Life

Μνήμη: Μια όχι και τόσο χρήσιμη ικανότητα

Γιατί να θυμόμαστε; Ποια πράγματα και πόσα ακριβώς;

Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Είναι η μνήμη μια υπερεκτιμημένη ικανότητα του εγκεφάλου μας;

Δεν θυμάμαι αν παλιά είχα πιο γερή μνήμη, αν και στ’ αλήθεια δεν πιστεύω ότι υπήρξε ποτέ κάποια περίοδος της ζωής μου, όταν υπήρξα νέος τέλος πάντων, που να ήμουν σε θέση να θυμάμαι ανά πάσα στιγμή πολλές πληροφορίες, κυρίως γύρω από ονόματα (φίλων, κοριτσιών, συγγραφέων, σκηνοθετών και λοιπών), χρονολογίες, παλιούς παίκτες, αριθμούς τηλεφώνων κ.τ.σ. Όμως πια δεν θυμάμαι τίποτε. Κι αυτό είναι οκέι, δεν με πειράζει καθόλου. Ειλικρινά. Μάλιστα, όσο περνά ο καιρός επιδιώκω να θυμάμαι ακόμη λιγότερα πράγματα, ακόμη λιγότερα «στοιχεία». Για παράδειγμα, δεν ξέρω καμία επέτειο, καμία χρονολογία γενικώς, δεν θυμάμαι κανέναν αριθμό τηλεφώνου (κυριολεκτικά: ούτε τον δικό μου), δεν ξέρω το ΑΜΚΑ μου, το ΑΦΜ μου και την ταυτότητά μου. Ή τις πινακίδες του αυτοκινήτου μας. Τίποτε. Κι αυτό είναι οκέι.

Καθώς είμαι όλη μέρα καθισμένος μπροστά από έναν υπολογιστή, και ενώ στη δουλειά μου χρειάζομαι συνεχώς μια ανοιχτή ροή πληροφοριών για ένα πλήθος από θέματα —μια ροή από πέντε και δέκα κάνουλες ταυτόχρονα—, έχω την άνεση, όπως και όλοι μας άλλωστε —5,3 δισεκατομμύρια άνθρωποι έχουν πρόσβαση στο ίντερνετ, αν και βέβαια δεν κάθονται όλοι τους όλη μέρα σε ένα γραφείο· όμως ούτε χρειάζονται όλοι τους πληροφορίες από το ίντερνετ—, καθώς εγώ όμως είμαι διαρκώς μπροστά από μια οθόνη, μπορώ να βρίσκω τα πάντα με ένα ψάξιμο που κρατά από δυο-τρία δευτερόλεπτα μέχρι μερικά λεπτά το πολύ (και πολύ λέω). Επίσης, έχω στον υπολογιστή μου, στο τηλέφωνό μου και αλλού, καλά καταχωρισμένες και καλά καταχωνιασμένες προσωπικές πληροφορίες, όλους αυτούς τους αριθμούς που χρειαζόμαστε πού και πού για να κάνουμε τις δουλειές μας. Κατ’ αυτά, δεν χρειάζεται να γεμίζω το κεφάλι μου με «γνώσεις» που στ’ αλήθεια μού είναι εντελώς άχρηστες, υλικό για μια μεγάλη χωματερή στην οποία δεν πατάω ποτέ. Και γιατί να το κάνω, άλλωστε;

Αντικαθιστώντας όλα μου τα λεξικά, και όλες μου τις ειδικές εγκυκλοπαίδειες, και όλους εκείνους τους χιλιοξεφυλλισμένους τόμους από τους οποίους περιστοιχιζόμουν επί δεκαετίες στη δουλειά μου και που τους είχα, που λέει ο λόγος, αποστηθίσει —ωραίους τόμους που δεινοπάθησαν στα χέρια μου: πες με Αντιλεξικόν, πες με Liddell & Scott, πες με Δημητράκο, και τόσα μα τόσα άλλα—, το Google, αλλά και η Wikipedia και άλλες χίλιες περισσότερο ή λιγότερο εξειδικευμένες βάσεις δεδομένων, είναι δόξα τω Θεώ εδώ και μου παρέχει τα πάντα, δωρεάν και χωρίς κόπο. Το γνωστικό μου κεφάλαιο δεν είναι απεριόριστο (αλίμονο…) και δεν χρειάζεται να το σπαταλώ αναζητώντας στη μνήμη μου —ή ανατρέχοντας σε ογκώδη χάρτινα βιβλία, καταλόγους, ίντεξ και δεν συμμαζεύεται— ή επεξεργαζόμενος πληροφορίες που υπάρχουν έτοιμες, στο πιάτο, στο διαδίκτυο. Σπολλάτη: κάθε ώρα και στιγμή είμαι έτσι κι αλλιώς… βάναυσα υποχρεωμένος να επιλύω προβλήματα, να παίρνω αποφάσεις, να ασκώ «κριτική σκέψη» και να συνθέτω χίλια ετερόκλητα πράγματα —οι αναλυτικές δεξιότητες που απαιτούνται για την παραγωγή πρωτογενούς υλικού και για την αξιολόγηση της σημασίας, της εγκυρότητας και της συνάφειας των πληροφοριών που συγκεντρώνει κανείς για μία έστω και κατ’ ελάχιστον απαιτητική δουλειά μπορεί να δώσει υλικό για εφιάλτες—, κι αυτά είναι ήδη πάρα πολλά. 

Η εξάρτηση από τη μνήμη —και από τα ταπεινά μας σοφά βιβλία, που, ξαναλέω, φάγαν τα ψωμιά τους— περιορίζει τις δημιουργικές ικανότητές μας, όποιες κι αν είναι αυτές, μικρές ή μεγάλες, και αμβλύνει τη δυνατότητά μας να παράγουμε έργο: μάλιστα, βλέποντας τα χρονικά μου όρια να στενεύουν διαρκώς, το βασικό μου άγχος εμένα είναι ακριβώς αυτό της παραγωγής. Είμαι διαπρύσιος οπαδός της ποσότητας, ο #1 φαν της.

Από την άλλη, για να το πούμε κι αυτό, η μνήμη —συχνά τόσο αναξιόπιστη, καθώς τής αρέσει να μεταμφιέζει την πραγματικότητα και να μας ξεγελά: η μνήμη μας δεν έχει ριπλέι και VAR, και ποτέ μα ποτέ δεν μπορούμε να αναπαραστήσουμε με ακρίβεια καμία μας σκέψη και καμιά μας «εποχή», από μία ολόκληρη περίοδο: ας πούμε μία κάποια ηλικία μας, μέχρι μια στιγμή: ας πούμε ένα κάποιο φιλί—, η μνήμη μας, έλεγα, είναι μόνο μια τοσοδά πτυχή αυτού που λέμε «νοημοσύνη». Δεν βασιζόμαστε σ’ αυτήν όπως —ας πούμε— οι πρωτόγονοι, που δεν τους έφταναν ο τίγρης και τα άλλα αγρίμια, δεν τους έφταναν οι παγετώνες, οι ξηρασίες και οι άλλες φυλές, έπρεπε να ξέρουν από πάνω και κάπου χίλια διαφορετικά φυτά με το όνομά τους και με όλες τους τις θεραπευτικές, καταπραϋντικές, ναρκωτικές, ιοβόλους, θρησκευτικές και λοιπές ιδιότητες, πραγματικές ή φανταστικές — για να πούμε μόνο ένα από τα άπειρα πράγματα που όφειλε να ξέρει και να θυμάται ένας παλαιός πρόγονός μας για να φτάσει να ζήσει μέχρι τα τριάντα του, οπότε και πέθαινε από προχωρημένα γηρατειά, καμπούρης και με τα μισά του δόντια.

Απελευθερώνοντας τον εαυτό μας από τους περιορισμούς της μνήμης, είμαστε πιο ανοιχτοί στην εξερεύνηση και τη σύνδεση φαινομενικά άσχετων μεταξύ τους πραγμάτων και στη δημιουργία νέων λύσεων. Η εξάρτηση, αντιθέτως, από τη μνήμη καταπνίγει τη δημιουργικότητα και την καινοτομία, περιορίζει τους χυμούς μας, είναι οπισθοδρομική και αντιδραστική. Νομίζω, άλλωστε, αν και δεν το θυμάμαι καθόλου (ελάχιστα βιβλία και άλλα έργα τέχνης θυμάμαι, καθώς τότε που τα διάβαζα ή τα έβλεπα ήμουν ένας άλλος), έχω την εντύπωση πάντως ότι κάτι τέτοιο —ψέματα λέω: κάτι πολύ χειρότερο— παθαίνει και ο Φούνες ο μνήμων, στο ομότιτλο διήγημα του Μπόρχες: τι τραγωδία να μην μπορείς να ξεχάσεις τίποτε, ποτέ, ακόμα και τα φύλλα ενός δέντρου που έτυχε να κοιτάξεις άπαξ…

Μολονότι η μνήμη μπορεί να εκπαιδευτεί (στον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση ήταν πολύ ειδικοί στον τομέα, ενώ το «αρχιτεκτονικό»-θεοσοφικό σύστημα της μνημοτεχνικής που εισηγείτο ο Μπρούνο είναι ξακουστό — σκέτος μυστικισμός βέβαια, και, μεταξύ μας, κάπως ψεκασμένο), μολονότι υπάρχουν κάποιοι τρόπο να θυμόμαστε καλύτερα, δεν χρειάζεται να το κάνουμε. Έτσι κι αλλιώς, δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τις αναμνήσεις μας.

Μπορεί, προσωπικά, να εισηγούμαι την απελευθέρωση μνήμης από τον εγκέφαλό μας (είμαστε βιο-κομπιούτερ, ας μην το ξεχνάμε ΚΑΙ αυτό), τουλάχιστον για όσους χρειάζονται περισσότερο ελεύθερο χώρο στο μυαλό τους, μα ξέρω πολύ καλά πως πάντα μια μυρωδιά θα σου θυμίσει έναν τόπο και μια γεύση, πάντοτε ένας αδιευκρίνιστος συνειρμός θα ανασύρει από τα βάθη του μυαλού σου δυο λόγια ή δυο μάτια, και πως πάντα μα πάντα θα σε βαραίνουν τα λάθη σου και όσα έκανες ή δεν έπρεπε να κάνεις. Κι αυτά, θες δεν θες, θα τα θυμάσαι μέχρι να πεθάνεις. Γιατί δεν υπάρχει ανάστροφο Google, που να τα σβήνει αυτά και να μην μπορείς να τα ξαναθυμηθείς.

H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Tome.