Life

Στο πατρικό, στα 30

Μετά τις σπουδές ξεκινάει μόνο η λογική του μείον

Ελισάβετ Παπαδοπούλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι σκέψεις των τριαντάχρονων όταν θέλουν να ανεξαρτητοποιηθούν και να έχουν το δικό τους σπίτι

Στο σπίτι των γονιών ακόμα. Στα ίδια φλιτζάνια που έπινε γάλα πριν τριάντα χρόνια, τώρα θα βάλει τον καφέ. Και είναι κι ευχαριστημένος. Επειδή έτσι μπορεί να αγοράσει ένα ρουχαλάκι, να πάει μια εκδρομή, να διασκεδάσει κάπως, τρόπος του λέγειν δηλαδή.

Ξεζουμίστηκαν τόσα χρόνια. Δεκάρα δεν έμεινε. Μέχρι πριν πέντε χρόνια ξεπλήρωναν τα ιδιαίτερα. Φούλαραν όλες τις κάρτες για να έχουν να γεμίσουν το ψυγείο. Και τι χαρά ήταν αυτή όταν μπήκε στο πανεπιστήμιο. Η μάνα του έσπασε τα τηλέφωνα, δεν άφησε άνθρωπο να μην το πει. Και τι άλλαξε; Όλα στο τσίμα-τσίμα. Είναι τριάντα κι ακόμα ακούει την ίδια φωνή: «Κλείσε το θερμοσίφωνα, πάλι άφησες το θερμοσίφωνα ανοιχτό». Η ίδια φωνή εδώ και δεκαετίες. Άλλοτε με οργή, άλλοτε με παραίτηση. Λες κι έχει σημασία. Ακόμα κι αν τον σβήσουν για πάντα, κι αν μείνουν άπλυτοι για χρόνια, το ζόρισμα δεν σταματάει. «Δεν πειράζει, εμάς μας φτάνουν, πάρε εσύ» λένε άμα είναι στα καλά τους. Στις κακές τους, «οι άλλοι πως τα βγάζουν πέρα;» Τι πέρα να τα βγάλει με τα 1.000 ευρώ για πτυχίο και μεταπτυχιακό. Τόσα δίνουν. Μείον οι συγκοινωνίες, μείον οι καφέδες.

 Τουλάχιστον 1.200 σκέφτεται. Στα τριάντα του. Που στύβεις και την πέτρα. Δουλεύει εννιά με έξι. Για να πάρει ένα αμάξι με δόσεις, για να καταφέρει να κεράσει και το κορίτσι, για να πάει μια εκδρομή, για να αγοράσει τα ρούχα του, αναγκάζεται να ξεχάσει τι θα πει να νοικιάσει ένα σπίτι, να πάει να μείνει μόνος του. Κι όταν γυρνάει από τα μπαρ και τα ξενύχτια, στο ίδιο σεντόνι που το θυμάται από την εφηβεία του πέφτει για να κοιμηθεί, στο ίδιο φλιτζάνι πίνει καφέ, εκεί που κάποτε έπινε γάλα. Να το σπάσει μια κι έξω να μην το βλέπει. Άσε θα πάρω καφέ απ΄ έξω, λέει και προσπερνά. Αυτό το λες κι αντίσταση. Δε θέλει να πιστέψει ότι ήρθε η ώρα να ξεκινήσει τους υπολογισμούς, ολόιδιος με τους γονείς του. Τι να μετρήσει δηλαδή; Μείον οι καφέδες, μείον η βενζίνη, μείον τα ποτά, μείον καμιά εκδρομή. Τι μένει; «Εμείς δεν τα ξέραμε αυτά» πετάγεται η μάνα του. Το μυαλό σου όλο στις βόλτες είναι.

 Βγήκε στη γύρα για σπίτι. Γκαρσονιέρα 400 ευρώ, μ΄ ένα μπαλκονάκι που δε χωράει ούτε τραπέζι, μόνο καρέκλα για να αγναντεύσεις τα σώβρακα του γείτονα. «Άμα δε σ΄ αρέσει το κάνω Αirbnb» λέει η σπιτονοικοκυρά. Αρχίζει και το σκέφτεται. Είναι τουλάχιστον ψηλά, κάτι βλέπεις, και δεν είναι εντελώς παλιατζούρα. Αρχίζει και ξαναμετράει. Φως, νερό, κοινόχρηστα. Φτάνει στην καλύτερη τα 550, μείον οι δόσεις του αυτοκινήτου. Τι του μένει; 200 ευρώ. Μείον το φαί, πάνε τα ντυσίματα, τα ξενύχτια, τα ποτά. Τις εκδρομές ούτε να τις σκέφτεται. Καλογερίστικη ζωή για μια γκαρσονιέρα; Δεν πάει στο διάολο. Μήπως να κάνει ιδιαίτερα στα πιτσιρίκια και να χτυπήσει και κανένα έξτρα μεταπτυχιακό ενδιάμεσα;

 «Άμα δουλέψεις θα εξελιχθείς», λέει ο πατέρας του. «Σήμερα 10, αύριο 15 μεθαύριο 50». Του λέει για το γιο της τάδε που παίρνει 1.200 το μήνα. Καλά λεφτά. Έτσι τα λένε τα 1.200 ευρώ. Ταβάνι στον καλό μισθό. Μείον η γκαρσονιέρα, μείον τα κοινόχρηστα, το φως, το νερό, το τηλέφωνο, μείον οι βενζίνες, μείον οι δόσεις του αυτοκινήτου, μείον οι καφέδες, μείον τα ποτά, μείον καμιά εκδρομή, φτάνουν δε φτάνουν. «Δεν πειράζει, θα τσοντάρουμε κι εμείς». Για τη γκαρσονιέρα, στα τριάντα του. Για τον καλό μισθό, ταβάνι. 

«Άμα ζευγαρώσεις θα σε φτάνουν» λέει η μάνα σου. Η γκαρσονιέρα θα γίνει δυάρι. Μείον το ενοίκιο, μείον τα κοινόχρηστα, το φως, το νερό, το τηλέφωνο, μείον οι βενζίνες, οι δόσεις του αυτοκινήτου, μείον οι καφέδες, τα ποτά καμιά εκδρομή. Βγαίνεις δε βγαίνεις. Σφιχτά, σφιχτά. Γυρνάς και κοιτάς πίσω. Φροντιστήρια, αγγλικά, γαλλικά, σφίξιμο, αγωνία, ξενύχτια, εξετάσεις, εργασίες βαθμοί, φωνές, κλάματα, πανηγύρια όταν βγήκαν οι βαθμοί. Λούσα και αλητείες τα πρώτα χρόνια στη σχολή. Βλέπεις αναλογούσε μόνο στους γονείς τότε το κουπί. Το παιδί ήταν στις σπουδές. Και τότε δεν είχαν ιδέα, ούτε οι γονείς ούτε το παιδί που ήταν στις σπουδές, ότι μετά τις σπουδές ξεκινάει μόνο η λογική του μείον. Μείον το ένα μείον το άλλο. Και που καταλήγεις; Να κλείνεις δια βίου θέση στο πατρικό.

Θα αλλάξω λες τα σεντόνια και θα πάρω διπλό κρεβάτι. Θα έχω τουλάχιστον την εκδρομή, το αυτοκίνητο, τις τσάρκες, τα νησιά, τα σαββατόβραδα και το πρωί το χάρτινο για τον καφέ μου. Το λες και καλή ζωή. Από τη γκαρσονιέρα πάντως, καλύτερη.