Life

Πώς να κρυφτείς απ’ όλ’ αυτά

Η καταφυγή στην ποπ κουλτούρα της νιότης μας σαν αντίδοτο στην αναπόφευκτη μιζέρια της καθημερινότητας

Κυριάκος Αθανασιάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γιατί οι άνθρωποι επιστρέφουν στην ποπ κουλτούρα της νεανικής τους ηλικίας

Όταν η καθημερινότητα, με τα ξαφνιάσματα, τους τρόμους και την πολυπλοκότητά της, παρακουράζει, κανείς ψάχνει τρόπους για να της ξεφύγει. Ασφαλώς, ο καθένας έχει τους δικούς του. Κάποιοι, ας πούμε, μπορεί να εκτρέφουν περιστέρια, ή να ασχολούνται, ακόμη και σήμερα, με τον ραδιοερασιτεχνισμό. Ουδείς ψόγος. Εμείς πάλι, καθώς είμαστε κολλημένοι όλη μέρα στον υπολογιστή λόγω δουλειάς, ακολουθούμε σελίδες στο Facebook αφιερωμένες σε πράγματα που αγαπήσαμε μικροί.

Αυτό το δοκιμασμένο ταξίδι στον χρόνο, στην παιδική, εφηβική ηλικία, ή στα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης, είναι σχεδόν πάντα επιτυχημένο. Με έναν τρόπο που δεν ξέρουμε πώς λειτουργεί ούτε μάς νοιάζει να μάθουμε, ο εαυτός μας πετά από πάνω του το βαρύ ρούχο τού σήμερα και περπατάει με τις βολικές παντόφλες εκείνου του καιρού. Κι αν η εικόνα αυτή είναι γλυκερή, που εν πολλοίς πράγματι είναι, δεν παύει να είναι αληθινή. Στα συν, ότι πλέον διαθέτουμε και αρκετή πείρα, και σοφία, για να καταλάβουμε πως η αμήχανη επαναστατικότητα εκείνων των καιρών είχε κάθε δίκιο να είναι αυτή που ήταν.

Εξ ορισμού, δεν υπάρχει αμεσότερη οδός για να φέρεις στην επιφάνεια συναισθήματα του παρελθόντος από τις αναμνήσεις· και δεν μπορεί —χωρίς υπνωτισμό, ναρκωτικά ή άλλα τέτοια— να υπάρξει πιο απλός τρόπος να γεμίσεις αναμνήσεις από αυτές τις σελίδες και τις ομάδες. Ως εκ τούτου, τις ευγνωμονούμε. Θα έπρεπε αλλιώς να είχαμε όλοι ένα μυστικό δωμάτιο στο σπίτι μας γεμάτο μεμοραμπίλια από σίριαλ που παρακολουθούσαμε μικροί, ταινίες που είχαμε δει στην εφηβεία μας, τραγούδια που ακούγαμε όταν πρωτοερωτευτήκαμε, βιβλία που διαβάσαμε τότε που έπρεπε να διαβάσουμε όλα τα βιβλία. Κανείς μας δεν έχει ένα τέτοιο δωμάτιο. Κανείς μας δεν έχει καν ένα τρενάκι. Και δεν μιλάμε για εκείνα τα περίπλοκα, με τους σταθμούς, τις σήραγγες, τις γέφυρες, τις μινιατούρες του σταθμάρχη, των επιβατών, και τα λοιπά. Κανείς μας δεν έχει κανένα τρενάκι, ούτε καν από τα πιο απλά, αυτά που πάνε γύρω-γύρω σε πλαστικές ράγες, με μπαταρίες.

«Μα, η καταφυγή στην παιδικότητα δεν συνιστά κάποιου είδους απόδραση;» Μα, φυσικά. Αυτό ακριβώς είναι το θέμα. Ποιος είπε ότι είναι κακό πράγμα οι αποδράσεις και η φυγή; Αλίμονο, ποιο συντηρητικό στόμα θα ξεστόμιζε ποτέ κάτι τέτοιο; Οι αποδράσεις και η φυγή, αντιθέτως, είναι το μοναδικό όχημα της πορείας προς τα μπροστά. Κανείς προχωρά προς ένα μέλλον (προσωπικό, κοινό, μαζικό, πλανητικό), όχι για να κερδίσει κάτι που δεν γνώρισε ποτέ, αλλά για να ξαναζήσει τους θριάμβους του παρελθόντος του, εκείνης της άλλης ζωής που πια χάθηκε, και πάει. Ποτέ ο προορισμός μας —τα άστρα— δεν ήταν τόσο κοντά μας, όσο τότε που τα βλέπαμε με τα μεγάλα, σαν των άνιμε, μάτια του παιδικού μας εαυτού. Η επιθυμία για οτιδήποτε είναι η αναζήτηση του πυρήνα μιας φαντασίωσης: εκεί όπου περνάμε τον καιρό μας απλώς περιμένοντας, με καρδιοχτύπι.

Κανείς προχωρά προς ένα μέλλον (προσωπικό, κοινό, μαζικό, πλανητικό), όχι για να κερδίσει κάτι που δεν γνώρισε ποτέ, αλλά για να ξαναζήσει τους θριάμβους του παρελθόντος του, εκείνης της άλλης ζωής που πια χάθηκε, και πάει.

Ευγνωμονώ τους μερακλήδες εκείνους που κάθονται και φτιάχνουν αυτές τις σελίδες για τις κλασικές σειρές της τηλεόρασης, για τις παλιές μπάντες, για τα κόμικς της χρυσής εποχής, για τα εμβληματικά νουάρ, για το ένα και το άλλο, χώρους που επαναλαμβάνουν συνεχώς το ίδιο, κατ’ ανάγκην περιορισμένο, υλικό, σαν καταφύγιο και αντίδραση στη βαρετή επαναληπτικότητα του παρόντος. Μια επαναληπτικότητα γεμάτη ώς τα μπούνια από φωνές αμέτρητων φτωχών ανθρώπων που ζουν όλες τις πτυχές τής κάθε νέας ημέρας: ασχολούνται με ό,τι κι αν γίνει, μικρό, πάρα πολύ μικρό, τιποτένιο, ανύπαρκτο, ξοδεύοντας όλη τους την ψυχή εκεί πέρα. Φρίκη.

Γυρνώντας πίσω, στον παλιό εαυτό σου που σου κλείνει το μάτι, νιώθεις σαν να ξεπλένεις από το δέρμα σου όλη την άχρηστη βαβούρα της ζωής, μιας πολιτικής που τη βαριέσαι, trends που σιχαίνεσαι, θνησιγενών καταστάσεων που λάμπουν για δυο μέρες και μετά σβήνουν μια και καλή — των πάντων. Η Σκάλι και ο Μόλντερ, ο Κάλβιν και ο Χομπς, ο Λουκ και η Λέια, σε παίρνουν από το χέρι και σου δείχνουν πράγματα που πάντα σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό. Δείχνουν το δικό σου ανοιχτό από δέος στόμα, τη δική σου έκθαμβη ψυχή. Τότε που όλα ήταν δυνατά, τότε που κατάλαβες την αλήθεια.

H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot