κάπως σαν το γήπεδο του σκουός, τα σόσιαλ μίντια είναι ένας κλειστός χώρος: το μπαλάκι δεν μπορεί να βγει έξω από εκεί· η φασαρία που κάνει χτυπώντας στους τοίχους δεν έχει αντίκτυπο στην κοινωνία. Ή μάλλον, έχει αντίκτυπο μόνο στη σοσιαλμιντιακή κοινωνία. Κι αυτή, είναι κατακερματισμένη.

Υπάρχει ένα κομμάτι των σόσιαλ που ασχολείται με τα πολιτικά, άλλο που ασχολείται με τα ριάλιτι ή τους σελέμπριτις, άλλο που ασχολείται με το σινεμά ή με τις εκδόσεις κλπ. Εξ ου και, αναφορικά με τις τελευταίες, λέμε BookTube και BookTuber, BookTok και BookToker κλπ. Τώρα, τα ΜΚΔ γενικώς, εκτός από βαμπίρ που μας πίνουν το λιγοστό αίμα του χρόνου που τρέχει —και τρέχει, αλίμονο, πολύ γρήγορα— στις φλέβες μας, έχουν χίλια δυο καλά. Ένα από αυτά, ένα από τα χίλια δυο ξαναλέω, είναι ότι έδωσαν φωνή σε κάτι δισεκατομμύρια κόσμο που αλλιώς δεν θα είχε καμία φωνή. Καμία απολύτως. Ποτέ πριν στην ιστορία της ανθρωπότητας, ή και του σύμπαντος, δεν είχε ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος τη δυνατότητα να πει κάτι που δεν θα ακουστεί μόνο από τον πολύ-πολύ-πολύ στενό του κύκλο. Για πρώτη φορά, όλοι απέκτησαν ένα βήμα και ένα ακροατήριο. Μαζί με τη φωνή, όμως, τα ΜΚΔ τούς έδωσαν και αυτιά.

Τα σόσιαλ είναι από τη φύση τους λαϊκό μέσο επικοινωνίας. Είναι για όλους. Αλλά κυρίως είναι για τον λαό, για τους πολλούς. Ναι, τα χρησιμοποιεί και ο πολιτικός επιστήμονας, και ο καθηγητής, και ο κάθε σπουδαίος και σημαντικός. Αλίμονο. Αλλά, άντε με λίγο, άντε με πολύ κοινό, ο λόγος αυτών των σημαντικών ανθρώπων είναι περιορισμένος. Είναι αυτός. Τόσο όσο. Παραπάνω δεν έχει. Ένα μικρό παράδειγμα: έχουν ιδρυθεί ένα σωρό κόμματα, κινήσεις, όμιλοι κλπ. από την κεντροδεξιά μέχρι την αριστερά και την οικολογία, με σοβαρά στελέχη, ωραία και καλογραμμένα καταστατικά, κοινωνικό όραμα κλπ., μόνο και μόνο επειδή υπήρχαν ΜΚΔ για να τους φέρουν κοινό. ΟΛΑ τους απέτυχαν. Ακόμα και αυτά που είχαν ήδη κάμποσα μέλη. Μόνο οι Ανεξάρτητοι Έλληνες του Καμμένου πέτυχαν, επειδή ήταν ένα βαθιά λαϊκό, ήτοι λαϊκιστικό, μαγαζί, που απευθυνόταν με ένα σωρό «βιωματικές ιστορίες», τερατολογίες και πομφόλυγες στους «πολλούς» των σόσιαλ. Σε ανθρώπους που δεν έχουν μαράζι με τα μη-πλαστικά καλαμάκια ή τον Καστοριάδη, αλλά με τα γκρουπ που κάνουν fishing και είναι πλημμυρισμένα καλημέρες, γατάκια, αγγέλους, κοκκινομάγουλα μωράκια, δελφίνια κλπ. Δεν μπορεί να τα πάει καλά ένα ας το πούμε «σοβαρό» κόμμα, ή κίνηση ή όμιλος ή ό,τι άλλο στα ΜΚΔ. Δεν μπορεί εξ ορισμού. Ο χώρος έχει ταβάνι, και μάλιστα αρκετά χαμηλό.

Τώρα, οι βιωματικές ιστορίες που λέγαμε παραπάνω δεν επινοούνται, δεν αναρτώνται και δεν διακινούνται παντί τρόπω γιατί κάποιος θέλει να δειχτεί. Κι αυτό θεμιτό είναι, και, ναι, είναι κέρδος από μόνο του· αλλά δεν αρκεί — ή, έστω, δεν αρκεί σε κάποιους. Ξαναλέμε, το να πάρει κάποιος χίλια λάικ επειδή, και μπράβο του, έσωσε ένα γατάκι σταματώντας την τελευταία στιγμή ένα αυτοκίνητο —κι ας μην υπήρξε ποτέ γατάκι, ή γάτα, ή σκύλος, ή αυτοκίνητο, o altra cosa, στην πραγματικότητα— είναι καλό από μόνο του. Χώρια δε τα εγκωμιαστικά σχόλια: «Συγχαρητήρια, είσαι άνθρωπος». «Μπράβο, με έκανες και δάκρυσα, αυτή ήταν μια συγκλονιστική ιστορία», «Ευχαριστούμε για το μοίρασμα», «Στέλνω σφιχτή αγκαλιά». Σε κάνει και χαίρεσαι, κι ας είσαι ο μόνος που ξέρει ότι έβγαλες την ιστορία με το γατάκι, ή με την κυρία με το βιτάμ στο ταμείο του σούπερ-μάρκετ, από την κοιλιά σου. Εντάξει: δεν είσαι ο μόνος. Το ξέρουν πολλοί ακόμα, που δεν σου κάνουν λάικ, αλλά ασφαλώς ούτε και έρχονται να σου πουν, «Μα καλά, γιατί έκατσες και το είπες τώρα αυτό, χρυσέ μου; Όχι αλήθεια, πού σε εξυπηρετεί;» ή: «Καλά, δεν ντρέπεσαι να λες ψέματα;» Δεν θα το κάνουν ποτέ. Όμως οι άλλοι χίλιοι θα το κάνουν. Θα το αγοράσουν. Και κάμποσοι θα μείνουν εκεί. Και θα περιμένουν να σώσεις κι άλλο γατάκι. Να πληρώσεις κι άλλο λογαριασμό φτωχού ανθρωπάκου που δεν έχει για να πληρώσει το ψωμί για τη φαμελιά του.

Κι εσύ θα το κάνεις. Στ’ αλήθεια θα το κάνεις.

Ένας φίλος μου (είναι άραγε κι αυτό μια βιωματική ιστορία; ή είναι αλήθεια;…) έχει έναν μεγάλο, χοντρό φάκελο του Word με πολλές τέτοιες ιστορίες, και πρόσωπα. Οι ιστορίες είναι πολλαπλάσιες των προσώπων, γιατί πράγματι με έναν τρόπο που αψηφά κάθε στατιστική και κάθε «κοινωνική μηχανική», σταθερά αυτοί οι συγκεκριμένοι άνθρωποι πέφτουν πάνω σε εξαιρετικές, σε σπάνιες περιπτώσεις. Είναι σαν να έχουν έναν μαγνήτη. Απίστευτο και όμως αληθινό! Και, πέραν του φίλου, υπάρχει ένα δίκτυο άλλων φίλων που, αντί να ανταλλάσσουν κάθε πρωί με τον καφέ αστεία memes και γελοιογραφίες πικρού, μαύρου χιούμορ, στέλνουν ο ένας στον άλλον την τελευταία απίθανη ιστορία ΕΝΟΣ ανθρώπου, που και πάλι τού έτυχε κάτι Αποκαλυπτικό. X-Files. Ευχαριστούμε για το μοίρασμα. Στέλνω σφιχτή αγκαλιά.

Χαμένοι σε έναν λαβύρινθο που έχτισαν μόνοι τους —θα έλεγε ένας αφελής—, οι άνθρωποι αυτοί έχουν γίνει ταυτόχρονα ο ψεύτικος εαυτός τους ΚΑΙ το παμφάγο κοινό τους.

Είναι αστείο. Προφανώς και είναι. Είναι και τρομακτικό όμως. Και είναι και ντροπή. Αλλά: είναι αληθινό. Χαμένοι σε έναν λαβύρινθο που έχτισαν μόνοι τους —θα έλεγε ένας αφελής—, οι άνθρωποι αυτοί έχουν γίνει ταυτόχρονα ο ψεύτικος εαυτός τους ΚΑΙ το παμφάγο κοινό τους: ανυπομονούν οι ΙΔΙΟΙ για τις (νέες) επινοημένες ιστορίες τους. Και είναι πραγματικά κάμποσοι.

Μία ποιήτρια, αίφνης, συναντά κάθε δεύτερη μέρα και έναν άγνωστό της, που όμως με τα ποιήματά της τον έκανε να δει τη ζωή, το σύμπαν και τα πάντα με άλλο μάτι, ή του έσωσε τον γάμο, ή τον έκανε να πάρει προαγωγή, ή κάτι παρόμοιο. Εν πάση περιπτώσει, τη θαυμάζει. Κυρίως όμως: κάθε δεύτερη μέρα. Που άλλοι έχουν (well, έχουμε οι καψεροί) βγάλει μισή εκατοστή βιβλία και δεν έχουμε λάβει ποτέ ούτε ένα σημείωμα στην καριέρα μας, ούτε έχουμε δει κανέναν μας άγνωστο αναγνώστη από κοντά, ποτέ. Ένας άλλος πάλι έχει τέτοια συναπαντήματα, όχι κάθε δεύτερη μέρα, αλλά ΚΑΘΕ μέρα, period. Κάποιες μέρες μάλιστα τυχαίνει δύο ή και τρεις φανατικοί του αναγνώστες να τον συναντούν στο τρόλεϊ, στον μανάβη, εκεί που τρέχει ημιμαραθώνιο κλπ., και να του εκφράζουν τον σεβασμό τους. Πόσο ωραία αίσθηση πρέπει να είναι αυτή! Πόσο σπάνια! Εκεί που τρέχεις και είσαι έτοιμος να τα παρατήσεις, μια κοπελίτσα έρχεται και σου λέει, πλέχοντας ταυτόχρονα ένα στεφάνι: «Μα πόσο τυχερή είμαι να συναντήσω τον αγαπημένο μου συγγραφέα σ’ αυτή την ορεινή διαδρομή! Πάρε τούτο το στεφάνι, καλέ μου, το έπλεξα για σένα τρέχοντας, από αγριολούλουδα και παπαρούνες. Αυτά τα ροζ, τα βλέπεις; Νά αυτά. Είναι σκυλάκια. Κι έχω και λίγο γιασεμί. Μα δες το πώς μοσχοβολά!» Ένας τρίτος, τις προάλλες, βγήκε και είπε έτσι ξαφνικά πάνω στον φρέντο, «Α ναι, έσωσα έναν άνθρωπο από την αυτοκτονία, την τελευταία στιγμή. Και πού είστε; Δεν το λέω. Και δεν είναι ο πρώτος που σώζω. Και ούτε αυτό το λέω. Ούτε θα είναι ο τελευταίος. Και ούτε αυτό θα το πω». Ι mean…

Χαμένοι σε έναν λαβύρινθο που έχτισαν μόνοι τους — θα έλεγε ένας αφελής. Αμ δε. Όλα γίνονται για να πουλήσουν, όλα γίνονται για το κονόμι. Και πράγματι κάποιοι από αυτούς πετυχαίνουν. Εξ ου και το τιτλάκι στο σημερινό μας σημείωμα.

H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot.